«Να έρθεις Αθήνα να κάμεις το πιλάφι για τους γάμους του Κυριάκου»
«Θυμάμαι πως την πρωτογνώρισα το 1996. Με πήρε τηλέφωνο ο προξενητής: “H κυρα-Μαρίκα θέλει να έρθεις Αθήνα να κάμεις το πιλάφι για τους γάμους του Κυριάκου”. Πήγα και εγώ από τα Χανιά στην Αθήνα με τα τσουκάλια μου και παρουσιάστηκα στη Ρηγίλλης. Στάθηκα απέναντί της. Μου λέει: “Πρόσεξε, καημένε μου, μη μου κάνεις καμιά κουτσουκέλα και δεν βγει καλό το φαΐ του γάμου, διότι θα σε βάλω στο καζάνι που 'φερες μαζί και θα πας κολυμπώντας στην Κρήτη!”. Μετά μου 'πε και μια συμβουλή: “Η πρώτη συνεργασία πάντα είναι καθοριστική. Αν εκεί είσαι άψογος, μετά προχωρά καλά κάθε δουλειά”. Ευτυχώς όλα πήγαν τέλεια και είχα και την τύχη με το μέρος μου, διότι ως μάγειρας μπορεί να 'σαι καλός και να τη “βρεις” από αλλού: από τα υλικά, τους σερβιτόρους, τη συνεννόηση. Ο μάγειρος δεν είναι μόνο να μαγειρεύει. Είναι σαν ραντάρ που μπορεί να 'ναι πάνω από την κατσαρόλα και ταυτόχρονα να ξέρει αν ο πελάτης άδειασε το πιάτο. Πρέπει να προβλέπει το πρόβλημα και να 'χει έτοιμη τη λύση. Πέρασα λοιπόν τις πρώτες εξετάσεις που ήταν το τραπέζι στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη για τους νιόπαντρους και μετά την άλλη μέρα είχαμε και τραπέζι στη “Μεγάλη Βρεταννία” για την επίσημη δεξίωση. Εκεί να δεις μπουφέδες, εδέσματα και ποιότητα. Τελικά όλοι έψαχναν το πιλάφι μου. Μεγάλη επιτυχία. Οπότε πια με εμπιστεύτηκε η κυρα-Μαρίκα. Εκτοτε ήμουν σε όλες τις μεγάλες εκδηλώσεις. Βέβαια ειδικά στην αρχή δεν μπορούσα να σερβίρω τίποτε αν δεν ερχόταν πάνω από το κεφάλι μου να δώσει έγκριση».
«Πιο ωραίος ήταν ο γάμος της κυρίας Ντόρας διότι έγινε εδώ στα Χανιά, από γύρο στα κάρβουνα μέχρι αστακούς. Αξέχαστη βραδιά. Ο πρόεδρος και η κυρα-Μαρίκα είχαν πάθος και γνώση στο φαγητό. Καμιά φορά τσακωνόντανε μεταξύ τους όταν εκείνη έκανε παρασπονδίες διότι την αγαπούσε και την πρόσεχε σε καθετί. Αυτός με τη σειρά του είχε αυτοπειθαρχία παντού, και στο φαγητό, του άρεσε αλλά δεν παρασυρόταν. Λάτρευε το πιλάφι, τις άγριες αγκινάρες και το σταμναγκάθι, τα τυριά και το μέλι. Είχε και ένα ψυγείο όπως στα χασάπικα με πόρτα και ήξερε με ακρίβεια κάθε ζώο και από ποια περιοχή της Κρήτης ήτανε. Μου 'λεγε: “Στέφανε, μπες μέσα και πήγαινε στο τρίτο δεξιά να κόψεις το μπουτάκι”. Η κυραΜαρίκα επίσης τρελαινόταν με το πιλάφι, όμως της αρέσανε κι άλλα. Ηταν απίστευτη οικοδέσποινα, με το καλό το τραπεζομάντιλο, το σερβίτσιο, με τα όλα της. Την ίδια αγάπη για το φαγητό έχει και η κυρία Ντόρα, κάνει κι αυτή απίστευτα τραπεζώματα. Είναι φουλ παραδοσιακή στην κουζίνα που σερβίρεται, από τα πιλάφια έως τους λουκουμάδες στο τέλος. Ο πρωθυπουργός είναι του υγιεινού, λιτοδίαιτος. Θα προτιμήσει το ψάρι και τα χόρτα, το άπαχο κρέας».
Εφτασε στο τραπέζι η παγωμένη τσικουδιά και η σφακιανή πίτα και οι λουκουμάδες για το επιδόρπιο, συν παγωτό για την Ολγα που κάθισε με υπομονή να ακούει όλη την κουβέντα των μεγάλων. «Το καλό το φαγητό ξέρετε ποιο είναι;» είπε εν κατακλείδι ο Στέφανος Μπουρδάκης. «Αυτό που το τρως και σε πάει αυτόματα πίσω στη μάνα, στη γιαγιά, στη θειά, στα παιδικά σου χρόνια. Είναι το ταξίδι στον χρόνο και στο συναίσθημα. Και μπορώ να υπερηφανευτώ ότι έκαμα χιλιάδες ανθρώπους να επιστρέψουν στις παιδικές τους γεύσεις».