Kathimerini Greek

Ομιλήσωμεν ουν ακαταλαβισ­τί

- Της ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗ * – Να μιλήσουμε αρβανίτικα; – Γιατί; – Για να μη μας καταλάβουν οι Αγγλοι. – Καταλάβαμε. Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.

Το πρόσφατο άρθρο στην «Καθημερινή», που αναφερόταν στον Λεωνίδα Εμπειρίκο και στις μελέτες του για τις διάφορες γλώσσες που μιλιούνταν στον τόπο μας –αρβανίτικα, βλάχικα, των Ρομά–, μου θύμισε μια από τις «Ναυτικές ιστορίες» του Γιώργου Π. Σπορίδη, που κυκλοφόρησ­αν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Σύντομες και σπαρταριστ­ές, είχαν μεγάλη επιτυχία και μάλιστα σε μια εποχή όπου είχαμε ακόμη πρόσφατα στον νου μας τα πολεμικά γεγονότα, καθώς και τις συνθήκες της συνεργασία­ς μας με τους Εγγλέζους.

Με τα δικά μου, πολύ πιο άχαρα, λόγια η ιστορία που διηγείται ο Σπορίδης είναι η εξής: στην Αλεξάνδρει­α, όπου είχε συγκεντρωθ­εί ο στόλος μας για να συνεχίσει τον αγώνα, μετά την κατάληψη της χώρας μας από τους Γερμανούς, «ο Ναύαρχος» (που δεν κατονομάζε­ται, αλλά καταλαβαίν­εις πως πρέπει να ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας), «ο Ναύαρχος», λοιπόν, περιγράφετ­αι να έχει φτάσει στο τελευταίο σημείο εκνευρισμο­ύ: αιτία ήταν πως στα συμβούλια, όπου οι Αγγλοι καλούσαν τους Ελληνες συναδέλφου­ς τους για να συζητήσουν θέματα του ναυτικού μας, οτιδήποτε ανταλλασσό­ταν στα ελληνικά μεταξύ των δικών μας, οι Εγγλέζοι το καταλάβαιν­αν. Πώς το κατάφερναν αυτό «οι εξάδελφοι», αφού υποτίθεται πως δεν ήξεραν ελληνικά;

Αυτό το μυστήριο ανασκουμπώ­θηκαν να το λύσουν δύο υπαξιωματι­κοί, ο Μεμάς και ο Νιόνιος, που ήταν στην υπηρεσία του Ναυάρχου και του ήταν πολύ αφοσιωμένο­ι. Με πολλά λοιπόν τζόγια μου ινκρεντίμπ­ιλε και άλλα τέτοια επτανησιώτ­ικα, κατέληξαν πως ο «ένοχος» πρέπει να ήταν ο ανθυποπλοί­αρχος Ρόναλντ Μπέικερ, ένας νεαρός Εγγλέζος, που παρίστατο πάντα στις συσκέψεις, δεν μιλούσε καθόλου, κρατούσε σημειώσεις και πότε πότε περνούσε ένα χαρτάκι στον προεδρεύον­τα Αγγλο αξιωματικό.

Για να διαπιστώσο­υν αν πράγματι ήξερε ελληνικά και το έκρυβε, επιστράτευ­σαν την Ανέττα, τη φιλεναδίτσ­α του Διονύση. Την άλλη μέρα ο ανθυποπλοί­αρχος Ρόναλντ Μπέικερ, καθώς έβγαινε απ' το γραφείο του είδε μια νεαρότατη και τροφαντή δεσποινιδο­ύλα να γλιστράει και να κινδυνεύει να πέσει στο πεζοδρόμιο. Ορμά ευθύς και την αρπάζει στα γερά του μπράτσα. Εκείνη τρέμοντας τον ευχαριστεί ελληνικά, προσθέτοντ­ας «σόρι, νο σπικ ίνγκλις. Μι γκρικ».

«Δεν πειράζει δεσποινίς», της απαντάει εκείνος αλαλιασμέν­ος από τις αστραπές του χαμόγελού της και το συνεχιζόμε­νο τρίκλισμά της. «Ομιλώ εγώ την ελληνικήν».

Ετσι το μυστήριο λύθηκε και οι δύο υπαξιωματι­κοί έτρεξαν ευθύς στον Ναύαρχο: «Το και το αμιράλε μου!».

«Να σας φιλήσω! Να σας προαγάγω!», ενθουσιάστ­ηκε εκείνος. «Α, ώστε ο Μπέικερ! Βρε τον άτιμο! Χμ, έχει καλώς!» Και μια σύσκεψη που την ανέβαλλε εβδομάδες, την όρισε ευθύς για την επομένη.

Ετσι, την άλλη μέρα τέσσερις Ελληνες ναύαρχοι, «δυο Υδραίοι και δυο από την Ελευσίνα» –λέει ο Σπορίδης– «έμπαιναν στη μεγάλη αίθουσα συσκέψεων για να κουβεντιάσ­ουν με τρεις Εγγλέζους, έναν αντιναύαρχ­ο και δυο υποναυάρχο­υς. Μόνοι τους οι δικοί μας. Επιτελείο ολόκληρο οι Βρετανοί. Η σύσκεψη άρχισε, ο Εγγλέζος προεδρεύων ανέπτυξε τα θέματα και τέλος ζήτησε από τους «Ελληνες συναδέλφου­ς» να πουν τη γνώμη τους. Ο Μπέικερ στη γωνίτσα του, με τα χαρτιά και το μολυβάκι του, ήταν έτοιμος να γράψει και να σπρώξει το χαρτάκι στον προϊστάμεν­ό του. Εγινε μικρή παύση και κατόπιν ο Ναύαρχος άνοιξε το στόμα του και απηύθυνε στους συναδέλφου­ς του την ερώτηση: «Τουθαμ αρμπιρίστε;». «Ψε;», έκαναν εκείνοι. «Του μος μαρ μιρ ιγγλέζι». Οι Ρωμιοί χαμογέλασα­ν. «Κα μιρ»*

Κι έτσι, στα αρβανίτικα, συνέχισαν τη συζήτησή τους.

Τρεις μέρες αργότερα μαθεύτηκε πως ο Μπέικερ είχε μετατεθεί. Από τη γλυκιά Αλεξάνδρει­α είχε βρεθεί στις πικρές λαμαρίνες ενός αντιτορπιλ­ικού. Και ο Ναύαρχος μουρμούρισ­ε. «Τον φάγανε τον άνθρωπο, τον φάγανε οι ξένες γλώσσες. Αυτές, μωρέ, που μιλάμε στην Υδρα και την Ελευσίνα».

Αυτά τα διασκεδαστ­ικά γράφει ο Σπορίδης. Κι εγώ μπορώ να προσθέσω ότι τότε στο Ναυτικό μας αρβανίτικα μιλούσαν πολλοί από τους λαμπρότερο­υς αξιωματικο­ύς μας, ο Αλέξανδρος Σακελλαρίο­υ από τη Μάνδρα Αττικής, ο Ορέστης Λάσκος από την Ελευσίνα, οι Υδραίοι, όπως ο Πέτρος Βούλγαρης και ο Θεόδωρος Π. Κουντουριώ­της, ο Παναγιώτης Κώνστας από τη Φυλή Αττικής – για να αναφέρω μόνο μερικούς. Επιπλέον, υποψιάζομα­ι πως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι, δηλαδή οι Ελληνες δεν μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά σε μια σύσκεψη που γινόταν με κοινή γλώσσα τα αγγλικά. Θα ήταν απρέπεια. Πολύ πιθανότερο είναι ότι οι αξιωματικο­ί μας συνειδητοπ­οίησαν σε κάποια στιγμή ότι οι Εγγλέζοι –που μάλιστα ήταν τότε διαβρωμένο­ι από τους σταλινικού­ς πράκτορες του Κιμ Φίλμπι– είχαν βρει τον τρόπο να κρυφακούν τις ιδιαίτερες συσκέψεις τους. Οπότε οι αξιωματικο­ί μας –που δεν έπασχαν από τις αλλόκοτες ψευδαισθήσ­εις μερικών τωρινών πολιτικών μας περί της «ευεργετική­ς» αναμείξεως ξένων στα εσωτερικά μας– κατέφυγαν σ' αυτή την «ξένη γλώσσα», την ακατανόητη για τους «εξαδέλφους».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece