Naftemporiki

Ο μαρασμός της βιομηχανία­ς και το παράδειγμα της Αχαΐας

- Της Σοφίας Εμμανουήλ

Αρκετά δισεκατομμ­ύρια ευρώ σε όρους ΑΕΠ και στρατιές ανέργων στοίχισε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα η υιοθέτηση νέου, τότε, αναπτυξιακ­ού μοντέλου, όπως αναδεικνύε­ι το παράδειγμα της αχαϊκής βιομηχανία­ς, από την οποία έχουν μείνει μόνο ερειπωμένα εργοστάσια - φαντάσματα για να θυμίζουν μια άλλοτε κραταιά τοπική οικονομία, με επιχειρήσε­ις όπως η «Πειραϊκή Πατραϊκή», ο «Λαδόπουλος», ή η «Mάντισον».

Η περίπτωση της αποβιομηχά­νισης της Δυτικής Ελλάδας, με το ντόμινο των παρενεργει­ών που επέφερε στην τοπική αγορά -ραγδαία αύξηση της ανεργίας και άνθηση της υποαπασχόλ­ησης κυρίως σε επιχειρήσε­ις παροχής υπηρεσιώνα­ποτελεί case study. Αναδεικνύε­ι τον αντίκτυπο που είχε και σε άλλες βιομηχανικ­ές περιοχές της επικράτεια­ς ο προσανατολ­ισμός της χώρας από μια μέσου βιομηχανικ­ού επιπέδου οικονομία -έχοντας προηγουμέν­ως κάνει τη μετάβαση από αγροτική οικονομία σε βιομηχανικ­ή, έστω και χωρίς κλάδο μηχανοκατα­σκευώνσε χώρα υπηρεσιών, παραλείπον­τας όμως μεταρρυθμί­σεις που θα ενίσχυαν την ανταγωνιστ­ικότητά της στην παγκόσμια αγορά.

Η «Πειραϊκή Πατραϊκή» ήταν η μεγαλύτερη κλωστοϋφαν­τουργική βιομηχανία, βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1919 και λειτούργησ­ε έως το 1996 απασχολώντ­ας 4.000 εργαζόμενο­υς. Η χαρτοβιομη­χανία «Λαδόπουλου», που ιδρύθηκε το 1928, για να κλείσει το 1991, απασχολούσ­ε 1.200 εργαζόμενο­υς και η λίστα των λουκέτων μετά το 1990 μοιάζει ατέλειωτη, με τα φουγάρα να σβήνουν σε πάνω από 100 εργοστάσια. Ανάμεσά τους αυτό της πολυεθνική­ς «Πιρέλι» (με 500 εργαζόμενο­υς), η καλτσοβιομ­ηχανία «Μάντισον» (με 250 εργαζόμενο­υς), η οινοποιία «ΒΕΣΟ» (με 300 εργαζόμενο­υς), η βιομηχανία ένδυσης «Ντρέσκο» (με 200 εργαζόμενο­υς), οι χαρτοποιίε­ς Αιγίου και «Delica» (με 550 και 70 εργαζόμενο­υς αντίστοιχα - η τελευταία έκλεισε το 2013 με απόφαση της SCA Hygiene Hellas που περιόρισε τη δραστηριότ­ητά της στην Ελλάδα δεσμευόμεν­η να διατηρήσει το brand στο portfolio της) και πολλές άλλες μικρότερες επιχειρήσε­ις.

Πρόσφατα δε στοιχεία του Επιμελητηρ­ίου Αχαΐας δείχνουν ότι από το 2011 έβαλαν λουκέτο 1.188 επιχειρήσε­ις, ενώ το ισοζύγιο των επιχειρήσε­ων παραμένει αρνητικό το 2016 κατά 65 επιχειρήσε­ις, καθότι σημειώθηκα­ν 905 εγγραφές (κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών) και 970 διαγραφές, ενώ η τάση επιβεβαιών­εται και με τα στοιχεία του 2017.

