Τέλος στον κύκλο του αποπληθωρισμού;
Έως την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 ο αποπληθωρισμός είχε σχεδόν εξαφανιστεί ως πηγή ανησυχίας για τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής και τους επενδυτές στις ανεπτυγμένες οικονομίες, με εξαίρεση την Ιαπωνία, που βίωνε επίμονες, καθοδικές πιέσεις στις τιμές σχεδόν επί μία δεκαετία. Και τώρα οι φόβοι για αποπληθωρισμό φθίνουν και πάλι.
Έως τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, οι προηγμένες οικονομίες εμφάνισαν μια εποχή ανοδικών πληθωριστικών πιέσεων, που πυροδοτήθηκαν κυρίως από τις επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές στις ΗΠΑ και επιδεινώθηκαν περισσότερο από τις αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου κατά τη δεκαετία του ‘70. Ο στασιμοπληθωρισμός, ο συνδυασμός χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού, ήταν ο όρος που κυριαρχούσε έως τα τέλη εκείνης της δεκαετίας. Οι πιο σύγχρονες προβλέψεις της αγοράς μεγέθυναν αυτές τις τάσεις, προβλέποντας μια δίχως διακοπή ανοδική πορεία στις τιμές πετρελαίου και εμπορευμάτων. Ο πληθωρισμός άρχισε να εκλαμβάνεται ως χρόνιος και οι πολιτικοί στρέφονταν προς πολιτικές ελέγχου των τιμών και εισοδημάτων. Τα πραγματικά (προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό) βραχυπρόθεσμα επιτόκια ήταν σταθερά αρνητικά στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η μνημειώδης άσκηση αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής από τον τότε πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) Πολ Βόλκερ τον Οκτώβριο του 1979 έβαλε τέλος σε αυτόν τον μακράς διαρκείας κύκλο. Ο στασιμοπληθωρισμός έδωσε τη θέση του σε έναν άλλον όρο που έγινε της μόδας: την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που χαρακτήριζε με ακρίβεια πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς ο πληθωρισμός υποχώρησε από τα διψήφια ποσοστά.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα όπως ο αποπληθωρισμός. Όπως φαίνεται στο γράφημα, στο διάστημα μεταξύ 1962 και 1986, δεν υπήρξε ούτε μία προηγμένη οικονομία που να κατέγραψε ετήσια υποχώρηση των τιμών. Σε πολλές αναδυόμενες αγορές, τα ποσοστά πληθωρισμού ήταν τριψήφια, με ορισμένες περιπτώσεις υπερπληθωρισμού. Μέχρι πρόσφατα, όπως το 1991, η Ελλάδα εμφάνιζε πληθωρισμό περίπου 20%. Ακόμη και στην Ελβετία -που ιστορικά απολαμβάνει σταθερότητα τιμών- ο πληθωρισμός εκείνη την εποχή ήταν πάνω από το 5%.
Αυτά φαντάζουν μακρινό παρελθόν, μετά τη σταθερά πτωτική πορεία των τιμών από το 2013, μαζί με την κρίση χρέους και την κατάρρευση της παραγωγής. Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, από την πλευρά της, μάχεται εναντίον των αποπληθωριστικών επιπτώσεων της δραματικής ανατίμησης του φράγκου στη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Οι αποπληθωριστικές δυνάμεις αποδεσμεύτηκαν από τις μεγάλες οικονομικές και χρηματοοικονομικές αναταράξεις που
"συνδέονται με τη βαθιά και παρατεταμένη παγκόσμια κρίση που ξέσπασε το 2008. Η ιδιωτική απομόχλευση κατέστη σταθερός, «κόντρα άνεμος» στις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών για αναθέρμανση των τιμών. Το 2009 περίπου το ένα τρίτο των προηγμένων οικονομιών κατέγραψαν υποχώρηση στις τιμές - μεταπολεμικό υψηλό. Στα χρόνια που ακολούθησαν το φαινόμενο του αποπληθωρισμού παρέμεινε έντονο, βάσει των μεταπολεμικών δεδομένων, και οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες διαρκώς ήταν εκτός των εξαιρετικά μετριοπαθών στόχων τους για τον πληθωρισμό (περίπου 2%).
Επειδή τα σχέδια οικονομικής στήριξης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι προκυκλικά -πιθανότατα να αρχίσουν να αποδίδουν όταν η αμερικανική οικονομία προσεγγίσει την πλήρη απασχόληση-, έχουν αναζωπυρώσει τις προσδοκίες για άνοδο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ. Πράγματι, ο πληθωρισμός αναμένεται ευρέως να ξεπεράσει το στό- χο 2% της Φέντεραλ Ριζέρβ. Οι αυστηρότερες νομισματικές συνθήκες ωστόσο ενεργούν για τον μετριασμό του μεγέθους του άλματος στον πληθωρισμό: Παρότι η αναμενόμενη άνοδος στα αμερικανικά επιτόκια αποτελεί την πιο ήπια και σταδιακή «ομαλοποίηση» στην ιστορία της Fed, η σταθερή ανατίμηση του δολαρίου θα περιορίσει την ενίσχυση των τιμών σε μεγάλο εύρος εισαγόμενων αγαθών και εξαγόμενων αγαθών.
Αυτό το αναμενόμενο σημείο καμπής στη συμπεριφορά των τιμών δεν είναι σπάνιο για τις ΗΠΑ. Εάν οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το 2017 είναι περίπου σωστές, η φετινή χρονιά θα είναι η πρώτη σε μία δεκαετία που καμία ανεπτυγμένη οικονομία δεν θα βιώσει αποπληθωρισμό. Ίσως οι πολυαναμενόμενες επιδράσεις της ιστορικής νομισματικής επέκτασης αρχίζουν επιτέλους να αποδίδουν καρπούς. Πιο πιθανό, η συναλλαγματική υποτίμηση σε Βρετανία, Ιαπωνία και Ευρωζώνη ήταν καταλύτης.
Εάν το 2017 πράγματι σηματοδοτήσει μια ευρεία μεταστροφή μιας δεκαετίας αποπληθωρισμού, είναι λογικό να περιμένουμε ότι οι περισσότερες μεγάλες κεντρικές τράπεζες δεν θα μπουν στον πειρασμό να αντιδράσουν υπερβολικά εάν, έπειτα από μία περίπου δεκαετία (περισσότερο για την Ιαπωνία) κυρίως καθοδικών απογοητεύσεων, ο πληθωρισμός υπερβεί τον στόχο. Ακόμη περισσότερο, η άποψη ότι υψηλότεροι πληθωριστικοί στόχοι (ίσως 4%) πιθανόν να είναι επιθυμητοί (διότι θα επέτρεπαν στις κεντρικές τράπεζες μεγαλύτερα περιθώρια για μείωση των επιτοκίων στην περίπτωση μιας μελλοντικής ύφεσης) έχει κερδίσει έδαφος μεταξύ ορισμένων ακαδημαϊκών και πολιτικών.
Φυσικά, ίσως να υπάρχει ακόμη ένας που λειτουργεί ως κίνητρο για την ανεκτικότητα των μεγάλων κεντρικών τραπεζών για υψηλότερο πληθωρισμό. Οι ηγέτες τους ωστόσο ίσως να είναι απρόθυμοι να το παραδεχτούν ανοικτά: Όπως έχω υποστηρίξει αλλού, μια σταθερή δόση ακόμη πιο ήπιου πληθωρισμού θα συμβάλει στη μείωση των «βουνών» δημοσίου και ιδιωτικού χρέους που έχουν συσσωρεύσει οι ανεπτυγμένες οικονομίες στη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών. *H Carmen Reinhart είναι καθηγήτρια Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Συστήματος στην Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. [SID:10813746] Copyright: Project Syndicate 2017. www.project-syndicate.org