Γέφυρα μεταξύ οικονομικής ανάλυσης και ψυχολογίας
Στον Ρίτσαρντ Θέιλερ για τη σύνδεση ανθρώπινης συμπεριφοράς - οικονομίας
Σε μία έμμεση αναγνώριση ότι οι επιλογές πολιτών, καταναλωτών και φορέων της αγοράς τα τελευταία χρόνια των πολλαπλών κρίσεων και προκλήσεων δεν είναι ορθολογικές, ούτε εύκολα προβλέψιμες από την τυπική οικονομική θεωρία, το φετινό Νόμπελ Οικονομικών απέσπασε ένας οικονομολόγος ο οποίος έχει μελετήσει εις βάθος τον ανθρώπινο παράγοντα στις καθημερινές -απλές και σύνθετεςοικονομικές αποφάσεις, ένας ειδικός που κατέστησε τα οικονομικά «πιο ανθρώπινα». Πρόκειται για τον Ρίτσαρντ Θέιλερ, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγο και εκ των πατέρων των Οικονομικών της Συμπεριφοράς.
Ο 72χρονος έχει πετύχει με το έργο του «να οικοδομήσει μία γέφυρα μεταξύ της οικονομικής και ψυχολογικής ανάλυσης στη λήψη ατομικών αποφάσεων», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία των Επιστημών ανακοινώνοντας την επιλογή της. «Εξετάζοντας τις επιπτώσεις της περιορισμένης λογικής, των κοινωνικών προτιμήσεων και την απουσία αυτοελέγχου, έχει καταδείξει πώς τα ανθρώπινα αυτά χαρακτηριστικά επηρεάζουν συστημικά όχι μόνο τις ατομικές αποφάσεις, αλλά και τα αποτελέσματα των αγορών» συμπλήρωσε.
Με πιο απλά λόγια o Αμερικάνος οικονομολόγος έχει καταδείξει ότι τα ανθρώπινα όντα αντιδρούν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι προβλέπει η τυπική οικονομική θεωρία. Και είναι αυτές οι μη ορθολογικές επιλογές τους ή αλλιώς τα «οικονομικά του παραλόγου» που κάνουν τη διαφορά. Δεν περιορίζεται όμως εκεί. Το 2008 έφερε στο προσκήνιο, αλλά και ανέπτυξε τη θεωρία των nudge economics στο βιβλίο που συνέγραψε με τον Κας Σάνσταϊν «Nudge: Improving Decisions About Health, Wealth and Happiness», το οποίο έγινε best seller. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι μπορεί κανείς με μικρά κίνητρα να ωθήσει τους ανθρώπους στο να λάβουν συγκεκριμένες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα να αποταμιεύσουν. Το έργο του τράβηξε λοιπόν την προσοχή όχι μόνο των ειδικών του marketing, που επιδιώκουν με κάθε τρόπο να επηρεάσουν καταναλωτικές συμπεριφορές, αλλά και των πολιτικών σε μία περίοδο σκληρής λιτότητας, κατά την οποία οι κυβερνήσεις αναζητούσαν τρόπους να πείσουν τη βάση των ψηφοφόρων, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους πόρους για παροχές. Τόσο ο τέως Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα όσο και ο τέως πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον είχαν συστήσει ομάδες δράσης, προκειμένου να εξετάσουν κατά πόσο τα οικονομικά της συμπεριφοράς μπορούν να τους βοηθήσουν να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους πολίτες, αλλά και να εξοικονομήσουν χρήματα.
Ο ίδιος ο Θέιλερ στην επίσημη ιστοσελίδα του επισημαίνει πως αμφισβητεί και επιδιώκει να «χαλαρώσει» την καθιερωμένη οικονομική υπόθεση ότι όλοι οι φορείς της οικονομίας λειτουργούν ορθολογικά και εγωιστικά. Θα έλεγε κανείς ότι πρόσφατα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, όπως το δημοψήφισμα του Brexit ή οι αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, έχουν επιβεβαιώσει την αδυναμία των ειδικών να προβλέψουν τις αντιδράσεις ψηφοφόρων, καταναλωτών και αγορών.
Οι άνθρωποι, εξηγεί ο νομπελίστας, λαμβάνουν οικονομικές αποφάσεις σχηματίζοντας στο μυαλό τους ξεχωριστούς «λογαριασμούς» και εστιάζοντας περισσότερο στον στενό αντίκτυπο παρά στις γενικότερες επιπτώσεις. Αν και συχνά υποκύπτουν σε πειρασμούς βραχυπρόθεσμου κέρδους, μπορούν με τα κατάλληλα κίνητρα να προβούν σε μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.
[SID:11394733]