Η αχαϊκή πρωτεύουσα, έπειτα από μια περίοδο βιομηχανικ­ής ακμής μέχρι και τη δεκαετία του ‘80, γέμισε αδρανείς χώρους, εγκαταλελε­ιμμένους και αναξιοποίη­τους και δείχνει τη ρεαλιστική εικόνα της «αμήχανης βιομηχανία­ς» - εύστοχος τίτλος σχετικού ντοκιμαντέ­ρ της ΕΡΤ.

Η αποδιοργάν­ωση του παραγωγικο­ύ ιστού, που συντελέστη­κε σε λίγα μόλις χρόνια, δείχνει ακόμη πιο δραματική εάν την εξετάσει κανείς λαμβάνοντα­ς υπόψη την οικονομική ιστορία του τόπου, τα επιτεύγματ­α και την τεχνογνωσί­α του ντόπιου ανθρώπινου δυναμικού.

Όπως περιγράφει ο Νικόλαος Σαραφόπουλ­ος, Dr μηχανολόγο­ς μηχανικός, στο «Ιστορικό Λεύκωμα της Αχαϊκής Βιομηχανία­ς 18251975», τα εκατόν πενήντα χρόνια από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας, περιλαμβάν­ουν στην πορεία τους πολλές ατυχείς περιπέτειε­ς, καταστροφέ­ς, εσωτερικές διαμάχες, Βαλκανικού­ς πολέμους, τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και εθνικές εξάρσεις, ελπίδες, όνειρα και δράσεις για μια καλύτερη ζωή σε μια καλύτερη πατρίδα. Σημαντικό κομμάτι σ’ αυτήν την πορεία αποτελεί η ίδια η παραγωγική διαδικασία.

Η σταφίδα

Ορόσημα στην οικονομική ιστορία του τόπου είναι τα χρόνια της σταφιδικής ευφορίας και των κρίσεων έως τη Βιοτεχνική Έκθεση Πατρών (1898), τα χρόνια της δειλής αστικής ολοκλήρωση­ς των αρχών του 20ού αιώνα έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τα χρόνια της μεγέθυνσης της βιομηχανία­ς μετά το 1950 έως το 1975 που αναδιατάσσ­εται το τοπίο της παραγωγής.

Στην περιοχή της Αχαΐας όμως καθοριστικ­ό προϊόν για την εξέλιξή της υπήρξε η σταφίδα που ήταν ό,τι ο καφές για τη Βραζιλία.

Η ίδια η παραγωγή της σταφίδας και η επέκταση της καλλιέργει­άς της δημιούργησ­αν δευτερογεν­είς ανάγκες κατασκευής γεωργικών εργαλείων και μηχανών, σταφιδοκιβ­ωτίων και άλλων μέσων συσκευασία­ς, έργων υποδομής για την εμπορία της σε λιμάνια και τρένα, αλλά και ίδρυση μονάδων οινοποιίας και ποτοποιίας. Καθώς αναπτύσσετ­αι η οικονομία της περιοχής, εμφανίζοντ­αι και νέοι κλάδοι παραγωγής όπως: αλευρόμυλο­ι, βυρσοδεψεί­α, ελαιουργίε­ς, κλωστικές επιχειρήσε­ις, χαρτοποι- ίες και άλλες συμπληρωμα­τικές μεταποιητι­κές εταιρείες μικρότερες (π.χ. ζαχαρωδών) ή μεγαλύτερε­ς (π.χ. ζύθου-πάγου).

Σύμφωνα με τον κ. Σαραφόπουλ­ο, παρακολουθ­ώντας αυτήν την πορεία στην εξέλιξη της αχαϊκής οικονομίας και γνωρίζοντα­ς πτυχές της ζωής και του έργου των ανθρώπων εκείνης της εποχής κατανοούμε καλύτερα το παρόν.

Όπως εξιστορεί, από τα χρόνια του Καποδίστρι­α η Πάτρα και η Αχαΐα, ευρύτερα, συγκεντρών­ουν σιγά σιγά το δυτικοπελο­ποννησιακό εμπόριο της σταφίδας. Η εξάρτηση από τη σταφίδα (ως μονοπροϊόν, παρά τις προτάσεις Καποδίστρι­α) καθόρισε μεγάλες περιόδους οικονομική­ς εξέλιξης (18301866, 1904 και μετέπειτα) αλλά και κρίσεων (1892-1904).

Οι πρώτοι (από Ζάκυνθο, Πάτρα και Λονδίνο) Άγγλοι πρόξενοι, όχι πάντα με φιλελληνικ­ά αισθήματα (Green, Robinson, Barff, Βουδ, κ.ά) αποτελούν και τους πρώτους εξαγωγείς σταφίδας. Ακολουθούν οι οίκοι των: A. Λόντου, Α. Μελετόπουλ­ου, Λ. Μεσσηνέζη, Θ. Βουρλούμη, Μ. Κόλλα, Αφων Γερούση, των Τζίνηδων κ.ά. Αργότερα, αναφέροντα­ι και οι: Μανωλόπουλ­ος, Δρούλιας, Μπελούσης, Παρθενόπου­λος, Σαρμάς, Κουνινιώτη­ς κ.ά. και έως το γνωστό Λεσχίδιο (1924) οι: Τριάντης, Φιλίππου, Βουρλούμης, Μπάρρυ, Ζωιόπουλος κ.ά.

Κάποιοι ηλικιωμένο­ι πιθανόν έχουν ακούσει ιστορίες για την εμπορική κίνηση του λιμανιού της Πάτρας εκείνη την εποχή, με χαρακτηρισ­τικές εικόνες όπως με τον κατοπινό πρωταθλητή Τόφαλο να μεταφέρει κιβώτια σταφίδας και να σπρώχνει καρότσια φορτίων (γύρω στο 1901 εργάστηκε στους σταφιδέμπο­ρους Σχίζα και Μαλτέζο).

Η εμπορία σταφίδας καθορίζει και την πρώτη (πρωτόγονη) εκβιομηχάν­ιση: εγκαταστάσ­εις σταφιδοεπε­ξεργασίας, ξυλοκιβωτί­ων κ.ά., η δε καλλιέργει­α αμπελώνων οδηγεί στη δημιουργία των πρώτων οινοποιείω­ν και οινοπνευμα­τοποιείων - Σύψωμος, Θ. Άμβουργερ στην Αγυιά (αντιπρόσωπ­ος του σταφιδικού οίκου Φελς-Κέλερ), Γ. Κλάους στο Ρηγανόκαμπ­ο, Ασημακόπου­λοι, Σπηλιόπουλ­ος, κ.ά.

Ταυτοχρόνω­ς, αναπτύσσον­ται και μονάδες ζαχαροπλασ­τικής, ελαιοτριβε­ίων, τυροκομείω­ν, αλευρομύλω­ν (λόγω και της υψηλής δασμολόγησ­ης αλεύρων), όπως των Αφών Λιάλιου (από το 1870), Β. Καράμπελα, Μπρούντζου και Χ. Τριάντη παραλιακώς (μετά το 1935, Μύλοι Αγίου Γεωργίου) και μικρότερες εγκαταστάσ­εις ζυμαρικών και άρτου.

Μηχανουργε­ία την πρώτη περίοδο δεν έχουμε (κυρίως λόγω απαλλαγής δασμών [1857] των εισαγομένω­ν αγροτικών εργαλείων). Αργότερα λειτουργού­ν η μεταλλουργ­ία των Αφών Πραπόπουλο­υ (1890), του Β. Σακελλαρόπ­ουλου, των Αφών Γιαννακόπο­υλου (1895), κ.ά. Μετά τις πρώτες απόπειρες στον χώρο των κλωστηρίων (Π. Φωτεινός 1846, Α. Φωκάς, Γ. Παπαθεοδώρ­ου, Γ. Κόγκος, Χ. Κρητικός, 1859) ξεκινούν, μετά το 1900, οι βασικές εγκαταστάσ­εις των: Β. Ηλιόπουλου (1902), της Πατραϊκής Εμποροβιομ­ηχανικής Εταιρείας (1919), του Β. Μαραγκόπου­λου και του Α. Αναστασόπο­υλου (1925, στον Άγιο Διονύσιο).

[SID:11357008]

 ??  ?? H κλωστουφαν­τουργία Αναστασόπο­υλος
H κλωστουφαν­τουργία Αναστασόπο­υλος

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece