Τα χρυσά λούπινα από τη Μάνη στην Πράγα
Της Λίνας Σόρογκα από τις εκδόσεις Καστανιώτη
«Τα χρυσά λούπινα» είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος της Λίνας Σόρογκα, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η αφήγηση ξεκινά τον Ιανουάριο του 2001, λίγες ημέρες μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, στην Πράγα. Ο καταξιωμένος πια συγγραφέας Δημοσθένης Δοξαράς βρίσκεται μόνος σε ένα καφέ. Έχει προηγηθεί η πρεμιέρα της θεατρικής μεταφοράς του μυθιστορήματός του από το Εθνικό Θέατρο. Το τσέχικο κοινό τον υποδέχτηκε θερμά και τον τίμησε ιδιαίτερα. Με το τέλος της θριαμβευτικής βραδιάς επιστρέφει στο ξενοδοχείο του, όπου αρχίζει να βυθίζεται στον εαυτό του και τον χρόνο.
« Δενμπορούσανακοιμηθώ.Ηυπερδιέγερση,τοποτό, ησυγκίνηση,ηΠράγα,οισυνηθισμένεςαϋπνίεςμου-άλλοένααπότακουσούριαμου… Σταταξίδιαχειρότερα,ούτετα χάπιαδενμεέπιαναν,λεςκαι μέσαμουβούλιαζανκαράβια. Τιςνύχτεςφοβόμουνμημερουφήξειτοσκοτάδι.Λογοκρινόμουν.“Τοσώμασουδεναντέχει,Δημοσθένη,μεγάλωσες πια”,σανναάκουγαταλόγια του γιατρού μου, του Χαραλάμπους.“Δείχνειςμεγαλύτερος,τοπρόσωπόσουγέμισε αυλακιές”,μουφώναζεγιανα μεσυνετίσει,χτυπώνταςμεστο αδύνατοσημείομου,τηφιλαρέσκειάμου.“Άμαπαίρνειςτα QuietLifeκαιδενσεπιάνουν, νασουδώσωισχυρότερα,Δημοσθένη.Δενκάνειναζορίζεσαι…Έχειςκαιπίεση”.Δημιουργικό άγχος αλλά και αϋπνίες στα εβδομήντα. Ένας άπληστος της ζωής, αυτός ήμουνα. Φοβισμένος αλλά άπληστος.Ένοχοςαλλάάπληστος.Έναςξεμωραμένοςπου κυνηγάειοράματακαιφοβάταιναχαλαρώσει,μήπωςκαι τονπάρειπρόωραοΘεός… ». Κάπως έτσι ο Δημοσθένης κάνει μια πρώτη σύσταση του εαυτού του, χωμένος στην κουβέρτα του ξενοδοχείου. Έχει πια ξημερώσει, όταν σε αυτή την πρώτη συνάντηση μαζί του ο αναγνώστης τον παρακολου-
Ένα κοινωνικό δράμα και ταυτόχρονα ένα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα, όπου ο μύθος μπλέκεται με την ιστορία, το φανταστικό συνομιλεί με το πραγματικό και φτάνει μέχρι τη σημερινή Αθήνα.
Παρούσα πάντα η μάνα γη της Μάνης, γη άγονη αλλά και χρυσή. Λούπινα είναι τα μανιάτικα στραγάλια. Τα πρωτοσυναντάμε σε μια από τις πρώτες περιγραφές του Δημοσθένη, και μάλιστα χωμένα στην περιγραφή μιας πολύ σκληρής ανάμνησης, όπου κρυμμένος γίνεται μάρτυρας μιας αποτρόπαιης βιαιότητας που στιγμάτισε τη ζωή του: «…Ήτανο πιοσκληρός.Έδωσεμιακλοτσιάστοτραπέζικαιτοαναποδογύρισεμεό,τιβρισκόταν πάνωτου.Σείστηκετοπάτωμα.Οικαθρέφτεςτηςτρίφυλληςντουλάπαςέτριξαν.Ταφύλλατηςήτανπαλιάκαιβαριά. Τρίζανεκαιμόνοπουταακουμπούσες.
Παράξενοναμουέρχονται τώραγλυκέςθύμησες.Οισκέψειςκαιοικαλέςκαιοικακές μαζί.Ότανήμουνμικρόςκαι οιγονείςμουέλειπαν,έβαζα ένασκαμνί,άνοιγατοπλαϊνό φύλλοκαιτέντωνατοχέριστο πάνωπάνωράφι,ναφτάσωτο βάζομετογλυκόαπόλούπινα καιμέλι.Βούταγατηχούφτα μουμέσακιό,τιέπιανατοέβαζαστοστόμα.Τασιρόπιαέτρεχαναπ’τοσαγόνιμουστοπαντελόνικαικάτωωςτοτσιμέντο.Μπουκωνόμουνμέχρινα πνιγώ.Ανάκουγαθόρυβο,κατέβαιναγρήγορακαιπήγαινα νακρυφτώ». [SID:11163336]