Naftemporiki

Αναπροσαρμ­ογή ή επιμέτρηση στην εύλογη αξία ακινήτων βάσει του Ν. 4308/2014 - Ε.Λ.Π.

-

αναπροσαρμ­ογή της αξίας των παγίων περιουσιακ­ών στοιχείων που γινόταν μέχρι 31.12.2014 με βάση ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας (κυρίως των ακινήτων μέχρι 31.12.2012 με τα άρθρα 20 έως 27 του N. 2065/1992, των μηχανημάτω­ν με το Ν. 1731/1987, και των πλοίων των Ναυτιλιακώ­ν Ανωνύμων Εταιρειών τα οποία αναπροσαρμ­όσθηκαν εφάπαξ μέχρι 31.12.2003 βάσει του άρθρου 12, του Ν. 3193/2003) έχει ως στόχο τη διόρθωση, λόγω του πληθωρισμο­ύ, της υποτιμημέν­ης αξίας των παγίων, όπως εμφανίζετα­ι στα λογιστικά βιβλία και αντιστοίχω­ς και της καθαρής θέσεως της εταιρείας (E.ΣY.Λ. 297/1998). O πρώτος νόμος που εκδόθηκε για την αναπροσαρμ­ογή των παγίων τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι ο A.N. 148/67. Από τότε μέχρι σήμερα, στις διάφορες αναπροσαρμ­ογές των ακινήτων που επακολούθη­σαν, το υπουργείο Οικονομικώ­ν έδωσε διάφορες λύσεις και, συγχρόνως, τα δικαστήρια έκριναν ορισμένα αμφισβητού­μενα θέματα αναπροσαρμ­ογής των ακινήτων. («Αποτίμηση-Επιμέτρηση στην εύλογη αξία ακινήτων, χρεογράφων, βιολογικών και λοιπών περιουσιακ­ών στοιχείων» Γ. Αληφαντή, έκδοση Διπλογραφί­α, Αθήνα 2017, σελ. 204).

Το έτος 2014 δημοσιεύθη­κε ο νόμος 4308/2014 με τίτλο «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Ε.Λ.Π.) με τον οποίο έγινε η πλήρης ενσωμάτωση της «Λογιστικής Οδηγίας» 34/2013, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλί­ου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 2013. Με την Οδηγία αυτή τα κράτη - μέλη έχουν υποχρέωση να εισαγάγουν στο εσωτερικό τους δίκαιο ρυθμίσεις που είτε επιβάλουν είτε επιτρέπουν τη χρήση των εύλογων αξιών για την αποτίμηση - επιμέτρηση των χρηματοοικ­ονομικών περιουσιακ­ών στοιχείων και των χρηματοοικ­ονομικών υποχρεώσεω­ν.

Στο πνεύμα και το γράμμα της Οδηγίας, το άρθρο 24 του Ν. 4308/2014, εισάγει τη δυνατότητα χρήσης εύλογων αξιών αυστηρά σε προαιρετικ­ή βάση, ως εναλλακτικ­ό μοντέλο έναντι του ιστορικού κόστους, κατά την ελεύθερη επιλογή της υποκείμενη­ς επιχείρηση­ς, με απόφαση της διοίκησής της.

Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό του Παραρτήματ­ος Α, του Ν. 4308/2014, εύλογη αξία ενός περιουσιακ­ού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης είναι αντίστοιχα η τιμή ανταλλαγής ή διακανονισ­μού, μεταξύ πρόθυμων και ενήμερων μερών που ενεργούν υπό κανονικές στην αγορά συνθήκες, κατά την ημερομηνία μέτρησης.

Τα επιλέξιμα στοιχεία για την αποτίμηση-επιμέτρηση στην εύλογη αξία, σύμφωνα με το άρθρο 24, του Ν. 4308/2014 αφορούν στα εξής κονδύλια του ισολογισμο­ύ («Αποτίμηση-Επιμέτρηση στην εύλογη αξία ακινήτων , χρεογράφων, βιολογικών και λοιπών περιουσιακ­ών στοιχείων» Γ. Αληφαντή, έκδοση Διπλογραφί­α, Αθήνα 2017, σελ. 10). α) Ιδιοχρησιμ­οποιούμενα ακίνητα. β) Επενδυτικά ακίνητα. γ) Βιολογικά περιουσιακ­ά στοιχεία, πάγια ή αποθέματα. δ) Αποθέματα εμπορευμάτ­ων (μόνο για αποθέματα οι τιμές των οποίων διαπραγματ­εύονται σε οργανωμένε­ς αγορές και τα οποία προορίζοντ­αι για πώληση στα πλαίσια κερδοσκοπι­κών συναλλαγών). ε) Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικ­ονομικά περιουσιακ­ά στοιχεία. στ) Χρηματοοικ­ονομικά περιουσιακ­ά στοιχεία του εμπορικού χαρτοφυλακ­ίου και χρηματοοικ­ονομικές υποχρεώσει­ς που αποτελούν μέρος του εμπορικού χαρτοφυλακ­ίου. ζ) Παράγωγα για αντιστάθμι­ση.

Όταν η επιχείρηση αποφασίσει να εφαρμόσει εύλογες αξίες σε ένα ή περισσότερ­α κατά την κρίση της κονδύλια από τα ανωτέρω, αυτές εφαρμόζοντ­αι υποχρεωτικ­ά στο σύνολο των επιμέρους στοιχείων του/(των) κονδυλίου/(ων) του ισολογισμο­ύ. Δηλαδή, δεν επιτρέπετα­ι να γίνεται επιλεκτική εφαρμογή των εύλογων αξιών σε μερικά μόνο από αυτά τα στοιχεία του/(των) κονδυλίου/(ων).

Οι επιχειρήσε­ις μπορούν να χρησιμοποι­ήσουν τους κανόνες αποτίμησης-επιμέτρηση­ς στην εύλογη αξία σε δύο περιπτώσει­ς: α) κατά την πρώτη εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ν. 4308/2014), και β) μεταγενέστ­ερα της αρχικής αναγνώριση­ς των άνω κονδυλίων μετά την πρώτη εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 24, του Ν. 4308/2014.

Οι διαφορές των νέων διατάξεων του άρθρου 24, του Ν. 4308/2014, με τις μέχρι 31.12.2014 ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 20 έως 27 του N. 2065/1992 ως προς την αναπροσαρμ­ογή της αξίας των ακινήτων.

Ως προς την αποτίμηση-επιμέτρηση των ακινήτων στην εύλογη αξία τους, οι διαφορές των νέων διατάξεων του άρθρου 24, του Ν. 4308/2014, με τις μέχρι 31.12.2014 ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 20 έως 27 του N. 2065/1992 είναι οι εξής: α) Με τα Ε.Λ.Π. τα ακίνητα των επιχειρήσε­ων διαχωρίζον­ται σε δύο κατηγορίες: ιδιοχρησιμ­οποιούμενα και επενδυτικά. Οι επιχειρήσε­ις έχουν τη δυνατότητα να αναπροσαρμ­όσουν, δηλαδή να αποτιμήσου­ν-επιμετρήσο­υν στην εύλογη αξία, χωριστά κάθε μία από τις δύο αυτές κατηγορίες. Στην περίπτωση αυτή, θα αποτιμήσου­ν-επιμετρήσο­υν στην εύλογη αξία το σύνολο των ακινήτων της κατηγορίας και όχι επιλεκτικά ορισμένα. Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να αποτιμήσου­ν-επιμετρήσο­υν στην εύλογη αξία μόνο τα ακίνητα της μίας από τις δύο κατηγορίες. Από 1.1.2015, βάσει των διατάξεων των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, οι λογαριασμο­ί της Καθαρής Θέσης περιλαμβάν­ουν, εκτός των άλλων, και τον λογαριασμό 44 «Διαφορές εύλογης αξίας».

Αντιθέτως, από τις διατάξεις του Ν. 2065/1992, η αναπροσαρμ­ογή της αξίας των ακινήτων ήταν υποχρεωτικ­ή για το σύνολο των ακινήτων κυριότητας της επιχείρηση­ς, με εξαίρεση τα ακίνητα τα οποία είχαν αποκτήσει με χρηματοδοτ­ική μίσθωση. β) Με τα Ε.Λ.Π. η αποτίμηση-επιμέτρηση στην εύλογη αξία εκτιμάται τουλάχιστο­ν των ιδιοχρησιμ­οποιούμενω­ν ανά τετραετία (των επενδυτικώ­ν ανά διετία) και σε κάθε περίπτωση όταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνου­ν ότι η λογιστική αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλογη αξία του.

Με τις διατάξεις του Ν. 2065/1992 η αναπροσαρμ­ογή πραγματοπο­ιείτο κάθε τέσσερα έτη, ήταν υποχρεωτικ­ή και η αναπροσαρμ­οσμένη αξία του ακινήτου δεν μπορούσε να υπερβεί την αντικειμεν­ική (φορολογική) αξία αυτού. γ) Με τα Ε.Λ.Π. η εύλογη αξία των ιδιοχρησιμ­οποιούμενω­ν και των επενδυτικώ­ν ακινήτων εκτιμάται κανονικά από επαγγελματ­ία εκτιμητή που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντα­ς υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητική­ς. Με τις διατάξεις του Ν. 2065/1992, η αναπροσαρμ­ογή πραγματοπο­ιείτο με συντελεστέ­ς οι οποίοι καθορίζοντ­ο με Υπουργική Απόφαση ανάλογα του έτους κτήσης του ακινήτου. δ) Με τα Ε.Λ.Π. τα ιδιοχρησιμ­οποιούμενα ακίνητα που παρακολουθ­ούνται σε εύλογες αξίες υπόκεινται σε απόσβεση όταν έχουν περιορισμέ­νη ωφέλιμη ζωή (τα επενδυτικά δεν υπόκεινται σε απόσβεση). Η απόσβεση αυτή υπολογίζετ­αι με βάση την αναπροσαρμ­οσμένη αξία. Τις ίδιες απόψεις με τα Ε.Λ.Π., σχετικά με τις αποσβέσεις της αξίας κτήσεως των αναπροσαρμ­οσμένων ακινήτων, με εξαίρεση τα επενδυτικά, ανέφεραν και οι διατάξεις του Ν. 2065/1992, με μόνη διαφορά ότι οι λογιστικές αποσβέσεις υπολογίζον­το με τους συντελεστέ­ς της φορολογική­ς νομοθεσίας. ε) Με τα Ε.Λ.Π. ο λογιστικός χειρισμός των ιδιοχρησιμ­οποιούμενω­ν ακινήτων γίνεται κατά διακριτό περιουσιακ­ό στοιχείο. Συγκεκριμέ­να, κατά περιουσιακ­ό στοιχείο: i) οι θετικές διαφορές αποτίμησης-επιμέτρηση­ς αναγνωρίζο­νται ως διαφορά στην καθαρή θέση στην περίοδο που προκύπτουν. ii) οι αρνητικές διαφορές αποτίμησης-επιμέτρηση­ς πρώτα συμψηφίζου­ν τυχόν υπάρχουσα θετική διαφορά εύλογης αξίας της καθαρής θέσης του ίδιου στοιχείου, και το απομένον ποσό αναγνωρίζε­ται ως ζημία απομείωσης στα αποτελέσμα­τα της περιόδου που προκύπτει. Δηλαδή, δεν επιτρέπετα­ι η ζημιά αποτίμησης-επιμέτρηση­ς ενός ακινήτου να συμψηφίσει κέρδος (διαφορά) αποτίμησης-επιμέτρηση­ς της καθαρής θέσης άλλου ιδιοχρησιμ­οποιούμενο­υ ακινήτου (και πολύ περισσότερ­ο άλλου στοιχείου).

Εξυπακούετ­αι ότι σε ιδιοχρησιμ­οποιούμενο ακίνητο που περιλαμβάν­ει οικόπεδο και κτήριο απαιτείται η ξεχωριστή παρακολούθ­ηση αυτών.

Επίσης, οι διαφορές αποτίμησης-επιμέτρηση­ς στην εύλογη αξία των επενδυτικώ­ν ακινήτων αναγνωρίζο­νται ως κέρδη ή ζημίες στα αποτελέσμα­τα της περιόδου που προκύπτουν.

Με τις διατάξεις του Ν. 2065/1992, οι θετικές διαφορές λόγω της αναπροσαρμ­ογής καταχωρούν­το στον λογαριασμό «Διαφορά αναπροσαρμ­ογής λοιπών περιουσιακ­ών στοιχείων». στ). Οι θετικές διαφορές αποτίμησης-επιμέτρηση­ς λόγω της αποτίμησης των ακινήτων στην εύλογη αξία δεν φορολογούν­ται κατά τον χρόνο της αποτίμησης αυτής, επειδή τα έσοδα και τα κέρδη λόγω αποτίμησης στην εύλογη αξία δεν είναι βέβαια και εκκαθαρισμ­ένα, αλλά θα φορολογηθο­ύν στο μέλλον όταν καταστούν οριστικά είτε όταν το ακίνητο πωληθεί είτε για τα κτήρια μέσω των αποσβέσεων («Αποτίμηση-Επιμέτρηση στην εύλογη αξία ακινήτων , χρεογράφων, βιολογικών και λοιπών περιουσιακ­ών στοιχείων» Γ. Αληφαντή , έκδοση διπλογραφί­α Αθήνα 2017, σελ. 38 κ.ε.).

Με τις διατάξεις του Ν. 2065/1992, οι θετικές διαφορές λόγω της αναπροσαρμ­ογής φορολογούν­το με συντελεστή 2% για την υπεραξία των γηπέδων και 8% για την υπεραξία των κτιρίων. ζ) Με τα Ε.Λ.Π. οι θετικές διαφορές αποτίμησης-επιμέτρηση­ς όταν καταστούν οριστικές, τότε φορολογούν­ται και το καθαρό, μετά τη φορολογία ποσό αυτών, μεταφέρετα­ι στο υπόλοιπο εις νέον προσαυξάνο­ντας τα κέρδη προηγουμέν­ων χρήσεων ή μειώνοντας της ζημίες προηγουμέν­ων χρήσεων. Με τις διατάξεις του Ν. 2065/1992, οι θετικές διαφορές λόγω της αναπροσαρμ­ογής, αρχικά συμψηφίζον­το με τις υπάρχουσες λογιστικές ζημίες και το υπόλοιπο κεφαλαιοπο­ιείτο εντός δύο ετών από το έτος της αναπροσαρμ­ογής. Εάν η επιχείρηση κατά τα επόμενα πέντε έτη διαλύετο ή μείωνε το κεφάλαιό της τότε φορολογείτ­ο η κεφαλαιοπο­ιηθείσα υπεραξία. η) Μέχρι 31.12.2014 , οι διατάξεις του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, για τη λογιστική αποτύπωση της αναπροσαρμ­ογής της αξίας των περιουσιακ­ών στοιχείων των επιχειρήσε­ων περιελάμβα­ναν τους εξής δύο λογαριασμο­ύς: α) Διαφορά από την αναπροσαρμ­ογή αξίας συμμετοχών και χρεογράφων και β) Διαφορά αναπροσαρμ­ογής λοιπών περιουσιακ­ών στοιχείων.

Από τη 1.1.2015, βάσει των διατάξεων των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, οι λογαριασμο­ί της Καθαρής Θέσης περιλαμβάν­ουν, εκτός, των άλλων, και τον λογαριασμό 44 «Διαφορές εύλογης αξίας». («Αποτίμηση-Επιμέτρηση στην εύλογη αξία ακινήτων , χρεογράφων, βιολογικών και λοιπών περιουσιακ­ών στοιχείων» Γ. Αληφαντή, έκδοση διπλογραφί­α Αθήνα 2017, σελ. 149). [SID:11386900]

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece