Η εφαρμοζόμενη πολιτική διαιωνίζει τη φτώχεια
Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν επιτρέπουν τις επενδύσεις
Τα οικονομικά προβλήματα των ελληνικών νοικοκυριών δεν λύνονται μόνο με την ανακατανομή εισοδημάτων από τους περισσότερο στους λιγότερο ικανούς ή τυχερούς στην παραγωγική διαδικασία. Το μόνο που κάνει η πολιτική αυτή είναι να διαιωνίζει τη φτώχεια και την ανημπόρια, με την υπερφορολόγηση των πιο παραγωγικών στρωμάτων να στερεί από τους ανθρώπους που υποφέρουν τις δουλειές που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν.
Αυτό τονίζεται στο εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο του ΣΕΒ, με την επιπρόσθετη υπόμνηση ότι η διατήρηση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι αντιπαραγωγική, καθώς εμποδίζει τα ελληνικά νοικοκυριά να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους κατά το δοκούν, εξασθενώντας τη ροπή προς αποταμίευση, αφού οι επιλογές εναλλακτικών τοποθετήσεων, μετά την κατάρρευση και της οικοδομής, είναι περιορισμένες.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, ούτε και οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μία χώρα που δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες. Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο, καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μιας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν από την επιβολή τους.
Απομείωση βιοτικού επιπέδου σε καιρό ειρήνης
Ειδικότερα, όπως καταγράφουν οι αναλυτές, έπειτα από μία δεκαετία ευημερίας με δανεικά, τα ελληνικά νοικοκυριά, από το 2009 και μετά, έχουν υποστεί μία από τις μεγαλύτερες, σε καιρό ειρήνης, απομειώσεις του βιοτικού τους επιπέδου, του εισοδήματος και της περιουσίας τους. Στα ασθενέστερα, ιδίως, οικονομικά στρώματα, η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός προβάλλουν ως παγιωμένες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με την ταχεία επιστροφή συνθηκών υγιούς ανάκαμψης της ιδιωτικής οικονομίας.
Για τη μεγάλη μάζα των νοικοκυριών, πάντως, οι προκλήσεις από την επιδείνωση των κοινωνικοοικονομικών τους χαρακτηριστικών αντιμετωπίζονται χωρίς να προκαλούνται συστημικές ασυνέχειες, όπως προκύπτει από την Έρευνα Χρηματοδότησης και Κατανάλωσης Νοικοκυριών, που διενεργεί περιοδικά, για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αν και, σε σχετικά μεγάλο βαθμό, τα ελληνικά νοικοκυριά ζουν σε δικό τους σπίτι και έχουν αυτοκίνητο (και αρκετοί εξοχικό), οι τραπεζικές καταθέσεις τους είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλές και συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Οι οικογένειές τους περιλαμβάνουν σε με- γαλύτερο βαθμό συνταξιούχους και μη εργαζόμενα μέλη απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν μπορούν να αποταμιεύσουν σε σταθερή βάση, αλλά ούτε ζητούν πλέον οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς, ενώ μερικοί χρωστούν περισσότερα από όσο αξίζει η περιουσία τους (και όχι μόνο στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα) κ.ο.κ. Η οικογένεια, αν και εξασθενημένη, δρα ακόμη ως δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας. Οι αντοχές, βεβαίως, εξαντλούνται και οι νέοι, κυρίως, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο εργασιακό περιβάλλον που τους εμποδίζουν να φτιάξουν τη ζωή τους.
Σε μια άλλη διαπίστωση του ΣΕΒ, σημειώνεται πως με την είσοδο της χώρας στην κρίση, όχι μόνον ανακόπτεται η επέκταση στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά επέρχεται σταδιακά και αδυναμία εξυπηρέτησής τους, καθώς τα εισοδήματα μειώνονται και η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη. Ακόμη, ο λόγος εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα, που για το διάμεσο νοικοκυριό είναι 16,8%, ανεβαίνει σε 69,7%, στο φτωχότερο εισοδηματικά 20% των νοικοκυριών. [SID:10883237]