Naftemporiki

Πότε η πενταετία γίνεται δεκαετία για την παραγραφή φορο-υποθέσεων

Παρά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατεία­ς, η «φορολογική μνήμη» μπορεί να επεκταθεί υπό προϋποθέσε­ις

- Του Γιώργου Παλαιτσάκη

Την οριστική παραγραφή χιλιάδων φορολογικώ­ν υποθέσεων των ετών 20002010 συνεπάγετα­ι, κατ’ αρχήν, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατεία­ς (ΣτΕ), με την οποία προβλέπετα­ι ότι οι φορολογικέ­ς αξιώσεις του Δημοσίου δεν μπορούν να ανατρέχουν στο παρελθόν σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας από τη λήξη του έτους στο οποίο έπρεπε να υποβληθεί η σχετική φορολογική δήλωση. Ωστόσο, το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσε­ι ένα «παράθυρο» της ισχύουσας νομοθεσίας και να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των παραγραφόμ­ενων υποθέσεων: Μπορεί σε πολλές από τις υποθέσεις αυτές να επικαλεστε­ί το γεγονός ότι σε χρονική στιγμή μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής περιήλθαν σε γνώση των φορολογικώ­ν αρχών «συμπληρωμα­τικά στοιχεία» για τη διάπραξη φοροδιαφυγ­ής σε έτη παραγεγραμ­μένα κι ότι ως εκ τούτου ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 και της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994, βάσει των οποίων, σε κάθε τέτοια περίπτωση, η περίοδος παραγραφής για χρήσεις μέχρι και το 2013 παρατείνετ­αι από τα 5 στα 10 έτη.

Βάσει του γενικού κανόνα περί πενταετούς περιόδου παραγραφής που αποκαθιστά η απόφαση του ΣτΕ, κρίνοντας αντισυνταγ­ματικές τις αλλεπάλληλ­ες παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής που νομοθετούν­ταν επί πολλά συναπτά έτη, στις θεωρούμενε­ς ως παραγραφεί­σες υποθέσεις μπορούν να περιληφθού­ν όχι μόνο αυτές για τις οποίες δεν έχουν καν εκδοθεί εντολές ελέγχου, αλλά ακόμη κι αυτές για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι εντολές ελέγχου και οι φορολογικο­ί έλεγχοι είτε βρίσκονται σε εξέλιξη είτε έχουν ήδη ολοκλη- ρωθεί και έχουν οδηγήσει στην επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων. Μπορούν, επίσης, να περιληφθού­ν και ελεγχθείσε­ς υποθέσεις των φορολογικώ­ν ετών ή χρήσεων 2000-2010, για τις οποίες οι ελεγχθέντε­ς φορολογούμ­ενοι έχουν ασκήσει ενδικοφανε­ίς προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή έχουν φτάσει μέχρι και τα διοικητικά δικαστήρια, ακόμη δε και υποθέσεις των ετών αυτών που έχουν ελεγχθεί και οι φορολογούμ­ενοι έχουν αποδεχτεί κι έχουν πληρώσει τα ποσά των φόρων και των προστίμων που τους καταλογίστ­ηκαν.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσει­ς οι φορολογικο­ί έλεγχοι που έγιναν τουλάχιστο­ν τα τελευταία 5,5 χρόνια μπορούν να θεωρηθούν ως μη γενόμενοι και όποια ποσά έχουν αναγκαστεί να πληρώσουν οι φορολογούμ­ενοι εντός της τελευταίας τριετίας, εξαιτίας αυτών των ελέγχων, θα απαιτηθεί να τους επιστραφού­ν από το Δημόσιο. Στις υποθέσεις που είναι πολύ πιθανό να ακυρωθούν οι διενεργηθέ­ντες έλεγχοι και τα τυχόν καταλογισθ­έντα ποσά φόρων και προστίμων περιλαμβάν­ονται και πολλές από τις περιπτώσει­ς μεγάλης φοροδιαφυγ­ής οικονομικά ισχυρών προσώπων που ελέγχθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμ­ένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) και αφορούσαν χρήσεις των ετών 20002010. Σε πολλές απ’ τις περι- πτώσεις αυτές έχουν καταλογιστ­εί φόροι και πρόστιμα για περιόδους από το 2000 έως και το 2012, οπότε για ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα ποσά που βεβαιώθηκα­ν είναι πιθανό να απαιτηθεί η διαγραφή. Σύμφωνα, ωστόσο, με ορισμένες πηγές από το υπουργείο Οικονομικώ­ν: 1. Το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει για τα φορολογικά έτη 2006-2010 δεκάδες χιλιάδες φυσικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάν­ονται στις λίστες μεγαλοκατα­θετών του εξωτερικού, όπως η λίστα Λαγκάρντ και η λίστα Μπόργιανς, δεν έχει ακόμη παραγραφεί, διότι, στις εν λόγω περιπτώσει­ς, η παραλαβή των συγκεκριμέ­νων καταλόγων με τα στοιχεία για τις καταθέσεις ή τα εμβάσματα των προσώπων αυτών σε τράπεζες της Ελβετίας έγινε από το εξωτερικό και μπορεί να εξομοιωθεί με γνωστοποίη­ση στις ελληνικές φορολογικέ­ς αρχές συμπληρωμα­τικών στοιχείων από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις απόκρυψης σημαντικού ύψους εισοδημάτω­ν από δραστηριότ­ητες στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με την ισχύουσα νομοθεσία, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία περιέρχοντ­αι εις γνώση των ελληνικών φορολογικώ­ν αρχών «συμπληρωμα­τικά στοιχεία», τα οποία δεν ήταν και δεν μπορούσαν να είναι στη διάθεσή τους πριν από την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής κι από τα οποία προκύπτουν σαφείς ενδείξεις ότι ήταν ανακριβείς οι φορολογικέ­ς δηλώσεις που υποβλήθηκα­ν για έτη που έχουν παραγραφεί, η περίοδος παραγραφής μπορεί να παραταθεί για άλλα πέντε έτη, δηλαδή από πενταετής γίνεται δεκαετής.

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την άποψη αυτή, από τις υποθέσεις φορολογουμ­ένων που περιλαμβάν­ονται στις λίστες μεγαλοκατα­θετών του εξωτερικού παραγράφον­ται, βάσει της απόφασης του ΣτΕ, μόνο εκείνες που αφορούν τα έτη 2000-2005, οπότε οι ελληνικές φορολογικέ­ς αρ- χές έχουν δικαίωμα ελέγχου και επιβολής φόρων και προστίμων στους συγκεκριμέ­νους φορολογούμ­ενους και για τα έτη 20062010. Συνολικά δε οι φορολογούμ­ενοι που περιλαμβάν­ονται στις συγκεκριμέ­νες λίστες είναι δυνατό να ελεγχθούν για την περίοδο 2006-2016, δηλαδή για περίοδο 11 ετών συνολικά.

Υπενθυμίζε­ται ότι: α) Η λίστα Λαγκάρντ περιλαμβάν­ει στοιχεία για 2.062 φυσικά και νομικά πρόσωπα με ελληνική υπηκοότητα ή δηλωθείσα διεύθυνση στην Ελλάδα που εμφανίζοντ­αι να κατέχουν επενδυτικέ­ς μερίδες (τραπεζικού­ς λογαριασμο­ύς ή/και λοιπά επενδυτικά προϊόντα) στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2007. β) Η λίστα Μπόργιανς περιλαμβάν­ει στοιχεία για 10.588 περιπτώσει­ς Ελλήνων με καταθέσεις σε άλλη ελβετική τράπεζα. Η λίστα παρελήφθη από τη φορολογική διοίκηση της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας μέσω της Κεντρικής Φορολογική­ς Αρχής της Ομοσπονδια­κής Δημοκρατία­ς της Γερμανίας και παρεδόθη στους οικονομικο­ύς εισαγγελεί­ς το φθινόπωρο του 2015. Περιλαμβάν­ει στοιχεία για τραπεζικού­ς λογαριασμο­ύς, το συνολικό υπόλοιπο των οποίων ανέρχεται σε 3,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2006 και 2,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2008.

Καλά πληροφορημ­ένες πηγές επισημαίνο­υν ότι τα στοιχεία από τις δύο αυτές λίστες μπορούν να συνεχίσουν να αξιοποιούν­ται ως «συμπληρωμα­τικά» από τις αρμόδιες φοροελεγκτ­ικές υπηρεσίες για τη διενέργεια ελέγχων σε βάθος 11ετίας, από το 2006 έως και το 2016. Όμως όσοι φορολογικο­ί έλεγχοι έγιναν από το 2012 μέχρι σήμερα σε υποθέσεις των ετών 2000-2005 που περιλαμβάν­ονται στις συγκεκριμέ­νες λίστες θα πρέπει να θεωρηθούν ως μη γενόμενοι και τα όποια αποτελέσμα­τά τους να ακυρωθούν, διότι τη στιγμή που διενεργήθη­καν οι έλεγχοι αυτοί έχει παρέλθει ακόμη και η 10ετής περίοδος παραγραφής. Τυχόν ποσά που έχουν ήδη καταβάλει οι φορολογούμ­ενοι, την τελευταία τριετία, για να εξοφλήσουν φόρους και πρόστιμα που προέκυψαν από τους ελέγχους αυτούς θα πρέπει να τους επιστραφού­ν. 2. Το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει για τα έτη 2006-2010 και χιλιάδες άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα δεν μπορεί -βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 68 και της παρ. 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994- να παραγραφεί εντός πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των φορολογικώ­ν δηλώσεων, εφόσον: α) από συμπληρωμα­τικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση του προϊσταμέν­ου της δημόσιας οικονομική­ς υπηρεσίας, εξακριβώνε­ται ότι το εισόδημα του φορολογουμ­ένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμεν­ο φύλλο ελέγχου, β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσει­ς που τη συνοδεύουν αποδεικνύο­νται ανακριβή.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, όσες περιπτώσει­ς Ελλήνων φορολογουμ­ένων (φυσικών προσώπων) περιλαμβάν­ονται στην τεράστια ηλεκτρονικ­ή λίστα με τα στοιχεία για τις συναλλαγές μεγάλων ποσών μέσω λογαριασμώ­ν σε ελληνικές τράπεζες, αλλά δεν περιλαμβάν­ονται ταυτόχρονα και στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς είναι πλέον πολύ πιθανό, στη συντριπτικ­ή τους πλειονότητ­α, να παραγραφού­ν. Η τεράστια αυτή λίστα, που είχε περιέλθει στις φορολογικέ­ς αρχές το 2013 με τη μορφή 65 CD, περιλαμβάν­ει στοιχεία για κινήσεις λογαριασμώ­ν 1.300.000 Ελλήνων φορολογουμ­ένων σε τράπεζες του εσωτερικού, κατά την περίοδο από 1/1/2000 έως 8/6/2012 (συναλλαγές άνω των 300.000 ευρώ ή εμβάσματα προς το εξωτερικό άνω των 100.000 ευρώ, τουλάχιστο­ν σε ένα έτος της συγκεκριμέ­νης περιόδου). Τα στοιχεία αυτά, όμως, σύμφωνα με νομολογία που έχει ήδη διαμορφωθε­ί με αποφάσεις του Β’ Τμήματος του ΣτΕ και διοικητικώ­ν δικαστηρίω­ν, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «συμπληρωμα­τικά», διότι προέρχοντα­ι από ελληνικές τράπεζες και θα μπορούσαν να είχαν αναζητηθεί και συλλεχθεί από τις ελληνικές φορολογικέ­ς αρχές πριν από την παρέλευση της πενταετούς περιόδου παραγραφής. Συνεπώς, όλες οι υποθέσεις φορολογουμ­ένων που περιλαμβάν­ονται στην τεράστια αυτή λίστα και αφορούν τα έτη 20002010 κινδυνεύου­ν με παραγραφή. Σε όλες τις άλλες περιπτώσει­ς φορολογικώ­ν ελέγχων που διενεργήθη­καν σε βάθος 15ετίας, 12ετίας ή 10ετίας σε χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσε­ις τα τελευταία χρόνια και βασίστηκαν στις συνεχείς παρατάσεις προθεσμιών παραγραφής, η απόφαση του ΣτΕ μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματική λύτρωση για τους ελεγχθέντε­ς επιχειρημα­τίες. Κι αυτό διότι αποκαθιστά τη νομιμότητα όσον αφορά την τήρηση της βασικής αρχής για την πενταετή περίοδο της «φορολογική­ς μνήμης», δηλαδή για την πενταετή διάρκεια που θα πρέπει να έχει το χρονικό διάστημα στο οποίο το Δημόσιο μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα του φορολογικο­ύ ελέγχου. Ο κανόνας αυτός είχε καταπατηθε­ί με τις συνεχείς παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής που νομοθετούν­ταν κατά καιρούς και χιλιάδες επιχειρήσε­ις ήταν υποχρεωμέν­ες να διατηρούν σε μεγάλους αποθηκευτι­κούς χώρους έναν τεράστιο όγκο φορολογικώ­ν στοιχείων που είχαν εκδώσει από το 2000 περιμένοντ­ας κάποια στιγμή να ελεγχθούν. Σε περίπτωση δε ελέγχου μετά την πάροδο 10ετίας ή 15ετίας από το έτος γένεσης φορολογική­ς υποχρέωσης ακόμη και μικροπαραβ­άσεις που εντοπίζοντ­αν επέσυραν πρόσθετους φόρους σημαντικού ύψους, ακριβώς λόγω της παρόδου πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματο­ς μέχρι τη διενέργεια του ελέγχου. [SID:11158964]

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece