«Στα 20 λεπτά πας Βουλγαρία. Στη μια ώρα πας Τουρκία»
Το «ατού» της διασυνοριακότητας, οι ισχυρές παραδόσεις και ο πυλώνας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου
Λίγο πιο έξω από την Κομοτηνή είναι το χωριό Στυλάρι, όπου ζουν η Φεριστέ και ο σύζυγός της Μετίν Αχμέτ, Πομάκοι στην καταγωγή. Ο Μετίν έμαθε ελληνικά διότι έκανε διάφορες δουλειές στην πόλη σε αντίθεση με τη γυναίκα του, η οποία δουλεύει στα χωράφια και δεν χρησιμοποιεί πολύ τη γλώσσα μας. Αυτό τη στενοχωρεί, διότι θα ήθελε να μην είναι πια αγρότισσα και να αλλάξει δουλειά. Τα καπνά είναι δύσκολη καλλιέργεια: «Εμαθε ελληνικά στο μειονοτικό δημοτικό αλλά τα ξέχασε. Θέλει να πάει στο Γυμνάσιο Δεύτερης Ευκαιρίας στην Κομοτηνή όπως και εγώ πάω σε σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας ΕΠΑΛ», λέει ο Μετίν μεταφράζοντας τη συζήτησή μας. «Ο γιος μας είναι στη Β΄ Γυμνασίου, μιλάει τέλεια τα ελληνικά και κάνει και αγγλικά. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούμε όλοι μαζί μια χαρά, το οικονομικό είναι το ζήτημα. Θα ήθελα να μαθαίνουμε καλύτερα ελληνικά, να είχαμε φροντιστήρια στα χωριά. Μεγαλώνοντας αν δε τα μιλάς καλά το βρίσκεις μπροστά σου. Τουρκικά καταλαβαίνουμε και μιλάμε λίγο. Μεταξύ μας μιλάμε πομάκικα που είναι πιο κοντά στα σλαβομακεδόνικα».
Το ζευγάρι των Πομάκων επιβιβάστηκε στο αγροτικό τους αμάξι και δέχτηκε να μας καθοδηγήσει μέχρι τις εγκαταστάσεις της ζυθοποιίας «Βεργίνα», όπου μας περίμενε ο ιδιοκτήτης Δημήτρης Πολιτόπουλος. «Ο Φρανκ Ζάπα έλεγε ότι για να είσαι σοβαρή χώρα πρέπει να έχεις δική σου αεροπορική εταιρεία και μπίρα. Εμείς είχαμε αερομεταφορέα αλλά όχι μπίρα το 1994 όταν άφησα την Αμερική όπου γεννήθηκα από Ελληνες γονείς για να έρθω στην Ελλάδα και να φτιάξω τη μονάδα με τον αδελφό μου. Το 1996 ιδρύθηκε η Ζυθοποιία Μακεδονίας-Θράκης στην Κομοτηνή. Περπατάγαμε με τον πατέρα μας στον δρόμο και μας είπε: “Παιδιά, βγάλτε την μπίρα σας Βεργίνα”. Αυτό ήταν!» θυμάται ο κ. Πολιτόπουλος που τόλμησε να τα βάλει δικαστικά με τους μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια αγορά της μπίρας για υποθέσεις αθέμιτων αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών που είχαν πολυεθνικές εταιρείες στη χώρα μας.
«Πέρα από τις δουλειές που δίνουμε στους 150 εργαζομένους, η εταιρεία καλλιεργεί κριθάρι σε πάνω από 30.000 στρέμματα από τη Θράκη ώς τη Λάρισα, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες μας αλλά πάει και για εξαγωγή. Μετά φτιάξαμε ένα νέο προϊόν “tuvunu”, τον εμφιαλωμένο Σιδερίτη, δηλαδή τσάι του βουνού, όπου έγιναν καλλιέργειες σε χιλιάδες στρέμματα γης κοντά στα Πομακοχώρια και όχι μόνο. Αυτό βοήθησε πάρα πολύ την περιοχή διότι από το 2013 και μετά δώσαμε μια ευκαιρία στους γεωργούς να παράγουν κάτι άλλο πέρα από τα καπνά που είναι πολύ δύσκολη καλλιέργεια. Παράλληλα, εκτός του ότι είχαν εξασφαλισμένα εισοδήματα, πάνω από 800 καλλιεργητές αισθάνθηκαν ότι κάποιος άλλος επιχειρηματίας πέραν των καπνοπαραγωγών τους έδωσε σημασία».
