H επιδημία του εύκολου χρήματος
Eάν σκεφθεί κανείς τις ενέργειες που έχουν κάνει οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο τον τελευταίο μήνα, καταλήγει σε ένα ουσιώδες ερώτημα: πότε -και πού- θα καταλήξει όλη αυτή η νομισματική χαλάρωση; Στα τέλη Ιουλίου, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ανακοίνωσε ότι θα διατηρήσει τα αρνητικά επιτόκια και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Ταυτόχρονα, η ιαπωνική κεντρική τράπεζα δεσμεύτηκε ότι σχεδόν θα διπλασιάσει τις ετήσιες αγορές διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων(ETFs) από τα 3,3 τρισ. γιεν (32,9 δισ. δολάρια) στα έξι τρισ. γιεν. Και όμως, η ανακοίνωση ενός πακέτου νομισματικής πολιτικής που σε μια διαφορετική εποχή θα θεωρούνταν ασύλληπτα υποστηρικτικό, στην πραγματικότητα απογοήτευσε τις αγορές. Προς απογοήτευση των υπευθύνων χάραξης πολιτικής στην Ιαπωνία, το γιεν ενισχύθηκε έναντι των υπόλοιπων νομισμάτων.
Στη συνέχεια, στις αρχές Αυγούστου, η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε το κόστος δανεισμού, ενίσχυσε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και δεσμεύτηκε για πρόσθετη ρευστότητα 100 δισ. στερλινών (131 δισ. δολάρια) ως κίνητρο προς τις τράπεζες για τη χορήγηση περισσότερων δανείων. Αντιδρώντας στη σημαντική υποτίμηση της στερλίνας έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων στον απόηχο του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τράπεζα της Αγγλίας άφησε να εννοηθεί ότι η κίνηση ήταν μια προληπτική προσπάθεια, ώστε να μετριαστεί ο υφεσιακός αντίκτυπος του Brexit. Ως αντίδραση στα νέα μέτρα νομισματικής στήριξης, το Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου απογειώθηκε και η στερλίνα υποχώρησε ακόμη περισσότερο.
Την ίδια εβδομάδα, η κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο ιστορικό χαμηλό του 1,5%. Από τα πρακτικά εκείνης της συνεδρίασης προκύπτει ότι η μείωση αποσκοπούσε κυρίως στο να αποφευχθεί η περαιτέρω ανατίμηση του εθνικού νομίσματος, καθώς αναμένονται περισσότερες μειώσεις επιτοκίων και προγράμματα QE ανά τον κόσμο. Τα μέλη της αυστραλιανής κεντρικής τράπεζας επικαλέστηκαν «εύλογη πιθανότητα πρόσθετων μέτρων στήριξης από αρκετές εκ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών».
Σε ανάλογο πνεύμα, η κεντρική τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας μείωσε το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης, στο 2%, ώστε να αντιμετωπίσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις και να συγκρατήσει την ανατίμηση του δολαρίου Νέας Ζηλανδίας. Σε αυτή την περίπτωση, η μείωση επιτοκίων αποφασίστηκε παρά τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη και την υπερθέρμανση της αγοράς κατοικιών.
Ο κόσμος έχει βρεθεί σε παρόμοιες συνθήκες και στο παρελθόν, μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει. Στο κλασικό βιβλίο του 1944 «International Currency Experience», ο Ragnar Nurkse υποστήριξε ότι οι αντιπληθωριστικές πολιτικές μετά την κατάρρευση του Κανόνα του Χρυσού της δεκαετίας του ‘20 λειτούργησαν με τη μείωση της αξίας των συ- ναλλαγματικών ισοτιμιών, με την υποτίμηση της βρετανικής στερλίνας το 1931 να αποδεσμεύει μια σειρά ανταγωνιστικών υποτιμήσεων ανά τον κόσμο.
Παρότι θεωρείται ότι οι υποτιμήσεις αποσκοπούν σε «πολιτική παρασιτισμού» (beggar thy neighbor), ο Νurkse τόνισε ότι συνήθως συνοδεύονται από επεκτατική νομισματική πολιτική, επωφελή για το παγκόσμιο εμπόριο. Η λογική υπέρ της προτίμησης των αδύναμων ισοτιμιών ήταν ότι μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία θα απέτρεπε περαιτέρω συρρίκνωση στην εγχώρια παραγωγή και τις τιμές (απο- Tο πρόσφατο κύμα δράσεων από τις κεντρικές τράπεζες και η χρονική τους συγκυρία υποδηλώνει ότι οι μειώσεις επιτοκίων και οι μη συμβατικές μορφές χαλάρωσης, εάν όχι ανταγωνιστικές, είναι αδιαμφισβήτητα μεταδοτικές. Η ιαπωνική κεντρική τράπεζα δεσμεύτηκε ότι σχεδόν θα διπλασιάσει τις ετήσιες αγορές διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων (ETFs) από τα 3,3 τρισ. γιεν (32,9 δισ. δολ.) στα 6 τρισ. γιεν, αλλά απογοήτευσε τις αγορές. πληθωρισμός). Στόχος ήταν να υποκατασταθεί η εξωτερική ζήτηση -με τη μορφή της βελτίωσης των εξαγωγών- με την ανεπαρκή εγχώρια ζήτηση.
Δεν ζούμε πλέον σε έναν κόσμο που κυριαρχείται, όπως ήταν ο κόσμος του Nurkse, από σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ο όρος «υποτίμηση» δεν είναι κατάλληλος για την περιγραφή των συναλλαγματικών διακυμάνσεων εντός ενός συστήματος κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Παρ’ όλα αυτά, το πρόσφατο κύμα δράσεων από τις κεντρικές τράπεζες και η χρονική τους συγκυρία (παρά τις σημαντικές διαφορές ως προς τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες) υποδηλώνει ότι οι μειώσεις επιτοκίων και οι μη συμβατικές μορφές χαλάρωσης, εάν όχι ανταγωνιστικές, είναι αδιαμφισβήτητα μεταδοτικές.
Αυτή η παρατήρηση δεν έχει ως στόχο να υπονοήσει ότι η γενική κατεύθυνση προς την άσκηση υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής δεν είναι και η κατάλληλη. Η προοπτική του αποπληθωρισμού αποτελεί απειλή για την ευημερία και τη χρη- ματοοικονομική σταθερότητα, ειδικά για χώρες με χαμηλή ανάπτυξη και υψηλά επίπεδα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους.
Αλλά η μεταδοτική φύση των επιτοκιακών μειώσεων πράγματι εγείρει το ερώτημα εάν οι μεμονωμένες νομισματικές πολιτικές έχουν για μία ακόμη φορά καταστεί περισσότερο αλληλοεξαρτώμενες. Φαίνεται ότι μεταξύ πολλών εκ των μεγαλυτέρων κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο, καμία δεν θέλει να είναι εκείνη με το ισχυρό νόμισμα. Αυτό, τουλάχιστον, υπενθυμίζει την εποχή του Nurkse.
Πού οδηγούν όλα αυτά τις υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες; Κορυφαίοι αξιωματούχοι της Κίνας άρχισαν προσφάτως να απευθύνουν έκκληση προς την κινεζική κεντρική τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια και να αναθεωρήσει προς τα κάτω τα κριτήρια υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων.
Όσο για τις ΗΠΑ, η Φέντεραλ Ριζέρβ αντιμετωπίζει αντικρουόμενες πιέσεις. Η πρόσφατη, ισχυρή ανάπτυξη της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της πολυαναμενόμενης αύξησης στη μέσων αποδοχών απασχόληση, αποτελεί θετική ένδειξη για την αμερικανική αγορά εργασίας, καθώς και οι μισθοί όπως και ο επονομαζόμενος δομικός πληθωρισμός σημειώνουν άνοδο. Την ίδια στιγμή, η ενίσχυση της απασχόλησης δεν έχει μεταφραστεί σε αναλογικά υψηλότερη παραγωγή, καθώς η παραγωγικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν υποτονικές.
Παρόλο που οι δεσμοί ανάμεσα στα οικονομικά θεμελιώδη και τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις είναι ασαφείς, φαίνεται λογικό να αναμένει κανείς ότι μια πορεία της Fed προς την κατεύθυνση της πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής θα συνεπαγόταν ότι θα ανεχθεί και πιο ισχυρό δολάριο. Θα αποδεχθεί όμως κάτι τέτοιο;
Η επιδείνωση των αμερικανικών εξαγωγών έχει ήδη «ψαλιδίσει» 0,8 ποσοστιαία μονάδα από την πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2016 (σε μεγάλο βαθμό σε βάρος της μεταποίησης). Πράγματι, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ διευρύνεται για μία ακόμη φορά, την ώρα που το πλεόνασμα τρεχουσών της Γερμανίας αναμένεται ότι θα ανέλθει στο υψηλό του 8,5% του ΑΕΠ φέτος (περίπου τρεις φορές το αντίστοιχο ποσοστό της Κίνας).
Όλα αυτά, μαζί με το κύμα υποστηρικτικών μέτρων από τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο (και προοπτικές για περισσότερο από τα ίδια), φαίνεται ότι γέρνουν την πλάστιγγα προς μια πιο σταδιακή προσέγγιση της Fed στην εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, όταν πρόκειται για την παγκόσμια νομισματική χαλάρωση, το δολάριο ίσως να μη σταματάει στη Fed. Με τόση υποτίμηση παγκοσμίως, γιατί να θέλουν οι ΗΠΑ την αμφίβολη τιμή ενός ισχυρού δολαρίου; [SID:10475350]