Δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ε.Ε.
Σήμα κινδύνου για την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκπέμπει η Τράπεζα της Ελλάδoς μέσω της εξαμηνιαίας έκθεσης για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που έδωσε χθες στη δημοσιότητα. Μιλάει για συνεχιζόμενη επιδείνωση στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των ελληνικών τραπεζών, με αποτέλεσμα το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων το α’ τρίμηνο να διαμορφώνεται στο 45,1%, παρά τις ενέργειες των τραπεζών. Αύξηση των «κόκκινων» δανείων καταγράφει η ΤτΕ σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες. Έτσι: 1. Στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο ο δείκτης έφτασε στο 55,2% (από 55% στο τέλος του 2015). Συνολικά οι τράπεζες μετρούν 7,257 εκατομμύρια φακέλους καταναλωτικών δανείων και από αυτά τα 2,143 εκατομμύρια είναι μη εξυπηρετούμενα. 2. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο ο δείκτης έφτασε στο 44,6% (από 43,8% στο τέλος του 2015). Από τους 749 χιλιάδες φακέλους, «κόκκινοι» είναι οι 425 χιλιάδες. 3. Στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο ο δείκτης έφτασε στο 42% (από 41% στο τέλος του 2015). Έχουν δοθεί συνολικά 1,359 εκατομμύρια στεγαστικά και «κόκκινα» είναι τα 482 χιλιάδες.
Η ΤτΕ προειδοποιεί για περαιτέρω επιδείνωση. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ενδείξεις για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου απεικονίζονται στο ύψος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης χωρίς καθυστέρηση ή σε καθυστέρηση κάτω των 90 ημερών, όπως επίσης και στο σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες. Ο λόγος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διευρύνθηκε περαιτέρω το 2015 και ανήλθε στο 26,2% έναντι 23,6% το 2014». Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί επίσης ότι τα δύο τρίτα του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων -συνολικά έχουν φτάσει στα 108 δισ. ευρώ- που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια φτάνει στο 70%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 76%. «Περισσότερα από 40% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης του έτους (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών με αυξητικές τάσεις, καθώς το εν λόγω εύρημα υποδηλώνει υψηλό βαθμό παγίωσης της κατάστασης και αναδεικνύει τις δυσκολίες αποτελεσματικής διαχείρισης» αναφέρει η ΤτΕ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στέκεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι ρυθμίσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα στα δάνεια έχουν κατά κύριο λόγο βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα σε όλες τις κατηγορίες και ειδικά στα στεγαστικά. Επίσης, προειδοποιεί ότι «στον βαθμό που οι τράπεζες δεν προβούν σε αναδιαρθρώσεις των χαρτοφυλακίων τους (π.χ. περιορισμός του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων μέσω της αναχρηματοδότησης υφιστάμε- νων δανείων με ευνοϊκότερο επιτόκιο, ανταλλαγή εταιρικού χρέους με μετοχικό κεφάλαιο), τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αναμένεται να αυξηθούν και κατά τη διάρκεια του 2016, ακόμη και στην περίπτωση ομαλοποίησης των μακροοικονομικών συνθηκών, δεδομένου ότι έχει παρατηρηθεί ιστορικά χρονική υστέρηση μεταξύ της θετικής αναστροφής του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων». Στην έκθεση γίνεται λόγος για «πιστοδοτικό κενό για την ελληνική οικονομία το οποίο ξεπερνάει πλέον τα 34,5 δισ.». Καταγράφονται, οι ακόλουθες ανησυχητικές διαπιστώσεις: 1. οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες 2. η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα 3. η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο.
Αύξηση του αριθμού των καρτών πληρωμών κατά 1,4 εκατομμύρια μέσα στο β’ εξάμηνο 2015 προκάλεσε η επιβολή των capital controls. Συνολικά ο αριθμός καρτών έφτασε στα 14,2 εκατομμύρια, με τη μεταβολή συγκριτικά με το α’ εξάμηνο του 2015 να ανέρχεται στο 11,26%. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ, η αύξηση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έκδοση χρεωστικών καρτών. Ο αριθμός των χρεωστικών καρτών αυξήθηκε κατά 1,3 εκατομμύρια (ή κατά 12,9%) συγκριτικά με το α’ εξάμηνο. Στο τέλος του 2015 οι χρεωστικές κάρτες αντιστοιχούσαν στο 81% του συνόλου (δηλαδή σε 11,5 εκατομμύρια) και οι πιστωτικές κάρτες στο υπόλοιπο 19% ή 3,7 εκατομμύρια τεμάχια. Πολύ μεγάλη αύξηση -της τάξης του 59%- παρατηρήθηκε στον αριθμό των συναλλαγών. Ωστόσο, η συνολική αξία αυξήθηκε μόλις κατά 12%, στοιχείο που οφείλεται στη σημαντική πτώση της μέσης αξίας ανά συναλλαγή. Πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος των χρεωστικών καρτών, καθώς ο αριθμός συναλλαγών τους αυξήθηκε κατά 71% και η αξία συναλλαγών κατά 14%. Συνολικά το 2015 διενεργήθηκαν 381,2 εκατομμύρια συναλλαγές με πλαστικό χρήμα, παρουσιάζοντας αύξηση 33% σε σχέση με το 2014. Η συνολική αξία των συναλλαγών ανήλθε στα 53,2 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 12% συγκριτικά με το 2014. Κατά μέσο όρο πραγματοποιήθηκαν το β’ εξάμηνο 16 συναλλαγές ανά κάρτα, αριθμός αυξημένος κατά 33,3% συγκριτικά με το α’ εξάμηνο. Αντιστρόφως ανάλογη της αύξησης του αριθμού των συναλλαγών ανά κάρτα ήταν η πορεία της μέσης αξίας της συναλλαγής ανά κάρτα. Στο β’ εξάμηνο η μέση συναλλαγή ανήλθε στα 1.976 ευρώ, ενώ αν απομονωθούν οι χρεωστικές κάρτες η μέση αξία της συναλλαγής διαμορφώνεται στα 2.234 ευρώ. Η μέση αξία ανά συναλλαγή στο β’ εξάμηνο ανήλθε στα 120 ευρώ από 171 ευρώ στο πρώτο εξάμηνο, παρουσιάζοντας πτώση της τάξης του 29,6%. Για τις χρεωστικές κάρτες η μέση αξία ανά συναλλαγή παρουσίασε μεγαλύτερη μείωση στα 128 ευρώ από 191 ευρώ το α’ εξάμηνο.