Οι ανισότητες δυναμιτίζουν την ανάπτυξη
Η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων υπονομεύει τόσο την οικονομική πρόοδο όσο και την κοινωνική σταθερότητα
Το γεγονός ότι ο πλούτος συγκεντρώνεται σε ολοένα λιγότερα χέρια -στις ΗΠΑ το 10% των πλουσιότερων Αμερικανών κατέχει το 75% του πλούτου της χώρας, έναντι μ.ό. 50% για τις χώρες του ΟΟΣΑ και 40% για την Ελλάδα- αναδεικνύει μια ανισότητα μεγαλύτερη από την ανισότητα των εισοδημάτων, η οποία υπονομεύει την οικονομική πρόοδο, όπως δείχνει μελέτη της Citi σε συνεργασία με τη σχολή Oxford Martin, του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που δημοσιεύθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου.
«Ανισότητα και ευημερία στον βιομηχανοποιημένο κόσμο» είναι ένα από τα θέματα που διερευνά και αναπτύσσει η ομάδα της Citi Global Perspective & Solutions προκειμένου να προσφέρει στους πελάτες της Citi εργαλεία για να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις σύγχρονες προκλήσεις. Βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί στις περισσότερες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση που ακολούθησε την παγκόσμια οικονομική κρίση - όπως η Ελλάδα. Στο πλαίσιο της διερεύνησης των παραγόντων που αυξάνουν την ανισότητα εντοπίζεται η βαρύτητα της τεχνολογικής εξέλιξης, της παγκοσμιοποίησης, της απορρύθμισης, της μειούμενης δύναμης των συνδικάτων, της δημογραφικής αλλαγής, αλλά και της αναδιανομής των φόρων.
Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η ανισότητα μπορεί να υπονομεύσει την οικονομική πρόοδο, με τον ισχυρισμό ότι η παγκόσμια ανάπτυξη έχει υποχωρήσει τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ οι ανισότητες έχουν αυξηθεί.
Η αυξανόμενη ανισότητα μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τη συνοχή του κοινωνικού ιστού και να συμβάλει στην υποβάθμιση των πολιτικών διαδικασιών και στην άνοδο του λαϊκισμού. Μάλιστα, σε σχετική κατάταξη επιλεγμένων χωρών με βάση την υποστήριξη που τυγχάνουν τα λαϊκά κόμματα σε συνάρτηση με την εισοδηματική ανισότητα που καταγράφεται στις χώρες αυτές, η Ελλάδα εμφανίζεται στην πρώτη θέση ακολουθούμενη από την Κροατία και την Ουγγαρία.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, διαπιστώνεται ότι η ανισότητα στα εισοδήματα μειώνεται και αυτή η τάση έχει συμβάλει σε μια αξιοσημείωτη μείωση του συνολικού αριθμού των ατόμων που θεωρείται ότι βρίσκονται σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Μείωση διαπιστώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 -από 1,85 δισ. σε 800 εκατομμύρια-, παρά τον αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό.
Ωστόσο, οι ανισότητες ως προς τη συγκέντρωση του πλούτου έχουν αυξηθεί από τη δεκαετία του ‘80 στις περισσότερες από τις πλέον προηγμένες οικονομίες.
Οι ανισότητες έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα έντονα σε ορισμένες χώρες που εμφάνιζαν ήδη σημαντικά επίπεδα ανισοτήτων πριν από δεκαετίες (κυρίως στις ΗΠΑ), καθώς και σε ορισμένες χώρες που ξεκίνησαν με πολύ χαμηλότερα επίπεδα ανισότητας (όπως η Σουηδία).
Η Ελλάδα μαζί με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πορτογαλία και τις χώρες της Βαλτικής είναι από τις χώρες που εμφανίζουν τις μεγαλύτερες ανισότητες με βάση τον συντελεστή Gini - που μετρά την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου των κατοίκων μιας χώρας και θεωρείται μέτρο ανισότητας. Ένας συντελεστής Gini μηδέν εκφράζει την τέλεια ισότητα, ενώ ένας συντελεστής Gini 1 (ή 100%) εκφράζει μέγιστη ανισότητα σε μια χώρα.
Αντίθετα, κάποιες πρώην σοσιαλιστικές λαϊκές δημοκρατίες (Σλοβενία, Σλοβακία, Τσεχική Δημοκρατία) και ορισμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Ισλανδία, Νορβηγία, Δανία) εμφανίζουν χαμηλά ποσοστά ανισοτήτων. Γερμανία και Γαλλία είναι σε μια μέση κατάσταση και εμφανίζουν λίγο χαμηλότερα ποσοστά ανισοτήτων από την Ιαπωνία.
Γενικά διαπιστώνεται ότι οι φτωχότερες χώρες συχνά εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας απ’ ό,τι οι πλουσιότερες χώρες, αν και υπάρχουν αξιοσημείωτα παραδείγματα όπου συμβαίνει το αντίθετο.
Το βασικό μήνυμα από μια εις βάθος εξέταση των συγκριτικών δεδομένων είναι ότι τα υψηλότερα εισοδήματα τείνουν να αυξάνονται ταχύτερα απ’ ό,τι τα χαμηλότερα εισόδημα. Αυτό ισχύει για όλες τις προηγμένες οικονομίες.
Ως αποτέλεσμα, οι ανισότητες έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 1980 στις περισσότερες πλούσιες χώρες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι εισοδηματικές ανισότητες είτε μειώθηκαν είτε παρέμειναν σε σχετικά χαμηλό επίπεδο σε πολλές προηγμένες οικονομίες. Από τότε όμως, σύμφωνα με τον συντελεστή Gini, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν στα τρία τέταρτα των χωρών του ΟΟΣΑ.
Σε λίγους τα πολλά
Η ανισότητα του πλούτου έχει αυξηθεί συνολικά, δηλαδή ο πλούτος είναι πολύ πιο άνισα κατανεμημένος από το εισόδημα. Οι ΗΠΑ εμφανίζουν τη μεγαλύτερη απόκλιση, με το 75% του πλούτου να κατέχεται από το 10% των πολιτών, σε σύγκριση με 50% που παρατηρείται κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Μάλιστα, το μερίδιο του πλούτου που κρατείται από το κορυφαίο 1% των κατόχων περιουσιακών στοιχείων είναι τόσο μεγάλο σε αξία όσο το μερίδιο του εισοδήματος που απολαμβάνει το 10% των καλύτερα πληρωμένων μισθωτών.
Σε επίπεδο χωρών, η Βρετανία εμφανίζει ένα ενδιάμεσο επίπεδο ανισότητας πλούτου. Οι Κάτω Χώρες και η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζονται από μεσαίου επιπέδου εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και σχετικά υψηλά επίπεδα ανισότητας πλούτου. Το μερίδιο του συνολικού πλούτου που κατέχουν οι πλουσιότεροι στις ΗΠΑ αυξάνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1980. Σε Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, για παράδειγμα, το 10% των πλουσιότερων πολιτών ελέγχει το 45% του συνολικού πλούτου.
Συμπεραίνεται λοιπόν ότι η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου μεταξύ ιδιωτών και νοικοκυριών είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την ανισότητα εισοδημάτων. Διερευνώντας τη συγκέντρωση του πλούτου σε μικρότερα μερίδια διαπιστώνεται ότι στις ΗΠΑ, το 1% ελέγχει σχεδόν το 40% του συνολικού πλούτου, ενώ στις περισσότερες χώρες αυτό το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 15% και 25%. Την ίδια στιγμή το 10% των πιο πλούσιων στην Αυστρία, στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες ελέγχει το 60% του πλούτου της χώρας, ποσοστό που φθάνει στο 50% σε Γαλλία, Νορβηγία και Πορτογαλία, στο 45% σε Βέλγιο, Φινλανδία, Ιταλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο και περίπου στο 40% στην Ελλάδα.
Οι παράγοντες αυτής της αύξησης της ανισότητας περιλαμβάνουν την τεχνολογική αλλαγή και την παγκοσμιοποίηση, καθώς και τη δομή και τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Το θεσμικό πλαίσιο διαδραματίζει επίσης κεντρικό ρόλο, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τις διακυμάνσεις που παρατηρούνται μεταξύ των χωρών.
[SID:11356687]