«Κομοτηνή στο πιάτο»
Επιστρέφοντας στην πόλη συναντήσαμε τη Θεανώ Πασχάλη που εργάζεται 29 χρόνια στο ΔΗΠΕΘΕ και τον βιβλιοθηκονόμο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κομοτηνής, Ζαφείρη Τσάκο, στο υπέροχο κτίριο, την Τσανάκλειο Σχολή. Ο φορέας έχει 33.000 βιβλία και 2.600 ενεργά μέλη, αριθμός εντυπωσιακότατος. «Οφείλεται στο διευρυμένο ωράριο και στην καλή στελέχωση. Εδώ έρχεται κόσμος όλων των ηλικιών, κυρίως παιδιά. Eχουμε και εξαιρετικές συνεργασίες με πολλούς φορείς και κάνουμε μαζί βιβλιοπαρουσιάσεις, συνολικά πάνω από 100 εκδηλώσεις ανά έτος», εξηγεί ο κ. Τσάκος. Με Μικρασιάτισσα μάνα που είχε για σπεσιαλιτέ τον τζιγεροσαρμά και την πρασοκιμαδόπιτα, η Θεανώ πάντα μαγείρευε. Εφτιαξαν με τον Ζαφείρη τον οδηγό «Κομοτηνή στο πιάτο» με όλη τη γαστρονομική παράδοση της πόλης, από Αρμένηδες και Πομάκους μέχρι Αρβανίτες, Κρήτες, Καππαδόκες κ.ά.
«Ξεκινήσαμε ψάχνοντας ηλικιωμένες ντόπιες κυρίες με την πρόθεση να πηγαίνουμε σπίτι τους και να τις φωτογραφίζουμε να κάνουν μια συνταγή. Eλα όμως που ήρθε ο εγκλεισμός του κορωνοϊού και όλα άλλαξαν. Μέσα στη μεγάλη καραντίνα λοιπόν δεν μπορούσαμε να τρέχουμε εύκολα από σύλλογο σε σύλλογο και από σπίτι σε σπίτι. Και έτσι με “κωδικό 6” ανταλλάσσαμε μεταξύ μας με τον Ζαφείρη λαχανοντολμάδες
με καβουρμά, γκιουζλεμέδες, κεφτεσί μπλιγούρ, ό,τι μας έφερναν είτε δοκιμάζαμε να φτιάξουμε. Πάντως, εκτός οικογενειακού τραπεζιού στην πόλη υπάρχουν μόνο ταβέρνες και ψησταριές με ένα μόνο παλιό εστιατόριο, τα “Τα Αδέλφια”».
Εκεί φάγαμε το μεσημέρι και ύστερα ξεκινήσαμε για μια ακόμα ξενάγηση με τον ιστοριοδίφη αρχιτέκτονα μηχανικό Κώστα Κατσιμίγα. «Η Κομοτηνή είναι μια πόλη που χτίστηκε πάνω σε
δρόμους –συγκεκριμένα την αρχαία Εγνατία– και “ανδρώθηκε” με καταστροφές. Για μένα το ατού της είναι η διασυνοριακότητα. Στα 20 λεπτά πας Βουλγαρία. Στη μια ώρα πας Τουρκία», επιμένει και μας πάει στον μουσουλμανικό μαχαλά να μας δείξει τα χαμηλά κτίσματα, αφηγούμενος όλη την ιστορία της πόλης από τον 4ο αιώνα μέχρι σήμερα. Κάποια στιγμή μας άφησε πέντε λεπτά μόνους στο αυτοκίνητο και επέστρεψε με ένα... θανάσιμα νόστιμο σουτζούκ-λουκούμ κέρασμα για να πάρουμε μαζί στην Αθήνα αλλά και λιαστά βερίκοκα, λιχουδιά που αγαπούν οι ντόπιοι.
