Κατά της CETA στο Ευρωδικαστήριο προσφεύγουν Βέλγιο και Πολωνία
Αντιδράσεις για τη ρήτρα στους διαιτητικούς μηχανισμούς επενδυτών - κυβερνήσεων
Πριν από περίπου ένα χρόνο, τον Οκτώβριο του 2016, οι Βρυξέλλες πίστευαν ότι η συμφωνία απελεύθερωσης του εμπορίου, CETA, ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά είναι έτοιμη να τεθεί σε εφαρμογή, καθώς είχαν καμφθεί οι ενστάσεις των Βαλόνων και τα κράτημέλη έδιναν το πράσινο φως. Σήμερα η εφαρμογή της συμφωνίαςως έχει- είναι και πάλι στον αέρα, καθώς τουλάχιστον δύο κράτη-μέλη, το Βέλγιο και η Πολωνία, απειλούν να την μπλοκάρουν. Αντιδρούν στη ρήτρα για τους διαιτητικούς μηχανισμούς, που θα επιτρέπουν σε επενδυτές να επιδιώκουν ανατροπή κυβερνητικών αποφάσεων.
Η περσινή έγκριση αφορούσε το πλαίσιο και τις γενικές αρχές της συμφωνίας. Από τότε οι ειδικοί προειδοποιούσαν ότι η επικύρωση των επιμέρους προβλέψεων της από τα εθνικά κοινοβούλια, θα ήταν δύσκολη υπόθεση.
Χθες ανακοινώθηκε ότι το Βέλγιο προσέφυγε επίσημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας να κρίνει εάν η CETA συνάδει με το κοινοτικό Δίκαιο. Η βελγική κυβέρνηση είχε δεσμευθεί να το πράξει προκειμένου να αποσπάσει το “ναι” των Βαλόνων και η προσφυγή της έρχεται μάλλον με καθυστέρηση. Στο μικροσκόπιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα τεθεί ειδικότερα το Δικαιοδοτικό Σύστημα Επενδύσεων (ICS). Πρόκειται για έναν μηχανισμό διευθέτησης διαφορών, ο οποίος θα αποτελέσει τον “προθάλαμο” για την εγκαθίδρυση ενός Πολυμερούς Δικαστηρίου Επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγες ημέρες νωρίτερα η κυβέρνηση της Πολωνίας είχε προειδοποιήσει πως δεν θα επικυρώσει τη συμφωνία εάν δεν υπάρξουν αλλαγές στην σύνθεση του ICS. Η CETA προβλέπει επιτροπή με πέντε δικαστές της ΕΕ, πέντε Καναδούς και πέντε από τρίτες χώρες. Η Βαρσοβία απαιτεί συμμετοχή ενός δικαστή από κάθε κράτος-μέλος.
Η πρόβλεψη για τον ICS δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις, που κρίνουν ότι η δημόσια πολιτική ενός κράτους έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντά τους, να ζητούν την αναίρεσή της ή να απαιτούν αποζημίωση. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτή της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, η οποία προσέφυγε κατά της κυβέρνησης της Ουρουγουάης για την αντικαπνιστική πολιτική της. Σε αυτή την περίπτωση δικαιώθηκε η Ουρουγάη. Ωστόσο υπάρχουν αρκετές υποθέσεις, στις οποίες οι επιχειρήσεις έχουν πετύχει μεγάλη νίκη. Πριν από λίγα χρόνια το Εκουαδόρ κλήθηκε να καταβάλλει αποζημίωση 1,8 δισ. δολαρίων στην Occidental Petroleum, καθώς κρίθηκε ότι η απόφαση της κυβέρνησης να ακυρώσει συμβόλαιο με την εταιρεία ήταν παράνομη.
Και ο Καναδάς, όμως, είναι μεταξύ των χωρών, που έχουν πέσει “θύμα” τέτοιων προσφυγών, καθώς ανάλογοι διαιτητικοί μηχανισμοί περιλαμβάνονται στην NAFTA και άλλες μικρότερες εμπορικές συμφωνίες, στις οποίες συμμετέχει.
Τον Απρίλιο του 1997 η καναδική κυβέρνηση απαγόρευσε την εισαγωγή και τη διακίνηση του MMT, συστατικού της βενζίνης, επικαλούμενη ανησυχίες για τη δημόσια υγεία. Η Ethyl Corporation μήνυσε τη χώρα, στη βάση του Κεφαλαίου 11 της NAFTA, και πέτυχε αποζημίωση 251 εκατ. δολαρίων. Τον Αύγουστο του 2008 νίκη κατά του Καναδά πέτυχε και η αμερικανική εταιρεία αγροχημικών Dow AgroSciences.
To 2012, μία χρονιά-ρεκόρ για τέτοιου είδους προσφυγές, με τις υποθέσεις να υπερβαίνουν τις 500 παγκοσμίως, το 42% των αποφάσεων ήταν υπέρ των κυβερνήσεων, το 31% υπέρ των επενδυτών και στις υπόλοιπες υπήρξε εξωδικαστικός συμβιβασμός.
Aξίζει να αναφέρουμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα χρειαστεί τουλάχιστον 18 μήνες για να καταλήξει στην απόφασή του. Από τις 21 Σεπτεμβρίου και έως ότου η απόφαση εκδοθεί, η CETA θα τεθεί σε ισχύ εν μέρει και προσωρινά.
[SID:11318650]