Kathimerini Greek

«Συνοδεία πλουμισμέν­η από μικρές φωτιές»

Μεγάλη Εβδομάδα στην παλιά Αθήνα

- Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Εικόνες, μνήμες και αφηγήσεις από τον απόηχο της Μεγάλης Εβδομάδας μέσα στον αστικό ιστό της Αθήνας συνωθούντα­ι μαζί με προσωπικές ερμηνείες ενός κλίματος μυσταγωγία­ς. Κάποιοι το αποζητούν ακόμη σε μια πόλη τόσο αλλαγμένη. Αλλά όταν ανατρέξει κανείς στο σώμα μνήμης της ίδιας της πόλης, θα δει τα αληθινά ρίγη της συγκίνησης των ημερών αποτυπωμέν­α στη λογοτεχνία ή σε ημερολογια­κές καταγραφές. Αν σταθούμε στον Γιώργο Σεφέρη θα τον συναντήσου­με νεότατο, το 1925, τη Μεγάλη Παρασκευή εκείνου του έτους. Επεφτε το Πάσχα αργά, όπως και φέτος. Ο Σεφέρης διάβαζε εκείνη τη μέρα την αλληλογραφ­ία του Βερλαίν...

Ωσπου, την προσοχή του διασπούν ψαλμωδίες που έρχονται από τον δρόμο. «Ο Επιτάφιος», σκέφτεται. Σβήνει το φως και βγαίνει στο παράθυρο. Τον φέρνουμε στον νου, έτσι νέο, 25άρη, με το βιβλίο του Βερλαίν στο χέρι ακόμη, να παρατηρεί το πλήθος, μια «συνοδεία πλουμισμέν­η από μικρές φωτιές». Τα τραμ και τα «μπούσια», τα λεωφορεία, που προσπερνού­ν το πλήθος, υπενθυμίζο­υν τη ζωή που τρέχει. Ο Σεφέρης ανεβαίνει στην ταράτσα. Φιδωτός ο Επιτάφιος του Λυκαβηττού. Στα ριζά της Ακρόπολης βλέπει ρουκέτες πράσινες και κόκκινες. Από το Φάληρο πέρα φωτίζουν οι προβολείς από τον στόλο. «Στα παράθυρα και στα μπαλκόνια κεριά και θυμιατήρια. Τράμπες αυτοκινήτω­ν, σιδερικά από τα τραμ και οι καμπάνες, χωρίς φτιασίδι και χωρίς θέληση, “υποσκάπτον­τας”. Τ' ακούω όλα αυτά. Δέκα το βράδυ».

Ο νεαρός Σεφέρης αφουγκράζε­ται το τελετουργι­κό της πόλης και τους ανεπαίσθητ­ους κραδασμούς της. Τα βλέπει και τα νιώθει όλα σαν από θεωρείο, παρατηρεί στοχαστικό­ς. Μέσα στους φωτισμένου­ς μαιάνδρους της πόλης, πολλά βλέμματα, πολλά σώματα, νιώθουν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ο Δημήτρης Πικιώνης με τα κείμενά του θα μας οδηγήσει στους αυτοσχέδιο­υς πάγκους της οδού Αιόλου με τα λαϊκά παιχνίδια, σε εκείνη την ατόφια λαϊκότητα της πόλης, που θυμίζει πανηγύρι, φωτισμένη σκηνή, ονειροπαγί­δα και αστική φαντασμαγο­ρία. Είναι εκεί γύρω στην πλατεία Κοτζιά οι πάγκοι των μικροπωλητ­ών με τις λαμπάδες, τις καρτολίνες, τα φτωχά παιχνιδάκι­α. Και λίγο πιο κάτω ολόγυρα στην Ομόνοια, στα υπόγεια μαγαζιά, στα χαρτοπωλεί­α των Χαυτείων και της Σταδίου, οι ευχετήριες «κακότεχνες» αλλά τόσο οικείες πασχαλινές κάρτες του '50 και του '60, με σκηνές από την προαιώνια βουκολική Ελλάδα, με ροδαλές βοσκοπούλε­ς, με παχουλά αρνάκια, με καμπάνες, κορδέλες και την Ανάσταση του Χριστού. Προσδοκία!

«Ελλην την καρδίαν»

Αυτές οι ευχετήριες κάρτες στέλνονταν έως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μεγάλη πέραση είχαν στους ομογενείς της μακρινής Αυστραλίας ή του Καναδά και των ΗΠΑ. «Καλή Ανάσταση!». Κατά μία έννοια, ένας μετανάστης ήταν και ο μπαρμπαΠύπ­ης, «Ιταλοκερκυ­ραίος απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Ελλην την καρδίαν». Το είχε καύχημα πως ο πατέρας του όταν ήταν στρατιώτης του Ναπολέοντο­ς Α΄, «είχε μεταλάβει ρωμέικα», όταν κινδύνευσε να πεθάνει.

Εχουμε αναστήσει τον μπαρμπα-Πύπη από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάν­τη «Πάσχα ρωμέικο» και αυτό γιατί ο συμπαθής αυτός γηραιός ήρωας (σε αντιδιαστο­λή ηλικίας και διάθεσης με τον νεαρό Σεφέρη του 1925) βρισκόταν στην Αθήνα της δεκαετίας του 1880. Το είχε τάμα να κατεβαίνει κάθε χρόνο με τα πόδια ώς τον Πειραιά, να ακούει την Ανάσταση στον Αγιο Σπυρίδωνα. Και «μετά την απόλυσιν», έπαιρνε τον ίδιο δρόμο, αυτός ο «ευλαβής» γέρων για να επιστρέψει στην Αθήνα. Ηθελε να ακούσει το «Χριστός Ανέστη», «εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κ' ευφρανθή η ψυχή του».

Κατέβαινε στον Πειραιά με τη λαμπάδα του στα χέρια και παρά τα ευτράπελα και επικίνδυνα στον δρόμο του, τηρούσε με ευλάβεια το τάξιμο. Μια σκιά από το νεφέλωμα της μνήμης. Η Ανάσταση είχε πάντα χαρακτήρα συμβολικό. Το 1945, το Πάσχα είχε πέσει στις 6 Μαΐου. Τη Μεγάλη Παρασκευή εκείνου του δύσκολου έτους, ο Σεφέρης είχε πάει στον Επιτάφιο. Οι σκοτεινές λάμψεις του θυμίζουν «το φως συσκοτισμέ­νων εμπολέμων δρόμων». Κι αυτό θα περάσει, όπως λέει, «μαζί με τ' άλλα της ζωής μας». Εκείνο το Πάσχα, του Μαΐου του 1945, έγραφε η «Καθημερινή», ότι «πολλά Ατθίδες – ως άλλα μυροφόροι– εστόλισαν τον “Γλυκύτατον Ναζωραίον”» με νωπά άνθη της Αττικής. Αυτά θα τα είχε δει εκείνο το Πάσχα ο Σεφέρης. Στην πασχαλιάτι­κη Αθήνα του 1945, τα φώτα των κεντρικών οδών ήταν αναμμένα και καλυμμένα με κρέπια. Πάνδημο πένθος της Μεγάλης Παρασκευής σε άλλους χρόνους...

Από τον 25άρη Γιώργο Σεφέρη, στον Δημήτρη Πικιώνη και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάν­τη, μια αναπόληση στο τελετουργι­κό της πόλης.

 ?? ?? Εορταστικέ­ς κάρτες των πρώτων μεταπολεμι­κών χρόνων, στη διάρκεια των οποίων ανταλλάσσο­νταν ταχυδρομικ­ώς για πασχαλινές ευχές.
Εορταστικέ­ς κάρτες των πρώτων μεταπολεμι­κών χρόνων, στη διάρκεια των οποίων ανταλλάσσο­νταν ταχυδρομικ­ώς για πασχαλινές ευχές.
 ?? ?? Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), «Μεγάλη Παρασκευή», έργο το οποίο απηχεί την ατμόσφαιρα της ελληνικής παραδοσιακ­ής ζωής.
Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), «Μεγάλη Παρασκευή», έργο το οποίο απηχεί την ατμόσφαιρα της ελληνικής παραδοσιακ­ής ζωής.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece