Η πρόσφατη απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τις ομαδικές απολύσεις, αν και αναγνωρίζει τον προεγκριτικό ρόλο του υπουργείου Εργασίας στις απολύσεις, ωστόσο χαρακτηρίζει «υπέρμετρα ασαφή και γενικά» τα κριτήρια των απολύσεων και ζητά την αλλαγή τους.
με βάση τα ειδοποιητήρια που έχουν αναρτηθεί, περίπου το 70% καλείται να πληρώσει λιγότερες εισφορές σε σχέση με το παρελθόν. Αναφορικά με τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ, το 90% καλείται να πληρώσει την κατώτατη εισφορά, δηλαδή 87 ευρώ τον μήνα. Επομένως περίπου το 80% των αγροτών καλείται να πληρώσει λιγότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Στην πράξη λοιπόν η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων θα πληρώσει λιγότερα από αυτά που πλήρωνε με το προηγούμενο καθεστώς. Γι’ αυτό τον λόγο εκτιμώ ότι με τη σωστή ενημέρωση οι ασφαλισμένοι θα ενταχθούν ξανά στους κόλπους της κοινωνικής ασφάλισης από την οποία ήταν κατ’ ουσίαν αποκλεισμένοι. Όσο εμπεδώνεται η τάση αυτή, τόσο θα βελτιώνεται και η πορεία των εσόδων του ΕΦΚΑ. Επαναλαμβάνω ωστόσο ότι η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από την επιτυχία σε δύο άλλα κρίσιμα μέτωπα: την καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας και την ουσιαστική μείωση της ανεργίας».
Ζητάτε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Πρόσφατα, μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χαρακτήρισε ως περισσότερο «ωφέλιμες» τις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας σε χώρες με μακροχρόνια ύφεση. Πόσο ρεαλιστική είναι η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου μετά από τόσα χρόνια ύφεσης και με δεδομένη την αρνητική στάση του ΔΝΤ σε αυτά τα θέματα;
«Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί ανάγκη που προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα. Οι ΣΣΕ διαμορφώνουν ένα πλέγμα προστασίας των εργαζομένων, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί στο ατομικό επίπεδο, σε μια “διαπραγμάτευση” ανάμεσα στον ισχυρό εργοδότη και τον μεμονωμένο, αδύναμο εργαζόμενο. Το δικαίωμα για συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας κατακτήθηκε ακριβώς διότι η ατομική “ρύθμιση” όχι μόνο δεν προστάτευε τον εργαζόμενο, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής, ανίκανη ουσιαστικά να ρυθμίσει την αγορά. Αντίθετα, οι ισχυρές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις οργανώνουν την οικονομική ζωή και αποτελούν παράγοντα κανονικότητας στην αγορά εργασίας. Επιπλέον συντελούν στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και βοηθούν στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου. Το “ωφέλιμο” των ισχυρών κλαδικών ΣΣΕ επιβεβαιώνεται στις παγιωμένες παραδόσεις των κρατών μελών της Ε.Ε.
Το ΔΝΤ μπορεί να συνεχίζει να αρνείται αυτή την πραγματικότητα και να επιμένει να ζητάει ακραία και παράλογα μέτρα, που στόχο έχουν την περαιτέρω διάλυση και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Δεν μας κάνει εντύπωση, αφού το ΔΝΤ από κοινού με τις προηγούμενες κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2010-2014 ισοπέδωσαν τα εργασιακά δικαιώματα και καλλιέργησαν το έδαφος για την άνθηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Αυτό εμείς αγωνιζόμαστε να ανατρέψουμε μέσω της επαναφοράς του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών ΣΣΕ». «Την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων την επιδιώκουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και το ΔΝΤ. Δεν υπάρχει όμως κανένα ορθολογικό επιχείρημα που να δικαιολογεί την αλλαγή του ορίου των ομαδικών απολύσεων. Αντίθετα, σε μια χώρα με υψηλότατο ποσοστό ανεργίας, όπως η Ελλάδα, συντρέχει η αυτονόητη ανάγκη ενισχυμένης προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις.
Δεν θα πρέπει να συγχέουμε όμως το θέμα του ορίου στις ομαδικές απολύσεις με το ζήτημα της διοικητικής προ-έγκρισης, η οποία έχει γίνει καταρχήν δεκτή και από την πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου της Ε.Ε. Το Δικαστήριο έκρινε πως τα κριτήρια που προβλέπονται σήμερα στην ελληνική νομοθεσία, τα οποία και λαμβάνονται υπ’ όψιν για την έγκριση ή μη των ομαδικών απολύσεων, έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο γενικό και ασαφή. Συνεπώς, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να εξειδικευτούν στον νόμο με σκοπό να καταστεί σαφές υπό ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα λαμβάνεται η απόφαση από τη δημόσια αρχή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση υποχρέωση κατάργησης της διοικητικής προέγκρισης και, άρα, απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων».
[SID:10857148]