Το αφήγημα γύρω από το «κακό ευρώ»
Στη ζυγαριά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα - Σενάρια για το μέλλον της Ευρωζώνης
«Κλυδωνιζόμαστε ανάμεσα στην επιβίωση και την παρακμή» προειδοποιούσε προ διετίας ο Ζακ Ντελόρ για τη ζώνη του ευρώ. Πολλοί πιστεύουν σήμερα ότι είμαστε πιο κοντά στο δεύτερο, καθώς το ενιαίο νόμισμα δεν αμφισβητείται απλώς, βάλλεται από κάθε κατεύθυνση ως υπεύθυνο για πάσα νόσο. Ακούμε ότι είναι ο μόνος υπαίτιος για τα φουσκωμένα πλεονάσματα της Γερμανίας, το εμπόδιο σε μία «ελεύθερη Γαλλία» ή μία «ισχυρή, ανεξάρτητη Ολλανδία», η «καταδίκη Ιταλών και Ελλήνων». Το αφήγημα του κακού ευρώ κρύβει μέσα του αλήθεια, ακούγεται λογικό. Είναι, όμως, το νόμισμα πράγματι το πρόβλημα ή ένας βολικός αποδιοπομπαίος τράγος;
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα, καλό θα ήταν να θυμίσουμε κάποια πράγματα γι’ αυτό. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση ιδρύθηκε το 1999 με 11 κράτη-μέλη, στα οποία προστέθηκε ένα χρόνο αργότερα η Ελλάδα και στη συνέχεια ακόμη επτά μέλη. Η απόφαση όσων συμμετείχαν στο εγχείρημα ήταν πρωτίστως πολιτική, με την έννοια ότι το ενιαίο νόμισμα θεωρήθηκε το εργαλείο προς την πραγματική ενοποίηση μεταξύ μελών, που αποδέχονταν ότι διαθέτουν κοινές αξίες και στόχους, «κοινή μοίρα»
Η οικογένεια του ευρώ έχει σήμερα 330 εκατομμύρια πολίτες και ως σύνολο είναι η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη. Το ευρώ είναι επίσης το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα στον κόσμο, με μερίδιο της τάξης 25% στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα. Επί χρόνια αποδείχθηκε αξιόπιστο και σταθερό. Όλα τα μέλη του πέρασαν μία μακρά περίοδο ευημερίας, με την οικονομία τους να μεγεθύνεται και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνεται σταθερά, παρά το γεγονός ότι στερήθηκαν την αυτονομία της νομισματικής πολιτικής, τη δυνατότητα να υποτιμούν το εθνικό νόμισμα σε περιόδους που η ανταγωνιστικότητά τους βάλλεται.
Κατά την πρώτη δεκαετία, έως και το 2009, τα κέρδη για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερα του 20% για το σύνολο των μελών, με μόνη εξαίρεση την Ιταλία. Ακόμη και μετά την παγκό- σμια χρηματοπιστωτική κρίση, που μετεξελίχθηκε σε οικονομική και κρίση χρέους, λυγίζοντας τη λεγόμενη περιφέρεια, μόνο η Ιταλία έχει δει το πραγματικό της ΑΕΠ να είναι χαμηλότερο από ό,τι πριν από την ένταξη στη νομισματική ένωση (-0,4%). Η Γερμανία επωφελήθηκε αναμφίβολα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της να έχει ενισχυθεί 26% τα τελευταία 18 χρόνια. Κέρδη άνω του 20% παρουσιάζει όμως και το κατά κεφαλήν προϊόν της Ισπα- νίας, ενώ και η Γαλλία, που συχνά χαρακτηρίζεται ο «μεγάλος ασθενής» του ευρώ έχει πετύχει κέρδη περίπου 16%.
Ελλείψεις και ανισορροπίες
Η κρίση αποκάλυψε, ωστόσο, κατασκευαστικά λάθη, αλλά και επίμονες αδυναμίες μιας ένωσης, που ανταποκρίνεται μόνο στο δεύτερο μισό του ονόματός της. Η Ευρωζώνη έχει κοινή νομισματική, αλλά όχι οικονομική πολιτική. Δεν πληροί, όμως, καν τα κριτήρια της «βέλτιστης νομι- σματικής ζώνης», όπως τα περιέγραψε ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μαντέλ: Απρόσκοπτη μετακίνηση κεφαλαίων και εργαζομένων, παρόμοιοι οικονομικοί κύκλοι στα κράτη-μέλη, ώστε η ενιαία νομισματική πολιτική να αποδίδει για όλους, σύστημα διασποράς του ρίσκου και μηχανισμών μεταβίβασης ρευστότητας σε περιοχές που έχουν ανάγκη. Οι αρχιτέκτονες του ευρώ αναγνωρίζουν ότι θεμελιώθηκε πάνω σε αμφιλεγόμενες οικονομικές υπο- θέσεις με την ιδέα της σύγκλισης στο επίκεντρο. Αυτή δεν ήρθε τελικά ποτέ.
Οι πιο ανταγωνιστικοί έθρεψαν τα εμπορικά πλεονάσματά τους με τα ελλείμματα των ασθενέστερων και κατάφεραν να διατηρήσουν πολύ υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας. Και γιατί δεν υπήρξε πίεση στους ασθενέστερους να καλύψουν την απόσταση; Γιατί όλα κρύφτηκαν κάτω από το χαλάκι του φθηνού δανεισμού.
[SID:10827835]