Μεγάλο «ψαλίδι» στο κόστος πέτυχαν οι συστημικές τράπεζες
Ο δείκτης κόστους/έσοδα διαμορφώθηκε στο 51,4% όταν σε μέσα επίπεδα στην Ε.Ε. ήταν 63%
Χαμηλότερα ακόμη και από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κινείται το κόστος των ελληνικών τραπεζών, καθώς υπό την πίεση της κρίσης που οδήγησε σε ακόμη πιο «αιματηρή» εξοικονόμηση δαπανών, οι εγχώριοι όμιλοι είχαν αξιοσημείωτες επιδόσεις. Με στοιχεία τρίτου τριμήνου 2016 ο δείκτης κόστους προς έσοδα, ο οποίος αποτυπώνει την αποδοτικότητα του επιχειρηματικού μοντέλου, διαμορφώνεται μόλις στο 51,4%. Είναι δε χαμηλότερος τόσο από τον μέσο όρο του δείκτη των χωρών της περιφέρειας (Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία), με πιο κοντινή την Ισπανία, η οποία κινείται στο 51,8% με στοιχεία εννεαμήνου, όσο και από τον μέσο όρο του συνόλου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαμορφώνεται στο 63%.
Η αποκλιμάκωση των δαπανών είχε ξεκινήσει προ κρίσης και επιταχύνθηκε με την επιδείνωσή της, ενώ οι τράπεζες έχουν σαφείς δεσμεύσεις και από τα σχέδια αναδιάρθρωσης. Μάλιστα, η μείωση των λειτουργικών δαπανών των τραπεζικών ομίλων κατά την τελευταία πενταετία χρειάστηκε ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια εάν συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι και συγκεκριμένα ότι στο διάστημα αυτό καταβλήθηκαν αποζημιώ- σεις για τα έκτακτα προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης, ενώ μεσολάβησε η καταγραφή έκτακτου κόστους ενσωμάτωσης και εξορθολογισμού εξαγορών και η συμμετοχή των τραπεζών κατά την εξυγίανση λοιπών τραπεζών, με έκτακτες εισφορές στο νέο Σκέλος Εξυγίανσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων.
Η μείωση προσωπικού και δικτύων είναι εντυπωσιακή από την έναρξη της κρίσης και οφείλεται στις τεκτονικές αλλαγές που υπέστη το σύστημα. Δεν ήταν μόνο η ανάγκη μείωσης του κόστους αλλά και η βαθιά ύφεση που άλλαξε τις εγχώριες τραπεζικές εργασίες και από τις πω- λήσεις προϊόντων πέρασαν σχεδόν αποκλειστικά σε διαχείριση «κόκκινων» δανείων, με τέσσερις πλέον συστημικές και την Attica Bank να υπερβαίνουν άνω του 95% επί του συνολικού ενεργητικού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, από την αρχή του 2009 το προσωπικό του κλάδου μειώθηκε κατά 19.067 άτομα και σε ποσοστό 29%, κυρίως μέσω προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου, τα οποία συνεχίσθηκαν και κατά τη διάρκεια του 2016. Από τους 65.682 τραπεζοϋπαλλήλους, το 2016 απασχολούνταν στον κλάδο 46.615 εργαζόμενοι. Το ίδιο διάστημα ο αριθμός των τραπε- ζικών καταστημάτων μειώθηκε κατά 1.736 ή 42,5% και από τα 4.079 καταστήματα το 200, σήμερα ο κλάδος αριθμεί 2.343 καταστήματα.
Η διαδρομή που έχουν διανύσει οι τράπεζες στο πλαίσιο της προσαρμογής στα νέα δεδομένα, θυσιάζοντας την αναπτυξιακή πορεία των προηγούμενων ετών κινδυνεύει από την αβεβαιότητα που προκαλεί η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Η επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας «χτυπάει» στα μεγέθη των τεσσάρων συστημικών ομίλων και θα εξανεμίσει την εξοικονόμηση που έχουν πετύχει οι τράπεζες στο μέρος του κόστους, αφού και το σκέλος των εσόδων θα πιεστεί περαιτέρω ενώ θα αυξηθούν κατ’ ανάγκην οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια.
Η επίτευξη κερδοφορίας για το 2017 είναι κρίσιμη και μάλιστα όχι οριακή όπως του 2016, αλλά ενός «μαξιλαριού» και μιας δυναμικής που θα ενισχύσει τις τράπεζες εν όψει των stress tests του 2018. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% με 1,5% το τρέχον έτος θα επιτρέψει μια οργανική κερδοφορία της τάξης των 4,5 δισ. ευρώ. Με βάση αυτό το σενάριο το κόστος κινδύνου θα περιοριστεί στις 160 μονάδες βάσης και οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις στα 3,1 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα προ φόρων και μετά τους φόρους κερδοφορία 1,3 δισ. ευρώ και 1 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Σε περίπτωση που το ΑΕΠ μείνει στάσιμο, τα κέρδη για τις τράπεζες αναμένεται να κινηθούν στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ.
Για το 2016, μαζί με τα έκτακτα κέρδη από πωλήσεις θυγατρικών και τη μετοχική αναδιάρθρωση της Visa Europe, εκτιμάται καθαρό αποτέλεσμα της τάξης των 500 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με αναλυτές, τα προ προβλέψεων κέρδη θα διαμορφωθούν στα 4,4 δισ. ευρώ και οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις στα 3,7 δισ. ευρώ, έναντι 12,8 δισ. ευρώ το 2015.
[SID:10823051]