Ο δικηγόρος και καθηγητής στη Νομική Σχολή, Βασιλόγιαννης Χατζηιωάννου κλείνει φέτος 30 χρόνια παρουσίας στην Κομοτηνή, από τις αρχικές του σπουδές στο Δημοκρίτειο, την εκεί θητεία στον στρατό αλλά και το διδακτορικό του. Από το 2004 διδάσκει στην alma mater του: «Η πόλη που είδα με τα φοιτητικά μου μάτια το 1994 ήταν σαν να είχε μείνει στη δεκαετία 1960-70, μια πιο λαϊκή εκδοχή της Ελλάδας, με πανηγύρια, καφενεία και σκυλάδικα. Η φιλοξενία και η γενναιοδωρία των ντόπιων μάς βοήθησε πολύ να την αγαπήσουμε. Η κοινωνική ζωή ήταν πολύ έντονη και η αίσθηση της παρέας διάχυτη. Ο καιρός ήταν πολύ πιο κρύος από σήμερα. Θυμάμαι θερμοκρασίες ακόμα και -15, κάτι που είναι πλέον σπάνιο. Ερχόμενοι ανακαλύπταμε και την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου που ήταν τότε πιο μαζεμένο στο καβούκι του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ της κρίσης των Ιμίων που τα μέλη της μειονότητας κλείστηκαν σπίτι τους φοβούμενα ότι μπορεί να πληρώσουν την ένταση στις σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας. Κάθε φορά που γίνεται κάτι, όπως και το 1974, η Κομοτηνή είναι σαν παλμογράφος που καταγράφει εξαιρετικά ευαίσθητα τις δονήσεις.
Εζησα επίσης τις πρώτες φουρνιές μουσουλμάνων φοιτητών που εισήλθαν στη Σχολή μας με την ποσόστωση. Ηταν τεράστια η διαφορά ανάμεσα σε εκείνους που ήταν απόφοιτοι μειονοτικών σχολείων και στους άλλους που είχαν τελειώσει το ελληνικό δημόσιο σχολείο. Οι τελευταίοι ήταν άριστοι και πολλοί από αυτούς έκαναν πολύ καλή πορεία όταν αποφοίτησαν. Το θέμα της ποσόστωσης ήταν σπουδαίο διότι μέχρι τότε τα παιδιά της μειονότητας πήγαιναν όλα σε μειονοτικά σχολεία και ύστερα, κάποια συνέχιζαν εσωτερικά στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις ώστε να σπουδάσουν στην Τουρκία. Τώρα πολλά πηγαίνουν στα δικά μας πανεπιστήμια και αυτό είναι εξαιρετικά θετικό. Η αλματώδης άνοδος του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου και της Νομικής του Σχολής που έκλεισε πέντε δεκαετίες ζωής συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του τόπου», σχολιάζει.
«Κακά τα ψέματα, στη Θράκη παίζεται ένα πολιτικό παιχνίδι έντασης είτε από τη μια μεριά είτε από την άλλη, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν εκλογικές διαδικασίες. Κάποιοι βγαίνουν κερδισμένοι από αυτό. Οι δε επιλογές προσώπων από τα κόμματα είναι ευκαιριακές και μπαίνουν συχνά τελευταία στιγμή δίχως να έχουν σχέση με την πολιτική ή να έχουν ένα όραμα για τον τόπο», λέει ο Ξανθιώτης δημοσιογράφος Σαμή Καραμπουγιούκογλου που εργάζεται πολλά χρόνια στην ΕΡΤ Κομοτηνής. «Οι άνθρωποι εδώ ξέρουν ότι κινδυνεύουν να γίνουν έρμαια της σχέσης των δύο χωρών και τούτο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μιλάμε για πράξεις ή πολιτικές από την ελληνική κυβέρνηση. Ομως μπορεί ένας υπάλληλος σε κάποια κρατική θέση να σε ταλαιπωρήσει, να ασκήσει τη μικροεξουσία επάνω σου, όχι με κάποιο σχέδιο ή με γνώση των ανωτέρων του απαραίτητα», εξηγεί.
«Δεν θα ξεχάσω το βράδυ των Ιμίων που τα μέλη της μειονότητας κλείστηκαν σπίτι τους φοβούμενα ότι μπορεί να πληρώσουν την ένταση στις σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας», λέει ο δικηγόρος και καθηγητής στη Νομική Σχολή, Βασιλόγιαννης Χατζηιωάννου.