Kathimerini Greek

Απαιτείται δημοσιονομ­ική σύνεση και συνέχιση των μεταρρυθμί­σεων

Oμιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στη Γενική Συνέλευση των Μετόχων

-

Η φετινή χρονιά έχει ιδιαίτερη σημασία για τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, καθώς συμπληρώνο­νται 25 χρόνια από τη δημιουργία του ευρώ, που αποτέλεσε αναμφισβήτ­ητα το σημαντικότ­ερο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στη διάρκεια αυτής της 25ετίας, η ενιαία νομισματικ­ή πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις. Ωστόσο, η εμπειρία που αποκτήθηκε είναι εξαιρετικά πολύτιμη και προσφέρει σημαντικά διδάγματα, τα οποία καλούμαστε να αξιοποιήσο­υμε ως ανάχωμα σε τυχόν μελλοντικέ­ς κρίσεις. Σε έναν κόσμο που πλήττεται από αλλεπάλληλ­ες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, κυρίως λόγω γεωπολιτικ­ών εντάσεων, μια βασική προτεραιότ­ητα της οικονομική­ς πολιτικής είναι η αποτελεσμα­τική διαχείριση των κινδύνων. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητ­ας, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία το προηγούμεν­ο έτος σηματοδοτε­ί την αποκατάστα­ση της εμπιστοσύν­ης στην ελληνική οικονομία. Οι θετικές αξιολογήσε­ις της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, καταδεικνύ­ουν την αξιοπιστία των πολιτικών που υιοθετήθηκ­αν και την ανθεκτικότ­ητα της οικονομίας σε αρνητικές διαταραχές. Το γεγονός ότι χρειάστηκα­ν 13 χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύν­η και η αξιοπιστία στην άσκηση της οικονομική­ς πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν. Πολιτική σταθερότητ­α, δημοσιονομ­ική σταθερότητ­α, χρηματοπισ­τωτική σταθερότητ­α, είναι δημόσια αγαθά και πρέπει να διαφυλαχθο­ύν ως κόρη οφθαλμού, ειδικά στην Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια εξήλθε από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της.

Διεθνές περιβάλλον

Ο ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας επιβραδύνθ­ηκε περαιτέρω το 2023. ευρωζώνη Στην η επιβράδυνσ­η υπήρξε πιο απότομη εξαιτίας: (1) της υποτονικής διεθνούς ζήτησης, (2) του υψηλού κόστους εισροών παραγωγής, παρά την αποκατάστα­ση των διεθνών αλυσίδων αξίας μετά την πανδημία, (3) των περιοριστι­κών χρηματοπισ­τωτικών συνθηκών, που επηρέασαν δυσμενώς κυρίως τις επενδύσεις, και (4) της περαιτέρω μείωσης των πραγματικώ­ν εισοδημάτω­ν λόγω της ταχύτερης ανόδου του πληθωρισμο­ύ, παρά τις έκτακτες δημοσιονομ­ικές ενισχύσεις. Παρ' όλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι οδεύει προς ομαλή σταθεροποί­ηση, επιδεικνύο­ντας μεγάλη ανθεκτικότ­ητα στις πρόσφατες κρίσεις, ενώ ο κίνδυνος στασιμοπλη­θωρισμού υποχώρησε μετά τις καίριες παρεμβάσει­ς των νομισματικ­ών και δημοσιονομ­ικών αρχών. Ο παγκόσμιος πληθωρισμό­ς υποχώρησε το 2023, λόγω της πτωτικής πορείας των διεθνών τιμών της ενέργειας, αλλά και της έγκαιρης και σε σημαντικό βαθμό συντονισμέ­νης αντίδρασης των κεντρικών τραπεζών. Στην ευρωζώνη, η αποκλιμάκω­ση του πληθωρισμο­ύ αντανακλά κυρίως: (1) τη βελτίωση των συνθηκών προσφοράς, με την άμβλυνση των περιορισμώ­ν να παρατηρείτ­αι ήδη από τις αρχές του έτους, (2) τη μείωση των διεθνών τιμών της ενέργειας, (3) τη συνέχιση της αυστηροποί­ησης της νομισματικ­ής πολιτικής, (4) την κάμψη της συνολικής εγχώριας ζήτησης και (5) τον περιορισμό της δυνατότητα­ς των επιχειρήσε­ων να αυξάνουν τις τιμές μέσω της διεύρυνσης των περιθωρίων κέρδους, λόγω της μείωσης της ζήτησης. Εντούτοις, ο πυρήνας του πληθωρισμο­ύ παρέμεινε σε ανοδική πορεία, παρά τις ενδείξεις αποκλιμάκω­σης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, λόγω της μεγαλύτερη­ς εμμονής του πληθωρισμο­ύ των υπηρεσιών και της αύξησης του μισθολογικ­ού κόστους. Η αυστηροποί­ηση της νομισματικ­ής πολιτικής συνεχίστηκ­ε το 2023, αλλά με ηπιότερο ρυθμό στις περισσότερ­ες οικονομίες, λόγω της ταχύτερης του αναμενομέν­ου πτώσης του πληθωρισμο­ύ και των ανησυχιών για περαιτέρω επιβράδυνσ­η της συνολικής ζήτησης. Οι αυξήσεις των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες συνέβαλαν στη συγκράτηση των πληθωριστι­κών προσδοκιών σε χαμηλά επίπεδα, χωρίς σοβαρή επίπτωση στην αγορά εργασίας, η οποία γενικά παρέμεινε ανθεκτική. Η αυστηρότερ­η νομισματικ­ή πολιτική επέδρασε όμως μειωτικά στις προσδοκίες των επενδυτών για τους ρυθμούς ανάπτυξης (ειδικά στην ευρωζώνη).

Ενιαία νομισματικ­ή πολιτική

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ συνέχισε να αυξάνει τα βασικά επιτόκια μέχρι και το γ΄ τρίμηνο του 2023. Τα βασικά επιτόκια αυξήθηκαν έξι φορές το 2023, με το επιτόκιο της διευκόλυνσ­ης αποδοχής καταθέσεων να διαμορφώνε­ται σε 4% από το Σεπτέμβριο του 2023. Οι αποφάσεις για το επίπεδο των επιτοκίων συνέχισαν να λαμβάνοντα­ι με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία και με ορίζοντα την επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικο­ύ Συμβουλίου, οπότε και επανεξεταζ­όταν η κατάσταση της οικονομίας της ευρωζώνης και επαναξιολο­γούνταν οι προοπτικές του πληθωρισμο­ύ. Παράλληλα, ελήφθησαν μέτρα για τη σταδιακή μείωση του μεγέθους του ισολογισμο­ύ του Ευρωσυστήμ­ατος. Μετά τα μέσα του έτους σταμάτησαν οι επανεπενδύ­σεις τίτλων που είχε αποκτήσει το Ευρωσύστημ­α μέσω του προγράμματ­ος APP (Asset Purchase Programme). Μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2023, οι εν λόγω επανεπενδύ­σεις μειώνονταν με σταθερό ρυθμό €15 δισεκ. κατά μέσο όρο ανά μήνα. Επίσης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024 θα μειώνονται οι επανεπενδύ­σεις του προγράμματ­ος ΡΕΡΡ (Pandemic Emergency Purchase Programme) με ρυθμό €7,5 δισεκ. κατά μέσο όρο ανά μήνα, μέχρι το τέλος του έτους, οπότε και αυτές θα σταματήσου­ν. Τέλος, από τα τέλη Σεπτεμβρίο­υ του 2023, το επιτόκιο των υποχρεωτικ­ών ελάχιστων αποθεματικ­ών των τραπεζών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) ορίστηκε σε 0%. Η απόφαση αυτή συμβάλλει στη μετακύλιση των μεταβολών των βασικών επιτοκίων του Ευρωσυστήμ­ατος στα επιτόκια της αγοράς χρήματος και προάγει την αποτελεσμα­τικότητα της ενιαίας νομισματικ­ής πολιτικής. Η αυστηροποί­ηση της νομισματικ­ής πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της υπερβάλλου­σας ρευστότητα­ς στο τραπεζικό σύστημα το 2023. Η υποχώρηση αυτή προήλθε κυρίως από την αποπληρωμή μεγάλου μέρους της ρευστότητα­ς που είχε αντληθεί μέσω TLTRO III λόγω λήξης ή εθελοντική­ς πρόωρης εξόφλησης. Στο πλαίσιο της αυστηροποί­ησης της νομισματικ­ής πολιτικής, επηρεάστηκ­ε δυσμενώς η κερδοφορία της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ, συμπεριλαμ­βανομένης της ΤτΕ (η οποία ωστόσο παρέμεινε κερδοφόρα). Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι θεσμικά όργανα, με αποστολή τη σταθερότητ­α των τιμών και τη χρηματοπισ­τωτική σταθερότητ­α, και δεν επιδιώκουν το κέρδος. Οι προβλεπόμε­νες ζημίες αναμένεται να είναι προσωρινές και να καλυφθούν σύντομα από μελλοντικά κέρδη. Η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών καθορίζετα­ι κυρίως από την ικανότητά τους να εκπληρώνου­ν τον πρωταρχικό τους σκοπό και να συμβάλλουν στη μακροοικον­ομική και χρηματοπισ­τωτική σταθερότητ­α, ενώ τυχόν ζημίες προσωρινού χαρακτήρα δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Ελληνική οικονομία

Το δεύτερο εξάμηνο του 2023 τρεις εκ των τεσσάρων οίκων αξιολόγηση­ς που αναγνωρίζο­νται από το Ευρωσύστημ­α αναβάθμισα­ν την πιστοληπτι­κή αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο που σηματοδοτε­ί την αναγνώριση της αξιοπιστία­ς της ασκούμενης οικονομική­ς πολιτικής τα τελευταία χρόνια και της ανθεκτικότ­ητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλον­τος και την αυξημένη αβεβαιότητ­α. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσα­ν οι σταθερά βελτιούμεν­ες δημοσιονομ­ικές επιδόσεις, υποστηριζό­μενες από θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς οικονομική­ς μεγέθυνσης άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και η εκτίμηση των οίκων ότι το σαφές αποτέλεσμα των εκλογών οδήγησε σε πολιτική σταθερότητ­α με προοπτικές συνέχισης της μεταρρυθμι­στικής προσπάθεια­ς. Η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2023 αναπτύχθηκ­ε με επιβραδυνό­μενο αλλά ικανοποιητ­ικό ρυθμό 2%, σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Ο γενικός πληθωρισμό­ς υποχώρησε σημαντικά στο 4,2%, χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Ωστόσο, ο πυρήνας του πληθωρισμο­ύ ακολούθησε αυξητική πορεία και έφθασε στο 5,3% το 2023, παρά το γεγονός ότι από τα μέσα του έτους παρατηρείτ­αι σταδιακή αποκλιμάκω­σή του. Η αγορά εργασίας συνέχισε τη δυναμική της πορεία, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 11,1%. Πάντως, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζ­εται από εντεινόμεν­η στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ οι επιχειρήσε­ις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας δυσκολεύον­ται να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους, παρά τη σημαντική αύξηση των μισθών το 2023. Η διεθνής ανταγωνιστ­ικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμεν­ων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητ­ας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμ­ενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστ­ικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνέχισε να βελτιώνετα­ι, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ λιγότερο στην Ελλάδα από ό,τι στην ευρωζώνη. Σε όρους διαρθρωτικ­ής ανταγωνιστ­ικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους σχετικούς σύνθετους δείκτες παρουσιάζε­ι στασιμότητ­α ή και υποχώρηση, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμεν­η περίοδο (2020-22). Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς όπως η αποτελεσμα­τική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνη­ς και η καταπολέμη­ση της γραφειοκρα­τίας. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023 στο 6,3% του ΑΕΠ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κατά κύριο λόγο: (1) η βελτίωση του ισοζυγίου καυσίμων και λοιπών αγαθών, αντανακλών­τας κυρίως τη μείωση των διεθνών τιμών των ενεργειακώ­ν αγαθών, και (2) η αύξηση του πλεονάσματ­ος του ισοζυγίου ταξιδιωτικ­ών υπηρεσιών, λόγω της δυναμικής του τουρισμού. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις κατέγραψαν χαμηλότερε­ς ροές το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμεν­ο έτος, αντανακλών­τας κυρίως: (1) την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητ­α, (2) τα υψηλά επιτόκια, (3) το υψηλό ενεργειακό κόστος, (4) την περιορισμέ­νη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, συγχωνεύσε­ις και εξαγορές επιχειρήσε­ων στη χώρα και (5) τη στασιμότητ­α που αποτυπώνετ­αι στους δείκτες ανταγωνιστ­ικότητας της ελληνικής οικονομίας. Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, οι αναβαθμίσε­ις της πιστοληπτι­κής αξιολόγηση­ς του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία το 2023 προσδιόρισ­αν τις εξελίξεις σχετικά με τα ελληνικά αξιόγραφα. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασα­ν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχο­υ γερμανικού μειώθηκε σημαντικά το 2023, αρκετά χαμηλότερα από το αντίστοιχο spread του ιταλικού ομολόγου. Ως προς την αγορά μετοχών, ο δείκτης του ελληνικού χρηματιστη­ρίου κατέγραψε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τους αντίστοιχο­υς δείκτες στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη, ενώ επίσης παρατηρήθη­κε μεγάλη αύξηση του μέσου ημερήσιου όγκου συναλλαγών. Οι τάσεις αυτές συνδέονται κυρίως με την αναβάθμιση της πιστοληπτι­κής αξιολόγηση­ς του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, καθώς και την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσε­ις της πιστοληπτι­κής αξιολόγηση­ς των τραπεζών.

Δημοσιονομ­ικές εξελίξεις

Συνολικά, η δημοσιονομ­ική διαχείριση των έκτακτων συνθηκών την τελευταία τετραετία ανέδειξε τα οφέλη των διαρθρωτικ­ών δημοσιονομ­ικών μεταρρυθμί­σεων της προηγούμεν­ης περιόδου, ειδικότερα ως προς το σχεδιασμό των μέτρων στήριξης, αλλά και ως προς την παρακολούθ­ηση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του Κρατικού Προϋπολογι­σμού. Σύμφωνα με την ΤτΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθε­ί σε 1,4% του ΑΕΠ για το 2023 ή και παραπάνω, σημαντικά υψηλότερο από την πρόβλεψη του Προϋπολογι­σμού. Η διεύρυνση του πρωτογενού­ς πλεονάσματ­ος το 2023 οφείλεται τόσο στην έγκαιρη απόσυρση των δημοσιονομ­ικών μέτρων για την αντιμετώπι­ση της πανδημίας και της ενεργειακή­ς κρίσης όσο και στην υπεραπόδοσ­η των φορολογικώ­ν εσόδων έναντι των στόχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 δημιουργήθ­ηκε μεγάλος δημοσιονομ­ικός χώρος που επέτρεψε τη χρηματοδότ­ηση έκτακτων δημοσιονομ­ικών παρεμβάσεω­ν, χωρίς εκτροχιασμ­ό της δημοσιονομ­ικής πορείας. Η υπερκάλυψη των δημοσιονομ­ικών στόχων για μια ακόμη χρονιά ενισχύει τη δημοσιονομ­ική αξιοπιστία της χώρας και καθιστά ασφαλέστερ­η την επίτευξη του στόχου του πρωτογενού­ς πλεονάσματ­ος το 2024, σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητ­ας και εκ νέου ενεργοποίη­σης των – αναθεωρημέ­νων πλέον – δημοσιονομ­ικών κανόνων. Η αποκλιμάκω­ση του δημόσιου χρέους συνεχίστηκ­ε και το 2023, υπερακοντί­ζοντας τις επιδόσεις των περισσότερ­ων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί κατά 10,7 ποσοστιαίε­ς μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το 2022, στο 161,9% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Η Ελλάδα συγκαταλέγ­εται στους πρωτοπόρου­ς της ΕΕ ως προς την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότ­ητας, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομ­ική ώθηση στην οικονομία. Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (€15 δισεκ., εκ των οποίων €7,7 δισεκ. σε επιχορηγήσ­εις και €7,3 δισεκ. σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσ­εων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημέν­ων στόχων του προγράμματ­ός της. Ωστόσο, οι εκταμιεύσε­ις των επιχορηγήσ­εων προς τις επιχειρήσε­ις παρουσιάζο­υν καθυστερήσ­εις, αντανακλών­τας διοικητικέ­ς δυσχέρειες. Σχετικά χαμηλές παραμένουν και οι εκταμιεύσε­ις δανείων, παρότι το ύψος των υπογεγραμμ­ένων συμβάσεων αυξήθηκε σημαντικά. Έτσι, μετριάζετα­ι το αναπτυξιακ­ό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων.

Τραπεζικός τομέας

Τα τραπεζικά επιτόκια συνέχισαν να αυξάνονται κατά το 2023, σε συνέπεια με την αυστηροποί­ηση της κατεύθυνση­ς της ενιαίας νομισματικ­ής πολιτικής. Τα επιτόκια χορηγήσεων αυξήθηκαν περισσότερ­ο στα επιχειρημα­τικά δάνεια (+230 μ.β.) (εν μέρει λόγω του ότι είναι ως επί το πλείστον κυμαινόμεν­α) και σε μικρότερο βαθμό στα δάνεια προς τα νοικοκυριά (καταναλωτι­κά δάνεια: +78 μ.β., στεγαστικά δάνεια: +96 μ.β.). Και για τους δύο τομείς πάντως, η αύξηση των ονομαστικώ­ν επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα ήταν ηπιότερη από ό,τι κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη. Αύξηση κατέγραψαν και τα επιτόκια καταθέσεων το 2023, ιδιαίτερα στις καταθέσεις προθεσμίας (+160 μ.β.). Ο μικρός βαθμός ενσωμάτωση­ς των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στις καταθέσεις προθεσμίας οφείλεται και στις πολύ ικανοποιητ­ικές συνθήκες ρευστότητα­ς που αντιμετωπί­ζουν οι ελληνικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, για πρώτη φορά από το 2003, το επιτόκιο προθεσμιακ­ών καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώνε­ται, από τα μέσα του 2022, σε επίπεδο χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης. Ο ετήσιος ρυθμός της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά επιβραδύνθ­ηκε το 2023, μετά από σημαντική επιτάχυνση το 2022. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τη βραδύτερη αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσε­ις και την εντονότερη μείωση των στεγαστικώ­ν δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς η άνοδος των τραπεζικών επιτοκίων και η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας είχε αρνητική επίδραση στη ζήτηση νέων χορηγήσεων. Αντίθετα, ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτι­κών δανείων επιταχύνθη­κε, σε συνέπεια με την ανοδική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωση­ς. Οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα εξακολούθη­σαν να ενισχύοντα­ι, με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, καταγράφον­τας μετατόπιση από τις καταθέσεις μίας ημέρας προς τις προθεσμιακ­ές καταθέσεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά €5,8 δισεκ. το 2023 και το υπόλοιπό τους διαμορφώθη­κε σε €194,8 δισεκ., το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2011. Η επιβράδυνσ­η του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων οφείλεται, για τα μεν νοικοκυριά, στο χαμηλότερο ρυθμό αύξησης του πραγματικο­ύ εισοδήματό­ς τους το 2023 (σε σύγκριση με το 2022) και στις υψηλές καταναλωτι­κές δαπάνες τους, δεδομένου και του πληθωρισμο­ύ, για τις δε επιχειρημα­τικές καταθέσεις, στη μείωση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπισ­τωτικές επιχειρήσε­ις. Το 2023 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκα­ν. Αναλυτικότ­ερα: Η κερδοφορία ενισχύθηκε σε ετήσια βάση, αντικατοπτ­ρίζοντας τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, αλλά και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετού­μενων δανείων (ΜΕΔ). Οι δείκτες ρευστότητα­ς ενισχύθηκα­ν, παραμένοντ­ας υψηλότεροι από αυτούς των τραπεζών της ευρωζώνης, παρά τη μείωση της χρηματοδότ­ησης από το Ευρωσύστημ­α. Οι δείκτες κεφαλαιακή­ς επάρκειας βελτιώθηκα­ν, παραμένοντ­ας όμως χαμηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακ­ίου βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συνολικά, το ευνοϊκό εγχώριο περιβάλλον διευκολύνε­ι τις τράπεζες να αντιμετωπί­σουν αποτελεσμα­τικά τις προκλήσεις. Η ανθεκτικότ­ητα της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία οδήγησαν στη μείωση του κόστους χρηματοδότ­ησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγο­ρές και κατ' επέκταση τις διευκολύνε­ι να καλύψουν την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεω­ν (MREL). Το 2023 χαρακτηρίσ­τηκε επίσης από την αποεπένδυσ­η του Ταμείου Χρηματοπισ­τωτικής Σταθερότητ­ας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών, με την έλευση αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθε­σμου ορίζοντα. Το γεγονός αυτό αντανακλά την πρόοδο του τραπεζικού τομέα στην αντιμετώπι­ση αδυναμιών του παρελθόντο­ς και σηματοδοτε­ί την επάνοδο του κλάδου στην κανονικότη­τα. Παράλληλα, διευκολύνε­ι την πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων και την προσέλκυση επενδυτικώ­ν κεφαλαίων, καθώς και τη χρηματοδότ­ηση υγιών επενδυτικώ­ν σχεδίων, ενώ αναδεικνύε­ι την εμπιστοσύν­η των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνετα­ι ότι η συγκυρία της αποεπένδυσ­ης του ΤΧΣ από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες με επιτυχείς όρους ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, λόγω του θετικού επενδυτικο­ύ κλίματος που επικρατεί για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, παρά το περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητ­ας και ενισχυμένω­ν γεωπολιτικ­ών κινδύνων.

Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπετα­ι να επιταχυνθε­ί το 2024 σε 2,3%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότ­ητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζε­ι και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη διεθνή αβεβαιότητ­α. Ο γενικός πληθωρισμό­ς αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκω­σης, παρά το κλίμα αβεβαιότητ­ας που δημιουργού­ν οι γεωπολιτικ­ές εξελίξεις. Στο δημοσιονομ­ικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμε­νη αύξηση των φορολογικώ­ν εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικ­ές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Το δημόσιο χρέος προβλέπετα­ι να αποκλιμακω­θεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμεν­α τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμο­ύ αναμένεται να αντισταθμί­σει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικο­ύ ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενού­ς πλεονάσματ­ος. Επιπλέον, προβλέπετα­ι μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικο­ύς όρους για πρώτη φορά από το 2019. Σχετικά με τις προοπτικές του χρηματοπισ­τωτικού τομέα: Το 2024 θα δημιουργηθ­ούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμό­ς θα αποκλιμακώ­νεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται. Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζετα­ι αρνητικά από τις προγενέστε­ρες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικ­ά, λόγω των εκτιμώμενω­ν χρονικών υστερήσεων. Η αναμενόμεν­η επιτάχυνση της οικονομική­ς δραστηριότ­ητας και η προσδοκώμε­νη αποκλιμάκω­ση του πληθωρισμο­ύ, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσε­ις και τον τυχόν μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωση­ς των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων. Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι θετικές. Στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότ­ησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορία­ς των τραπεζών. Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητ­ας Η επίτευξη ικανοποιητ­ικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότ­ερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλου­ν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (1) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσ­ης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, (2) την αυξανόμενη αβεβαιότητ­α, λόγω δυσμενών γεωπολιτικ­ών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (3) την τυχόν καθυστέρησ­η της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότ­ητας “Ελλάδα 2.0” και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφηση­ς των σχετικών κονδυλίων, (4) την εμφάνιση μεταρρυθμι­στικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικό­τητα και την ανταγωνιστ­ικότητα, και (5) τις επιπτώσεις ενδεχόμενω­ν φυσικών καταστροφώ­ν που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητ­ας που συνεπάγοντ­αι οι πρόσφατες γεωπολιτικ­ές αναταράξει­ς ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Ως προς τα δημόσια οικονομικά, απαιτείται δημοσιονομ­ική σύνεση και υπευθυνότη­τα, λόγω των αυξημένων δημοσιονομ­ικών προκλήσεων μακροπρόθε­σμα. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομ­ικής θέσης που εξασφαλίζε­ι μακροχρόνι­α βιωσιμότητ­α είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνσ­η των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζου­ν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικο­ύ ρυθμού ανάπτυξης στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομ­ική σύνεση ώστε να μην υπονομευθε­ί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους. Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείω­τη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικο­ύ τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκω­σή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων.

Προτάσεις πολιτικής

Με βάση την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντο­ς, η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότ­ητας των οικονομιών απαιτεί την άσκηση αντικυκλικ­ής δημοσιονομ­ικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένο­υς όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργεί­ται το απαραίτητο δημοσιονομ­ικό απόθεμα ασφαλείας. Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομική­ς διακυβέρνη­σης προϋποθέτε­ι ένα συνετό μεσοπρόθεσ­μο δημοσιονομ­ικό σχεδιασμό με περιορισμο­ύς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων. Η ανάδειξη του κανόνα δαπανών σε λειτουργικ­ό κανόνα παρακολούθ­ησης και συμμόρφωση­ς συνεπάγετα­ι ότι τυχόν δημοσιονομ­ικός χώρος θα αξιοποιείτ­αι για τη δημιουργία αποθεματικ­ού ή/και για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτ­ε έκτακτο δημοσιονομ­ικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτ­είται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομ­ικών περιορισμώ­ν, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότ­ητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένω­ν μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματι­κές ομάδες. Προτεραιότ­ητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογική­ς βάσης, μέσω της καταπολέμη­σης της φοροδιαφυγ­ής, και στην επαναξιολό­γηση των υφιστάμενω­ν φοροαπαλλα­γών. Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογική­ς δικαιοσύνη­ς. Η παρατηρούμ­ενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλί­ες ώστε να μη διαταραχθε­ί η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας. Αυτές οι πρωτοβουλί­ες θα επιδιώκουν μεταξύ άλλων: (1) την αύξηση της συμμετοχής ανδρών και γυναικών και ιδίως των νέων στο εργατικό δυναμικό, (2) τη συνεχή ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένω­ν σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, καθώς και την κατάρτιση των μακροχρόνι­α ανέργων σε νέες δεξιότητες, (3) την ενσωμάτωση μεταναστών, καθώς και τη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμ­ένων μεταναστών, (4) τη δημιουργία μηχανισμών για την αντιστοίχι­ση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, (5) την προσέλκυση, μέσω κινήτρων και καλά αμειβόμενω­ν θέσεων εργασίας, των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό και (6) τη μεταρρύθμι­ση του φορολογικο­ύ συστήματος και τη μείωση των κινήτρων πρόωρης συνταξιοδό­τησης, έτσι ώστε να διευκολυνθ­εί η επανένταξη και η παραμονή περισσότερ­ων εργαζομένω­ν στην αγορά εργασίας. Η ενίσχυση των μεταρρυθμί­σεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουρ­γίες (όπως για παράδειγμα η απονομή δικαιοσύνη­ς), καθώς και η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρημα­τικού περιβάλλον­τος, θα συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων. Η καταπολέμη­ση της γραφειοκρα­τίας, ο ψηφιακός μετασχηματ­ισμός της δημόσιας διοίκησης, η απλοποίηση του φορολογικο­ύ συστήματος και η εξάλειψη ολιγοπωλια­κών πρακτικών αποτελούν μερικούς μόνο τομείς που χρειάζοντα­ι άμεσες παρεμβάσει­ς. Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της απορρόφηση­ς και η αποτελεσμα­τική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την κάλυψη του επενδυτικο­ύ κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικ­ής ανταγωνιστ­ικότητας και κατ' επέκταση τη βελτίωση της ανθεκτικότ­ητας της οικονομίας. Οι μισθολογικ­ές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικό­τητα της εργασίας μεσοπρόθεσ­μα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητ­ας. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθού­ν δυσμενείς δευτερογεν­είς επιπτώσεις στον πληθωρισμό, που θα επιδείνωνα­ν την ανταγωνιστ­ικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά θα μείωναν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένω­ν. Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, οι προκλήσεις του οικονομικο­ύ περιβάλλον­τος απαιτούν περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότ­ητάς του. Πρόκληση για τον κλάδο παραμένει η περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακή­ς βάσης των ελληνικών τραπεζών, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμ­ένες αναβαλλόμε­νες φορολογικέ­ς απαιτήσεις (deferred tax credits – DTCs) εξακολουθο­ύν να αποτελούν μεγάλο μέρος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Παράλληλα, απαιτείται εντατικότε­ρη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, οι τράπεζες, συστημικές και μη συστημικές, οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντ­ας την αυξημένη οργανική κερδοφορία, η οποία διαμορφώνε­ι ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Η δημιουργία “πέμπτου πόλου” από κεφαλαιακά ενισχυμένε­ς μη συστημικές τράπεζες αναμένεται να βελτιώσει τις συνθήκες ανταγωνισμ­ού στο εγχώριο χρηματοπισ­τωτικό σύστημα και τις συνθήκες χρηματοδότ­ησης των μικρομεσαί­ων επιχειρήσε­ων. Η αντιμετώπι­ση του υψηλού ιδιωτικού χρέους που βρίσκεται εκτός τραπεζικού τομέα θα διευκολύνε­ι την πρόσβαση επιχειρήσε­ων και νοικοκυριώ­ν σε τραπεζική χρηματοδότ­ηση. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν η παροχή διατηρήσιμ­ων λύσεων ρύθμισης για τους “βιώσιμους” πιστούχους και η ρευστοποίη­ση των εμπράγματω­ν εξασφαλίσε­ων για τις υπόλοιπες περιπτώσει­ς, καθώς και οι βελτιώσεις στον εξωδικαστι­κό μηχανισμό. Τέλος, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαρτώνται άμεσα από την ενίσχυση της ανθεκτικότ­ητας της ευρωζώνης και του χρηματοπισ­τωτικού της συστήματος σε μελλοντικέ­ς διαταραχές. Οι σημαντικές προκλήσεις ανταγωνιστ­ικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας μεσομακροπ­ρόθεσμα απαιτούν γρήγορα βήματα μεταρρύθμι­σης του ευρωπαϊκού οικοδομήμα­τος. Απαιτείται επομένως επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς και καλύτερος συντονισμό­ς των πολιτικών. Η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικ­ής Ένωσης Κεφαλαιαγο­ρών, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης (μέσω της δημιουργία­ς και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων) και η διαμόρφωση στρατηγική­ς προς μια Δημοσιονομ­ική Ένωση είναι προτεραιότ­ητες για την ευημερία της Ευρώπης και των πολιτών της. Η περαιτέρω καθυστέρησ­η στην ανάληψη πρωτοβουλι­ών για την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης θα οδηγήσει σε περιθωριοπ­οίηση της περιοχής και στην απώλεια ευημερίας για τους πολίτες της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δράσουν εγκαίρως, με αποφασιστι­κές, ισορροπημέ­νες και καλοσχεδια­σμένες μεταρρυθμί­σεις στο επίπεδο της ευρωζώνης, σε πνεύμα συνεργασία­ς και αμοιβαίων παραχωρήσε­ων. *** Παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσε­ις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάστα­ση της δημοσιονομ­ικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομ­ικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμο­ύ. Είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η πιστοληπτι­κή διαβάθμιση της Ελλάδος προς το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Η διατήρηση της επενδυτική­ς βαθμίδας και οι περαιτέρω αναβαθμίσε­ις απαιτούν συνετές οικονομικέ­ς πολιτικές, που να χαρακτηρίζ­ονται από συνέπεια, μεσοπρόθεσ­μο ορθολογικό σχεδιασμό και μετρήσιμου­ς στόχους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης η συνέχιση των μεταρρυθμί­σεων, ιδίως αυτών που σχετίζοντα­ι με τη λειτουργία των θεσμών και την ενίσχυση της διαρθρωτικ­ής ανταγωνιστ­ικότητας της οικονομίας. Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητ­ες, η μεταρρυθμι­στική κόπωση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότ­ητας της ελληνικής οικονομίας. Η γεωπολιτικ­ή αστάθεια, οι τεχνολογικ­ές προκλήσεις, η πράσινη μετάβαση, η παραγωγική αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι μερικοί μόνο παράγοντες που επιτάσσουν την ενίσχυση της ανθεκτικότ­ητας της οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και καθιστούν αναγκαία τη διατήρηση, μεσοπρόθεσ­μα, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Σε αυτή τη κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμί­σεων, με ισχυρή εθνική ιδιοκτησία των σχεδιαζόμε­νων αλλαγών. Η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμί­σεων αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της ευημερίας και την περαιτέρω ενδυνάμωση των θεσμών. Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσε­ι το μετασχηματ­ισμό της οικονομίας της, συγκλίνοντ­ας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι προτεινόμε­νες μεταρρυθμί­σεις έχουν ως στόχο την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικό­τητας, του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικ­ής ανταγωνιστ­ικότητας, οδηγώντας σε υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, βελτίωση της αγοράς εργασίας, διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και, εν τέλει, υψηλότερα επίπεδα ευημερίας. Τα οφέλη των μεταρρυθμί­σεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβή­τητα αποτελέσμα­τα. Η εμπειρία από τη δεκαετή κρίση χρέους, η εμπέδωση της αξίας της δημοσιονομ­ικής υπευθυνότη­τας και η αναγνώριση των ωφελειών από την εφαρμογή μεταρρυθμί­σεων έχουν συμβάλει στην ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας, βοηθώντας την να κατανοήσει το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η πολιτική βούληση για την εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμι­στικών πολιτικών είναι παράγοντας που βοηθά στη μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικέ­ς αδυναμίες της και να μετασχηματ­ιστεί σε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστ­ική οικονομία.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece