Ο μαρασμός της βιομηχανίας και το παράδειγμα της Αχαΐας
Αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ σε όρους ΑΕΠ και στρατιές ανέργων στοίχισε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα η υιοθέτηση νέου, τότε, αναπτυξιακού μοντέλου, όπως αναδεικνύει το παράδειγμα της αχαϊκής βιομηχανίας, από την οποία έχουν μείνει μόνο ερειπωμένα εργοστάσια - φαντάσματα για να θυμίζουν μια άλλοτε κραταιά τοπική οικονομία, με επιχειρήσεις όπως η «Πειραϊκή Πατραϊκή», ο «Λαδόπουλος», ή η «Mάντισον».
Η περίπτωση της αποβιομηχάνισης της Δυτικής Ελλάδας, με το ντόμινο των παρενεργειών που επέφερε στην τοπική αγορά -ραγδαία αύξηση της ανεργίας και άνθηση της υποαπασχόλησης κυρίως σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιώναποτελεί case study. Αναδεικνύει τον αντίκτυπο που είχε και σε άλλες βιομηχανικές περιοχές της επικράτειας ο προσανατολισμός της χώρας από μια μέσου βιομηχανικού επιπέδου οικονομία -έχοντας προηγουμένως κάνει τη μετάβαση από αγροτική οικονομία σε βιομηχανική, έστω και χωρίς κλάδο μηχανοκατασκευώνσε χώρα υπηρεσιών, παραλείποντας όμως μεταρρυθμίσεις που θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητά της στην παγκόσμια αγορά.
Η «Πειραϊκή Πατραϊκή» ήταν η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία, βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1919 και λειτούργησε έως το 1996 απασχολώντας 4.000 εργαζόμενους. Η χαρτοβιομηχανία «Λαδόπουλου», που ιδρύθηκε το 1928, για να κλείσει το 1991, απασχολούσε 1.200 εργαζόμενους και η λίστα των λουκέτων μετά το 1990 μοιάζει ατέλειωτη, με τα φουγάρα να σβήνουν σε πάνω από 100 εργοστάσια. Ανάμεσά τους αυτό της πολυεθνικής «Πιρέλι» (με 500 εργαζόμενους), η καλτσοβιομηχανία «Μάντισον» (με 250 εργαζόμενους), η οινοποιία «ΒΕΣΟ» (με 300 εργαζόμενους), η βιομηχανία ένδυσης «Ντρέσκο» (με 200 εργαζόμενους), οι χαρτοποιίες Αιγίου και «Delica» (με 550 και 70 εργαζόμενους αντίστοιχα - η τελευταία έκλεισε το 2013 με απόφαση της SCA Hygiene Hellas που περιόρισε τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα δεσμευόμενη να διατηρήσει το brand στο portfolio της) και πολλές άλλες μικρότερες επιχειρήσεις.
Πρόσφατα δε στοιχεία του Επιμελητηρίου Αχαΐας δείχνουν ότι από το 2011 έβαλαν λουκέτο 1.188 επιχειρήσεις, ενώ το ισοζύγιο των επιχειρήσεων παραμένει αρνητικό το 2016 κατά 65 επιχειρήσεις, καθότι σημειώθηκαν 905 εγγραφές (κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών) και 970 διαγραφές, ενώ η τάση επιβεβαιώνεται και με τα στοιχεία του 2017.
Η αχαϊκή πρωτεύουσα, έπειτα από μια περίοδο βιομηχανικής ακμής μέχρι και τη δεκαετία του ‘80, γέμισε αδρανείς χώρους, εγκαταλελειμμένους και αναξιοποίητους και δείχνει τη ρεαλιστική εικόνα της «αμήχανης βιομηχανίας» - εύστοχος τίτλος σχετικού ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ.
Η αποδιοργάνωση του παραγωγικού ιστού, που συντελέστηκε σε λίγα μόλις χρόνια, δείχνει ακόμη πιο δραματική εάν την εξετάσει κανείς λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ιστορία του τόπου, τα επιτεύγματα και την τεχνογνωσία του ντόπιου ανθρώπινου δυναμικού.
Όπως περιγράφει ο Νικόλαος Σαραφόπουλος, Dr μηχανολόγος μηχανικός, στο «Ιστορικό Λεύκωμα της Αχαϊκής Βιομηχανίας 18251975», τα εκατόν πενήντα χρόνια από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας, περιλαμβάνουν στην πορεία τους πολλές ατυχείς περιπέτειες, καταστροφές, εσωτερικές διαμάχες, Βαλκανικούς πολέμους, τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και εθνικές εξάρσεις, ελπίδες, όνειρα και δράσεις για μια καλύτερη ζωή σε μια καλύτερη πατρίδα. Σημαντικό κομμάτι σ’ αυτήν την πορεία αποτελεί η ίδια η παραγωγική διαδικασία.
Η σταφίδα
Ορόσημα στην οικονομική ιστορία του τόπου είναι τα χρόνια της σταφιδικής ευφορίας και των κρίσεων έως τη Βιοτεχνική Έκθεση Πατρών (1898), τα χρόνια της δειλής αστικής ολοκλήρωσης των αρχών του 20ού αιώνα έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τα χρόνια της μεγέθυνσης της βιομηχανίας μετά το 1950 έως το 1975 που αναδιατάσσεται το τοπίο της παραγωγής.
Στην περιοχή της Αχαΐας όμως καθοριστικό προϊόν για την εξέλιξή της υπήρξε η σταφίδα που ήταν ό,τι ο καφές για τη Βραζιλία.
Η ίδια η παραγωγή της σταφίδας και η επέκταση της καλλιέργειάς της δημιούργησαν δευτερογενείς ανάγκες κατασκευής γεωργικών εργαλείων και μηχανών, σταφιδοκιβωτίων και άλλων μέσων συσκευασίας, έργων υποδομής για την εμπορία της σε λιμάνια και τρένα, αλλά και ίδρυση μονάδων οινοποιίας και ποτοποιίας. Καθώς αναπτύσσεται η οικονομία της περιοχής, εμφανίζονται και νέοι κλάδοι παραγωγής όπως: αλευρόμυλοι, βυρσοδεψεία, ελαιουργίες, κλωστικές επιχειρήσεις, χαρτοποι- ίες και άλλες συμπληρωματικές μεταποιητικές εταιρείες μικρότερες (π.χ. ζαχαρωδών) ή μεγαλύτερες (π.χ. ζύθου-πάγου).
Σύμφωνα με τον κ. Σαραφόπουλο, παρακολουθώντας αυτήν την πορεία στην εξέλιξη της αχαϊκής οικονομίας και γνωρίζοντας πτυχές της ζωής και του έργου των ανθρώπων εκείνης της εποχής κατανοούμε καλύτερα το παρόν.
Όπως εξιστορεί, από τα χρόνια του Καποδίστρια η Πάτρα και η Αχαΐα, ευρύτερα, συγκεντρώνουν σιγά σιγά το δυτικοπελοποννησιακό εμπόριο της σταφίδας. Η εξάρτηση από τη σταφίδα (ως μονοπροϊόν, παρά τις προτάσεις Καποδίστρια) καθόρισε μεγάλες περιόδους οικονομικής εξέλιξης (18301866, 1904 και μετέπειτα) αλλά και κρίσεων (1892-1904).
Οι πρώτοι (από Ζάκυνθο, Πάτρα και Λονδίνο) Άγγλοι πρόξενοι, όχι πάντα με φιλελληνικά αισθήματα (Green, Robinson, Barff, Βουδ, κ.ά) αποτελούν και τους πρώτους εξαγωγείς σταφίδας. Ακολουθούν οι οίκοι των: A. Λόντου, Α. Μελετόπουλου, Λ. Μεσσηνέζη, Θ. Βουρλούμη, Μ. Κόλλα, Αφων Γερούση, των Τζίνηδων κ.ά. Αργότερα, αναφέρονται και οι: Μανωλόπουλος, Δρούλιας, Μπελούσης, Παρθενόπουλος, Σαρμάς, Κουνινιώτης κ.ά. και έως το γνωστό Λεσχίδιο (1924) οι: Τριάντης, Φιλίππου, Βουρλούμης, Μπάρρυ, Ζωιόπουλος κ.ά.
Κάποιοι ηλικιωμένοι πιθανόν έχουν ακούσει ιστορίες για την εμπορική κίνηση του λιμανιού της Πάτρας εκείνη την εποχή, με χαρακτηριστικές εικόνες όπως με τον κατοπινό πρωταθλητή Τόφαλο να μεταφέρει κιβώτια σταφίδας και να σπρώχνει καρότσια φορτίων (γύρω στο 1901 εργάστηκε στους σταφιδέμπορους Σχίζα και Μαλτέζο).
Η εμπορία σταφίδας καθορίζει και την πρώτη (πρωτόγονη) εκβιομηχάνιση: εγκαταστάσεις σταφιδοεπεξεργασίας, ξυλοκιβωτίων κ.ά., η δε καλλιέργεια αμπελώνων οδηγεί στη δημιουργία των πρώτων οινοποιείων και οινοπνευματοποιείων - Σύψωμος, Θ. Άμβουργερ στην Αγυιά (αντιπρόσωπος του σταφιδικού οίκου Φελς-Κέλερ), Γ. Κλάους στο Ρηγανόκαμπο, Ασημακόπουλοι, Σπηλιόπουλος, κ.ά.
Ταυτοχρόνως, αναπτύσσονται και μονάδες ζαχαροπλαστικής, ελαιοτριβείων, τυροκομείων, αλευρομύλων (λόγω και της υψηλής δασμολόγησης αλεύρων), όπως των Αφών Λιάλιου (από το 1870), Β. Καράμπελα, Μπρούντζου και Χ. Τριάντη παραλιακώς (μετά το 1935, Μύλοι Αγίου Γεωργίου) και μικρότερες εγκαταστάσεις ζυμαρικών και άρτου.
Μηχανουργεία την πρώτη περίοδο δεν έχουμε (κυρίως λόγω απαλλαγής δασμών [1857] των εισαγομένων αγροτικών εργαλείων). Αργότερα λειτουργούν η μεταλλουργία των Αφών Πραπόπουλου (1890), του Β. Σακελλαρόπουλου, των Αφών Γιαννακόπουλου (1895), κ.ά. Μετά τις πρώτες απόπειρες στον χώρο των κλωστηρίων (Π. Φωτεινός 1846, Α. Φωκάς, Γ. Παπαθεοδώρου, Γ. Κόγκος, Χ. Κρητικός, 1859) ξεκινούν, μετά το 1900, οι βασικές εγκαταστάσεις των: Β. Ηλιόπουλου (1902), της Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας (1919), του Β. Μαραγκόπουλου και του Α. Αναστασόπουλου (1925, στον Άγιο Διονύσιο).
[SID:11357008]