«Καλλιεργώντας» την ψηφιακή γεωργία
Ανάγκη εκσυγχρονισμού των πρακτικών στον αγροτικό τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων
Τεράστιες προκλήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν ο αγροτικός τομέας και η βιομηχανία τροφίμων παγκοσμίως, όπως η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και η κλιματική αλλαγή, με ολοένα και πιο συχνή την εμφάνιση και ένταση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως η ξηρασία και οι πλημμύρες. Η αύξηση του πληθυσμού συνεπάγεται και αυξημένη ζήτηση για βασικά είδη διατροφής, τη στιγμή που οι εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης ανά τον κόσμο είναι περιορισμένες και μετά βίας καλύπτουν τις ανάγκες των πολιτών. Στις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και την αύξηση της προσφοράς, ο αγροτικός τομέας έχει «συμμάχους» την ψηφιακή τεχνολογία και την επιστημονική έρευνα με απώτερο στόχο σύγχρονες και πιο αποδοτικές μεθόδους καλλιέργειας.
Οι παραπάνω προκλήσεις εγείρουν ερωτήματα για το κατά πόσον η ανθρωπότητα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας επισιτιστικής κρίσης. Έως το 2050, ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί από τα 7,5 δισ. σε δέκα δισ. κατοίκους, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO). Τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού θα ζουν σε αστικά κέντρα, ενώ το 90% της πληθυσμιακής αύξησης θα είναι σε Ασία και Αφρική.
Με βάση τις εκτιμήσεις του FAO, η αύξηση του πληθυσμού συνεπάγεται κατά μέσο όρο 50% μεγαλύτερες ανάγκες σε γεωργικά προϊόντα από ό,τι το 2013 και 70% περισσότερο κρέας στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς αλλάζουν οι διατροφικές συνήθειες των πολιτών. Για τις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής, οι ανάγκες σε τρόφιμα αναμένεται να αυξηθούν έως και 112% έως τα μέσα του αιώνα.
Σε επίπεδο προσφοράς, όμως, οι αγρότες θα πρέπει να παράγουν περισσότερα από τις ίδιες ή και ακόμη μικρότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Μόλις το 3% της επιφάνειας της Γης είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Και από αυτό το ποσοστό, μόλις το 18% δηλαδή μόλις το 0,5% της συνολικής επιφάνειας της Γης- μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καλλιέργεια βασικών ειδών διατροφής, όπως σιτηρά ή ρύζι. Το υπόλοιπο 71% χρησιμοποιείται για ζωοτροφές και το 18% για καλλιέργειες που προορίζονται για βιοκαύσιμα.
«Χρειάζεται να αυξήσουμε σημαντικά την παραγωγή, προστατεύοντας παράλληλα τους φυσικούς μας πόρους», υπογράμμισε ο Λίαμ Κόντον, πρόεδρος του τμήματος Επιστήμης Γεωργίας (Crop Science) της Bayer, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της εταιρείας με θέμα «Διάλογος για το μέλλον της γεωργίας», που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Παρά τις αυξημένες ανάγκες, η παραγωγικότητα της γεωργικής γης αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Παρότι στα περισσότερα είδη αγροτικής καλλιέργειας η παραγωγικότητα αυξανόταν με μέσους ετήσιους ρυθμούς 1,7% το διάστημα από το 1961 έως το 2007, σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO οι ρυθμοί αυτοί θα υποχωρήσουν κάτω από 1% έως το 2050. Συγκεκριμένα, ο FAO προβλέπει μελλοντικούς ρυθμούς αύξησης των στρεμματικών αποδόσεων μόλις 0,7% για τις καλλιέργειες σιταριού, 0,6% για το ρύζι και 0,6% για το καλαμπόκι. Για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για βασικά είδη διατροφής έως το 2050, οι στρεμματικές αποδόσεις στις καλλιέργειες δημητριακών πρέπει να αυξάνονται ετησίως περίπου κατά 1%. Οι συνολικές ποσότητες δημητριακών που θα χρειάζεται η ανθρωπότητα το 2050 θα προσεγγίζει τα τρία δισ. τόνους, βάσει των εκτιμήσεων του FAO. Σε πρόσφατη έκθεσή του, ο Οργανισμός εκτιμά ότι η παραγωγή δημητριακών του 2017 θα ανέλθει σε 2,611 δισ. τόνους. Εξ αυτών, μόνο το 43% προορίζεται για τροφή, το 36% για ζωοτροφές, το 14% για άλλες χρήσεις (βιομηχανική παραγωγή, βιοπλαστικά) και 7% για βιοκαύσιμα. Από την άλλη πλευρά, περίπου το ένα τρίτο της τροφής παγκοσμίως -περίπου 1,3 δισ. τόνοι ετησίως, ποσότητα αρκετή για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες τριών δισεκατομμυρίων ανθρώπων για έναν χρόνοείτε χάνεται κατά τη διαδικασία παραγωγής είτε καταλήγει στα σκουπίδια.