Υστέρηση σε τρεις βασικούς τομείς, καλύτερες
Η«Ν» συζήτησε με οικονομολόγο του World Economic Forum τις επιμέρους παραμέτρους που διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καταλήγοντας αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα μένει πίσω, αδυνατώντας να αξιοποιήσει εργαζόμενους και κεφάλαια για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας. Συνεχίζει έτσι, αντί για προϊόντα και υπηρεσίες, να παράγει χρέος.
Η ελληνική οικονομία διανύει το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, ωστόσο δεν έχει επιτύχει ακόμη την ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Την περίοδο 2016-2017 η συνολική βαθμολογία της Ελλάδας στον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCI) του World Economic Forum πρακτικά παραμένει αμετάβλητη, ωστόσο η χώρα πέφτει 5 θέσεις στην κατάταξη -86η ανάμεσα σε 138 χώρες-, καθώς μένει πίσω και σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ρυθμό βελτίωσης άλλων εθνών.
Οι κύριες αιτίες που τοποθετούν την Ελλάδα ακριβώς ανάμεσα στην Ουκρανία και την Αλγερία είναι κατά σειρά προτεραιότητας οι ασταθείς πολιτικές (17,6), τα φορολογικά βάρη (17,1), η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης (15,6), η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση (14,0), το φορολογικό κανονιστικό πλαίσιο (12,1) και η κυβερνητική αστάθεια (9,3).
Η οικονομολόγος του World Economic Forum, υπεύθυνη για την Ευρώπη, Silja Baller, περιγράφει αναλυτικά στη «Ν» πώς η Ελλάδα χάνει μέχρι στιγμής το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας. Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι η χώρα καταλαμβάνει μόλις την 109η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με βά- ση την ανταγωνιστικότητα της φορολογικής πολιτικής της, υπό την επισήμανση ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές επιδρούν αντίστοιχα στις εκάστοτε επενδυτικές αποφάσεις. Όμως, υψηλούς φορολογικούς συντελεστές διαθέτουν και ορισμένες από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες στον κόσμο. Γι’ αυτό και η ίδια σπεύδει να επισημάνει ως καίρια παράμετρο τον τρόπο με τον οποίο δαπανώνται τα φορολογικά έσοδα μιας χώρας.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ανέλθει στην 86η από την 129η θέση ως προς τον βαθμό ευθυγράμμισης αμοιβών και παραγωγικότητας, η οικονομολόγος του World Economic Forum παρατηρεί ότι η συνολική αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο αδύναμες περιοχές στο προφίλ της ελληνικής ανταγωνιστικότητας (114η), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάγκη περαιτέρω παρεμβάσεων ευρύτερα στην αγορά εργασίας.
Αν και διακηρύχθηκε ως ο κεντρικός στόχος της προσαρμογής, τόσο η υλοποίηση του προγράμματος όσο και η δημόσια συζήτηση στη χώρα δεν επικεντρώνονται στην ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία -αντί για προϊόντα και υπηρεσίες- συνεχίζει να παράγει χρέος.
Στην Ελλάδα εξάλλου διατυπώνεται πολύ συχνά η άποψη ότι η έννοια της ανταγωνιστικότητας λειτουργεί σε βάρος του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, παραδείγματα χωρών όπως η Ελβετία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Νορβηγία καταδεικνύουν ότι το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αρκεί η εκάστοτε πολιτική να διασφαλίζει για όλους ίσους όρους συμμετοχής στην αγορά.
Ηοικονομολόγος του World Economic Forum, υπεύθυνη για την Ευρώπη, Silja Baller απαντά στα ερωτήματα της «Ν» αναφορικά με το προφίλ ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Πού οφείλεται η πτώση της Ελλάδας κατά 5 θέσεις στον δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCI) του World Economic Forum το 2016; Ποιες ήταν οι μεταβολές που οδήγησαν σε αυτήν την εξέλιξη; «Η Ελλάδα πέφτει 5 θέσεις στον GCI αυτό το έτος, όμως η συνολική της βαθμολογία πρακτικά παραμένει αμετάβλητη. Το συμπέρασμα έχει ως εξής: η πραγματική αιτία ανησυχίας για την Ελλάδα είναι ότι μένει πίσω από τον ρυθμό με τον οποίο άλλα έθνη βελτιώνονται». Σε ποιους τομείς υστερεί κυρίως η ελληνική οικονομία σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και σε ποιους καταγράφει τις υψηλότερες επιδόσεις;
«Ο GCI καταδεικνύει ότι οι αδυναμίες της ελληνικής ανταγωνιστικότητας είναι κυρίως συγκεντρωμένες σε τρεις βασικούς τομείς: στο μακροοικονομικό περιβάλλον (131η), στην αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας (114η) και στην ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών (136η). Ιδίως η αδυναμία στα δύο τελευταία πεδία καταδεικνύει τη δυσκολία εργαζόμενοι και κεφάλαια να χρησιμοποιηθούν με τον πιο παραγωγικό τρόπο στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε καλύτερες επιδόσεις στις υποδομές (37η), στην ανώτερη εκπαίδευση (45η) και στην υγεία και πρωτοβάθμια εκπαίδευση (46η). Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι σημειώνονται ανοδικές τάσεις σε διαστάσεις όπως η αντίληψη τεχνολογικής ετοιμότητας των επιχειρηματικών στελεχών (αν και η χώρα θα πρέπει να κινηθεί ταχύτερα, προκειμένου να ανεβεί στην κατάταξη) και στην επίδοση καινοτομίας, η οποία σημειώνει κάποια βελτίωση· συγκεκριμένα, τα στελέχη συνειδητοποιούν τη δυναμική της επιχειρηματικής δαπάνης στην Έρευνα και Ανάπτυξη (άνοδος κατά 23 θέσεις, στην 90ή) και της κρατικής προμήθειας προηγμένης τεχνολογίας (άνοδος κατά 12 θέσεις, στην 121η).
Πάντως, η καλύτερη λειτουργία των αγορών εργασίας και η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα κεφαλαίων για καινοτόμους - παραγωγικές εταιρείες θα είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να κεφαλαιοποιηθεί αυτό το θετικό μομέντουμ». Πώς αξιολογείτε την πορεία των ελληνικών εξαγωγών τα τελευταία χρόνια;
«Οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν κυμανθεί περίπου στο 30% τα τελευταία χρόνια· δεν υπάρχουν ισχυρές τάσεις ευδιάκριτες από το 2013. Πάντως, κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα έχει ανέλθει από την 109η στην 84η θέση». Το εργατικό κόστος έχει μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης. Θεωρείτε ότι χρειάζονται περαι-