Αυστηρότερο καθεστώς κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων
ΕΚΤ: Σε δύο χρόνια οι προβλέψεις για το 100% χορηγήσεων χωρίς εξασφαλίσεις και σε 7 με εξασφαλίσεις
Τέρμα στην ελλιπή κάλυψη από προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών θέτει η ΕΚΤ, καθιστώντας σαφή την απαίτησή της οι τράπεζες να προχωρούν σε δραστικές κινήσεις για την ανάκτηση ενεχύρων. Τα νέα δεδομένα που θέτει η ενιαία εποπτική αρχή αφορούν πρωτίστως τις τράπεζες χωρών με υψηλό απόθεμα «κόκκινων» δανείων -όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία-, αλλά στοχεύει στην ενίσχυση συνολικά του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος που βαρύνεται με επισφάλειες 1 τρισ. ευρώ.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε χθες την έναρξη διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης επί σχεδίου συμπληρωματικού εγγράφου στο έγγραφο που είχε δημοσιεύσει στις 20 Μαρτίου 2017 και αφορούσε τις κατευθύνσεις για τη διαχείριση και μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Στο έγγραφο αυτό προβλέπεται διετής περίοδος για την πλήρη κάλυψη από προβλέψεις δανείων χωρίς εξασφαλίσεις και επταετής περίοδος για την αντίστοιχη κάλυψη δανείων με εξασφαλίσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα οφείλουν εφεξής, εντός διετίας μάξιμουμ, να καλύπτουν από προβλέψεις στο 100% της ονομαστικής αξίας τους δάνεια καταναλωτικά ή προερχόμενα από κάρτες και αντιστοίχως εντός το πολύ επταετίας δάνεια στεγαστικά. Επιπλέον, θα πρέπει να αιτιολογούν στις εποπτικές αρχές τυχόν απόκλιση από τις κατευθύνσεις. Με βάση τις αιτιολογήσεις των τραπεζών, η ΕΚΤ θα αξιολογεί την ανάγκη λήψης πρόσθετων εποπτικών μέτρων.
Οι προληπτικές προβλέψεις θα ισχύουν για όλα τα ανοίγματα που ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) από την 1η Ιανουαρίου 2018 και μετά. Θα λαμβάνουν δε υπ’ όψιν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα δάνειο έχει ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο, καθώς και τον βαθμό κάλυψης και την αποτίμηση αξίας της εξασφάλισης. Σημειώνεται ότι ένα δάνειο ταξινομείται ως μη εξυπηρετούμενο αν βρίσκεται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών.
Όπως διαπιστώνει η ΕΚΤ, πολλές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο και έχουν υποβάλει αξιόπιστες στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων μείωσης των «κόκκινων» δανείων τους. Ωστόσο, για ορισμένες τράπεζες απαιτούνται ακόμη βελτιώσεις. Κατόπιν αυτού, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τον σχηματισμό προβλέψεων για τα αποθέματα ΜΕΔ, καθώς και τις εξελίξεις όσον αφορά τις στρατηγικές για τα ΜΕΔ. Μέχρι το τέλος του α’ τριμήνου του 2018, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα παρουσιάσει τις σκέψεις της για περαιτέρω πολιτικές με σκοπό την αντιμετώπιση του υφιστάμενου αποθέματος των ΜΕΔ, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων μεταβατικών ρυθμίσεων. Για το θέμα η ΕΚΤ θα διοργανώσει στις 30 Νοεμβρίου δημόσια συζήτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης στις εγκαταστάσεις της στη Φραγκφούρτη.
Για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται ήδη υπό τη στενή παρακολούθηση της ΕΚΤ, οι εξελίξεις αυτές εντείνουν την πίεση για την εφαρμογή μέτρων αναγκαστικής είσπραξης οφειλών από «κόκκινα» δάνεια. Σημειώνεται ότι ο SSM διενεργεί από τον Ιούλιο ελέγχους στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, ενώ η ΕΚΤ θα επισπεύσει τα stress tests στις ελληνικές τράπεζες ώστε να έχει βγάλει τελικό πόρισμα νωρίς μέσα στον ερχόμενο Μάιο.
Σε όλες τις επαφές που είχε ο SSΜ με τις ελληνικές τράπεζες, ήδη από την επομένη της ολοκλήρωσης της ανακεφαλαιοποίησης του 2015, ο επόπτης διαπίστωνε την «απροθυμία» ή την αδυναμία είσπραξης οφειλών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με τη συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση των NPLs, πλέον απομένει μόνο η έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ώστε οι ελληνικές τράπεζες να αρχίσουν να ανακτούν ενέχυρα, μειώνοντας το στοκ των NPLs. Προς αυτή την κατεύθυνση το προσεχές διάστημα αναμένεται να ξεκινήσουν και να εντατικοποιηθούν οι πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, έτσι ώστε το 2018 και το 2019 να επιτευχθούν οι πολύ πιο απαιτητικοί στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Βάσει των στόχων αυτών, μέσα στην επόμενη διετία οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (δηλ. τα δάνεια που θεωρούνται αβέβαιης είσπραξης ανεξαρτήτως χρόνου καθυστέρησης) στα 66,7 δισ. ευρώ από 102,9 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2017 (υποχώρηση του αντίστοιχου δείκτη στο 33,9% από 50%) και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (δηλ. τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) στα 40,2 δισ. ευρώ από 72,8 δισ. ευρώ αντίστοιχα (υποχώρηση του δείκτη NPLs στο 20,4% τον Δεκέμβριο 2019 από 36,1% τον Ιούνιο 2017).
[SID:11381524]