Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν συνάδει με την ανταγωνιστικότητα της χώρας
M .ε τη νέα αναθεωρημένη εκτίμηση για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2016, που ανακοινώθηκε πρόσφατα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η ελληνική οικονομία για το σύνολο του έτους 2016 παρέμεινε πρακτικά στάσιμη. Τα αντίστοιχα ετήσια εθνικολογιστικά στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν ακολούθως πιστοποίησαν τη στασιμότητα. Το βασικό κυβερνητικό αφήγημα που ήθελε την ελληνική οικονομία να ανακάμπτει το 2016 και σταδιακά να τίθεται σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης ανετράπη για μια ακόμη φορά.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι θέμα ανάκαμψης της οικονομίας και ακολούθως δρομολόγησή της σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης δεν τίθεται επί του παρόντος. Αντίθετα, το ρεαλιστικό ερώτημα είναι κατά πόσον, με δεδομένο το επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το τρέχον επίπεδο του ΑΕΠ όπως διαμορφώθηκε την περίοδο 2014-16, όπου παρατηρείται κάποια σχετική σταθερότητα, είναι διατηρήσιμο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Πιστεύω ότι ακόμη και αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Πιθανότερο ενδεχόμενο είναι η περαιτέρω υποχώρηση όσο η μεταρρυθμιστική αδράνεια συνεχίζεται. Παραθέτω ορισμένα στοιχεία που στηρίζουν τον ισχυρισμό.
Το World Economic Forum (WEF) στην ετήσια έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα περιέχει αναλυτικά στοιχεία και εκτιμήσεις των παραγόντων που καθορίζουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα για μια μεγάλη γκάμα χωρών της παγκόσμιας οικονομίας. Τα στοιχεία που περιέχει η έκθεση είναι εξαιρετικά αναλυτικά. Επιμέρους δείκτες για κάθε χώρα παρέχουν εκτιμήσεις για το γενικό μακροοικονομικό περιβάλλον, το επίπεδο της εκπαίδευσης, της δημόσιας διοίκησης των υποδομών και των θεσμών, της υγείας, της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης, της ευχέρειας στο επιχειρείν, της καινοτομίας, της διαφθοράς και πολλά άλλα. Ακολούθως, στη βάση των επιμέρους εκτιμήσεων για τις επιδόσεις των χωρών στους διάφορους τομείς καταρτίζε- Το βασικό κυβερνητικό αφήγημα, που ήθελε την ελληνική οικονομία να ανακάμπτει το 2016 και σταδιακά να τίθεται σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης, ανετράπη για μια ακόμη φορά. ται ένας γενικός σταθμικός δείκτης ανταγωνιστικότητας, σύμφωνα με τον οποίο κατατάσσονται οι χώρες στην κλίμακα ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα το 2016 κατέλαβε την 86η θέση ανάμεσα στις 138 χώρες που ερευνώνται στην έκθεση.
Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα στην ευρεία έννοια που εξετάζει η έκθεση του WEF συνδέεται άμεσα με τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, που σε τελευταία ανάλυση καθορίζει τον βαθμό ανάπτυξης μιας χώρας και το επίπεδο ευημερίας των πολιτών της. Το σύνηθες μέτρο του βαθμού ανάπτυξης μιας χώρας, παρά τις πολλές αντιρρήσεις και κριτικές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Σε γενικές γραμμές, η ιεράρχηση των χωρών με κριτήριο τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα συνάδει με αυτή που προκύπτει όταν το κριτήριο κατάταξης είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι 26.800 σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) ή 18.064 σε δολάρια. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ευρώπη των 28 με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα, ωστόσο, με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταλαμβάνει την 24η θέση σε μονάδες ΙΑΔ και τη 19η σε δολάρια. παραβιάζουν τη βασική αυτή εμπειρική αρχή. Δίνω ορισμένους αριθμούς προκειμένου να αναδειχθεί το ζήτημα κάνοντας κάποιες συγκρίσεις.
Χώρες με αμέσως καλύτερη επίδοση από την Ελλάδα που κατατάσσονται από την 77η έως και 85η θέση της κλίμακας ανταγωνιστικότητας είναι: το Τατζικιστάν, η Γουατεμάλα, η Αρμενία, η Αλβανία, η Βραζιλία, το Μαυροβούνιο, η Κύπρος, η Ναμίμπια και η Ουκρανία. Χώρες με αμέσως χειρότερη επίδοση από την Ελλάδα που κατατάσσονται από την 87η έως 93η θέση στην κατάταξη είναι: η Αλγερία, η Ονδούρα, η Καμπότζη, η Σερβία, το Εκουαδόρ, ο Άγ. Δομίνικος και το Λά- ος. Ο μέσος όρος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ομάδας των χωρών (εξαιρώντας την Κύπρο) με την αμέσως καλύτερη επίδοση σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) είναι 10.487 (σε δολάρια 4.430), ενώ της ομάδας με την αμέσως χειρότερη επίδοση είναι 9.471 μονάδες ΙΑΔ (σε δολάρια 3.945). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι 26.800 σε μονάδες ΙΑΔ ή 18.064 σε δολάρια. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ευρώπη των 28 με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα, ωστόσο, με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καταλαμβάνει την 24η θέση σε μονάδες ΙΑΔ και τη 19η σε δολάρια.
Η ελληνική οικονομία σημείωσε υψηλούς ρυθμούς ανόδου στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 2000 κυρίως λόγω της μεγάλης εισροής δανειακών κεφαλαίων, ακολούθως δε, με το ξέσπασμα της κρίσης, η οικονομία στηρίχθηκε μέσω προγραμμάτων. Έτσι, παρά τη σμίκρυνση του ΑΕΠ κατά 25% περίπου, που επέφερε η εφαρμογή των σταθεροποιητικών πολιτικών, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποχώρησε μεν, αλλά διατηρήθηκε σε επίπεδα συνεπή με αυτά μιας ευρωπαϊκής χώρας. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν δεν προωθήθηκαν επαρκώς. Η αναντιστοιχία μεταξύ κατά κεφαλήν ΑΕΠ και επιπέδου διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παραμένει εξαιρετικά μεγάλη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες ΙΑΔ είναι κατά 2,5 φορές υψηλότερο από την ομάδα χωρών με την αμέσως καλύτερη επίδοση και 2,8 φορές από την ομάδα χωρών με την αμέσως χειρότερη επίδοση ανταγωνιστικότητας. Η κατάσταση είναι σαφώς μη διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα, αναγκαστικά θα υπάρξει σύγκλιση του επιπέδου του ελληνικού ΑΕΠ στα επίπεδα των χωρών των οποίων η ανταγωνιστικότητα είναι περίπου σαν τη δική μας. Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα είναι ο δεσμευτικός περιορισμός της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Για να αποφύγουμε την επώδυνη σύγκλιση μέσω περαιτέρω μείωσης του ΑΕΠ, θα πρέπει το πολιτικό σύστημα να συναινέσει και συμφωνήσει στην άμεση πραγματοποίηση ενός αριθμού βασικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα οικειοποιηθούν και από την ελληνική κοινωνία. Η μάχη με τα οργανωμένα συμφέροντα θα είναι μακρά και δύσκολη - εδώ θα χρειαστεί πράγματι γενναιότητα. Όμως είναι ήδη αργά, πρέπει να σπεύσουμε. Θα προλάβουμε; [SID:10944827]