Δύσκολες ισορροπίες κεντρικών τραπεζών
To ενεργητικό 13 τρισ. δολ. επιβάλλει τη σταδιακή έξοδο από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
Αφότου εισήλθαν στα αχαρτογράφητα νερά της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) στις προσπάθειες στήριξης της παγκόσμιας οικονομίας μετά την κρίση, έχει έλθει η ώρα για τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη και Ιαπωνία να αλλάξουν πορεία πλεύσης, προς την κατεύθυνση της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής. Η μετάβαση θα πρέπει να γίνει σταδιακά και με προσεκτικά βήματα, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης των αγορών από το «τσουνάμι» ενεργητικού, ύψους 13 τρισ. δολαρίων, που έχουν συγκεντρώσει στους ισολογισμούς τους οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, ποσό που υπερβαίνει σε μέγεθος το ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο στην εποχή μετά την κρίση και την επιστροφή στην ανάπτυξη: τα μη συμβατικά μέτρα και κυρίως η ποσοτική χαλάρωση θα παραμείνουν ως εργαλεία νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, όπως διαπιστώνει μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το πώς η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ, η ΕΚΤ και -σε τελικό στάδιο- η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας θα χειριστούν τη διαδικασία επιστροφής σε πιο ομαλή νομισματική πολιτική θα καθορίσει και την αντίδραση των Το πώς αγορών, ώστε να αποφευχθεί το κύμα πανικού και οι μαζικές εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες το 2013, τότε που η Fed είχε σηματοδοτήσει τη σταδιακή ολοκλήρωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων.
Οι ισολογισμοί των τριών μεγάλων κεντρικών τραπεζών έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από τα επίπεδα προ της κρίσης του 2008, στον απόηχο των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής χαλάρωσης που εξαπέλυσαν τα χρόνια μετά την κρίση και κυρίως χάρη στα προγράμματα αγοράς ενεργητικού. Η συνολική αξία των ισολογισμών των τριών τραπεζών υπολογίζεται περίπου στα 13 τρισ. δολάρια.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά τη στρατηγική συρρίκνωσης των ισολογισμών, ώστε να είναι σίγουροι ότι οι αγορές είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η άσκηση πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής.
Στην εποχή μετά την κρίση, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών διευρύνεται, με την προσοχή τους να στρέφεται στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, τη χρήση περισσότερων εργαλείων μακροπροληπτικής πολιτική, καθώς και την καλύτερη και πιο ενεργή επικοινωνία.
Σε αυτή την εποχή, τα περισσότερα μη συμβατικά μέτρα θα παραμείνουν στην εργαλειοθήκη των κεντρικών τραπεζών, όπως αναφέρει μελέτη της ΕΚΤ, η οποία βασίστηκε σε έρευνες ακαδημαϊκών και κεντρικών τραπεζιτών.
Στη διάρκεια και μετά την πιστωτική κρίση, οι κεντρικές τράπεζες στράφηκαν σε μη δοκιμασμένες μεθόδους νομισματικής στήριξης, όπως αρνητικά επιτόκια και αγορές ενεργητικού μεγάλης κλίμακας, στις προ- σπάθειές τους για την τόνωση της ανάπτυξης και της αποκατάστασης του πληθωρισμού. Με τις αγορές κρατικού χρέους και -στην περίπτωση της ΕΚΤ- με τη συμμετοχή σε κρατικές διασώσεις, οι κεντρικές τράπεζες δέχθηκαν κριτική ότι ξεπέρασαν τα όρια της εντολής τους.
«Αναμένουμε ότι τα περισσότερα (μη συμβατικά εργαλεία) θα παραμείνουν στην εργαλειοθήκη των κεντρικών τραπεζών», υπογραμμίζεται στη μελέτη, που δεν αντικατοπτρίζει απαραιτήτως τη γνώμη της ίδιας της ΕΚΤ. Ένα μείζον ερώτημα που παραμένει ανοικτό είναι εάν οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν να διαπερνούν τη διαχωριστική γραμμή με αμφιλεγόμενες πολιτικές, όπως η ευρείας κλίμακα δανειοδότηση τραπεζών και επιχειρήσεων, πολιτικές που θέτουν σε κίνδυνο τους φορολογουμένους.
Η μελέτη με τίτλο «Η ανάγκη ως η μητέρα της εφευρετικότητας: Η νομισματική πολιτική μετά την κρίση» αφορά τα ζητήματα που κυριαρχούν στη συζήτηση για τη νομισματική πολιτική. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν με την αποστολή ερωτηματολογίων σε ακαδημαϊκούς οικονομολόγους και επικεφαλής 95 κεντρικών τραπεζών.
Το QE έχει υποστηρικτές και επικριτές, σημειώνουν οι συντάκτες της μελέτης. «Πολλοί επικριτές, τόσο εντός όσο και εκτός της κοινότητας των κεντρικών τραπεζιτών, σημείωσαν έναν αριθμό πιθανών παρενεργειών. Τα χαμηλότερα επιτόκια, που συνδέονται με το QE, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους επενδυτές στην αναζήτηση αποδόσεων, αυξάνοντας έτσι την ανάληψη κινδύνου και βλάπτοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων χαλαρώνουν, επίσης, τις πιέσεις στις κυβερνήσεις να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Υπάρχει ακόμη το ερώτημα, αν το QE ωθεί τις κεντρικές τράπεζες να εισέλθουν στη σφαίρα της πολιτικής. Μία δυσκολία στο να γίνουν κρίσεις για αυτά τα μειονεκτήματα σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει ακόμη εμπειρία από την πλήρη έξοδο από το QE (από οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα). Επομένως, μια συνολική “ετυμηγορία” για το QE πρέπει να αναβληθεί», σημειώνεται στη μελέτη. [SID:10993865]