Πρώτο βήμα προσέγγισης με τις ΗΠΑ
Κατά την επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ Αλεξάντερ Χέιγκ στην Αθήνα «δεν λύθηκαν προβλήματα, τέθηκαν»
Μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, η αμερικανική κυβέρνηση Ρέιγκαν, παρά τις ανησυχίες της για τη στάση της νέας ελληνικής κυβέρνησης έναντι της Δύσης, εμφανιζόταν έτοιμη να εργαστεί μαζί της και να λάβει υπόψη τυχόν «εύλογα» ελληνικά αιτήματα. Αυτή η ψύχραιμη, σε γενικές γραμμές, στάση των ΗΠΑ αποδείχθηκε ορθή. Ο Παπανδρέου τόνισε ότι η ισχυροποίηση των δεσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και ΗΠΑ, σε πιο ισότιμη βάση, θα αποτελούσε μία από τις προτεραιότητες της κυβέρνησής του κι ότι δεν σκόπευε να οδηγήσει την Ελλάδα σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Καθώς επίσης και ότι παρά την ανάγκη επανακαθορισμού των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι οι ΗΠΑ ήταν μια υπερδύναμη που είχε τα δικά της ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή.
Μέχρι την άνοιξη του 1982, τόσο η αμερικανική κυβέρνηση όσο και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσπαθούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τα εκκρεμή προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών, με πρώτο εκείνο της σύναψης νέας συμφωνίας για τη λειτουργία των αμερικανικών βάσεων και εγκαταστάσεων στην Ελλάδα. Οπως και στο παρελθόν, οι ΗΠΑ επιθυμούσαν μεν τη διευθέτηση του εν λόγω ζητήματος, δεν επείγονταν όμως να αναλάβουν οι ίδιες την πρωτοβουλία των κινήσεων. Από ελληνικής πλευράς, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέκρινε την έναρξη σχετικών συζητήσεων πρώτα σε υψηλό επίπεδο και κατόπιν την έναρξη διαπραγματεύσεων περισσότερο «τεχνικού» χαρακτήρα. Ιδεατά, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιθυμούσε συνάντηση στις ΗΠΑ με τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο Ρέιγκαν κατόπιν πρόσκλησης του τελευταίου (κάτι πάντως που ουδέποτε συνέβη). Επίσης, κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η ελληνική κυβέρνηση είχε τονίσει ότι οι Αμερικανοί υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας, Αλεξάντερ Χέιγκ και Κάσπαρ Ουαϊνμπέργκερ, ήταν ευπρόσδεκτοι να επισκεφθούν την Ελλάδα για συνομιλίες με τον πρωθυπουργό. Η ετοιμότητα του Παπανδρέου να συναντηθεί ο ίδιος με Αμερικανούς υπουργούς και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους (γερουσιαστές ή βουλευτές) φανέρωνε την επιθυμία του να έχει υπό τον πλήρη έλεγχό του την πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Η βασική επιδίωξη δεν επετεύχθη
Πράγματι, τον Μάιο του 1982 ο Αλεξάντερ Χέιγκ επισκέφθηκε πρώτα την Αγκυρα κι έπειτα την Αθήνα. Ο Χέιγκ, απόστρατος στρατηγός και πρώην ανώτατος διοικητής των δυνάμεων ΝΑΤΟ Ευρώπης, ήταν βαθύς γνώστης των ελληνοτουρκικών και ελληνοαμερικανικών προβλημάτων. Σύμφωνα με πληροφορίες της εποχής, προσπάθησε να προωθήσει φόρμουλα για την ικανοποίηση του βασικού, τότε, αιτήματος της κυβέρνησης Παπανδρέου για παροχή αμερικανικής (ή νατοϊκής) εγγύησης των ελληνικών συνόρων έναντι κάθε εξωτερικής απειλής, δίχως πάντως σε αυτή να αναφέρεται ρητά η Τουρκία. Γενικότερα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να προβεί σε κάποια θετική πρωτοβουλία ώστε να υπάρξει πρόοδος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και να αποκλιμακωθεί η ελληνοτουρκική ένταση, ιδίως εντός του ΝΑΤΟ. Ο Χέιγκ πράγματι διερεύνησε τις δυνατότητες και προϋποθέσεις υλοποίησης μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Ωστόσο, τότε, όπως και αργότερα, αποδείχθηκε ότι η Τουρκία παρέμενε άκαμπτη, αντιδρώντας στην παροχή αμερικανικής - νατοϊκής εγγύησης της ακεραιότητας και των ανατολικών ελληνικών συνόρων, ενώ τελικά και οι ΗΠΑ δεν φάνηκαν διατεθειμένες να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση.
Εν τω μεταξύ, ενόψει της επίσκεψης Χέιγκ, έλαβαν χώρα στην Αθήνα συσκέψεις της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας ώστε να εξεταστούν λεπτομερώς ποικίλα ζητήματα που αφορούσαν τις ελληνοαμερικανικές, ελληνονατοϊκές και, εμμέσως, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Καθώς δεν είχε καθοριστεί συγκεκριμένη ατζέντα για τις συνομιλίες της ελληνικής κυβέρνησης με τον Χέιγκ και, επίσης, δεν ήταν γνωστό αν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών θα κόμιζε νέες προτάσεις, η ελληνική πλευρά είχε προετοιμαστεί για τη διαχείριση διαφόρων σεναρίων. Εποικοδομητικά προσπάθησε να συμβάλει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Λίγες ημέρες πριν από την άφιξη του Χέιγκ, ο Καραμανλής είχε συνάντηση με τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα Μόντιγκλ Στερνς, όπου τόνισε την ανάγκη οι ΗΠΑ να προβούν σε μια χειρονομία καλής θελήσεως προς την Ελλάδα τόσο για λόγους ουσίας όσο και για λόγους τακτικής, με παροχή κάποιας μορφής εγγύησης της ελληνικής ασφάλειας και ακεραιότητας έναντι εξωτερικής απειλής γενικά (και όχι προερχομένης μόνο από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Επίσης, ο Καραμανλής τόνισε την ανάγκη να προχωρήσουν οι Αμερικανοί σε μια χειρονομία καλής θελήσεως προς την κυβέρνηση Παπανδρέου, ώστε ο τελευταίος να έχει περισσότερα περιθώρια ελιγμών στο εσωτερικό και να μην τεθεί σε κίνδυνο η παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η απάντηση του Στερνς δεν άφηνε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η αμερικανική πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να παράσχει μια τέτοια εγγύηση, έστω γενική και δίχως άμεση αναφορά στην Τουρκία, όσο η Αγκυρα δεν έδινε τη συγκατάθεσή της σε κάτι τέτοιο.
Σημαντική ήταν και μια άλλη πτυχή του ζητήματος. Οι ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένες να εγγυηθούν όλα τα ελληνικά σύνορα, καθώς υπήρχε το πρόβλημα του εύρους του ελληνικού εναέριου χώρου και της πιθανής αύξησης των χωρικών υδάτων από τα έξι στα δέκα ή δώδεκα μίλια στο μέλλον. Δηλαδή, εάν οι ΗΠΑ παρείχαν εγγύηση για την ασφάλεια και ακεραιότητα των ελληνικών χερσαίων συνόρων, καθώς και χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου εύρους έξι ναυτικών μιλίων, τούτο δεν θα ήταν ικανοποιητικό ή και αποδεκτό από την Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά δεν ανέμενε ιδιαίτερα απτά αποτελέσματα από την επίσκεψη Χέιγκ. Οι συνομιλίες αποσκοπούσαν στην ανταλλαγή απόψεων των δύο πλευρών και στη διευκρίνιση των θέσεών τους, καθώς και στην αποκατάσταση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των κυβερνήσεων Ρέιγκαν και Παπανδρέου. Στόχος ήταν να διαμορφωθεί το πλαίσιο και να τεθούν οι βάσεις περαιτέρω και ουσιαστικότερου διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και των ΗΠΑ, ώστε να ξεκινήσει και η διαδικασία επίλυσης διαφόρων εκκρεμοτήτων και ζητημάτων.