Ακόμη ένα Νόμπελ-έκπληξη για την οικονομία
Ονικητής του φετινού Βραβείου Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών, ο Richard Thaler του Πανεπιστημίου του Σικάγο, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη επιλογή. Ο Τhaler είναι γνωστός για τη διά βίου ενασχόλησή του με τη συμπεριφορική οικονομία (και το επιμέρους πεδίο, τη συμπεριφορική χρηματοοικονομική), που αποτελεί τη μελέτη των οικονομικών (και χρηματοοικονομικών) από την πλευρά της ψυχολογίας. Για ορισμένους στο επάγγελμα, η ιδέα ότι η ψυχολογική έρευνα θα ήταν μέρος των οικονομικών αντιμετωπίζεται με εχθρότητα εδώ και πολλά χρόνια.
Όχι από μένα. Το βρίσκω υπέροχο που το Ίδρυμα Νόμπελ επέλεξε τον Thaler. Το Νόμπελ Οικονομίας έχει ήδη απονεμηθεί σε διάφορους ανθρώπους που μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην κατηγορία της συμπεριφορικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των George Akerlof, Robert Fogel, Daniel Kahneman, Elinor Ostrom και εμένα. Με την προσθήκη του Θέιλερ, αντιπροσωπεύουμε πλέον περίπου το 6% όλων των βραβείων Νόμπελ Οικονομίας που έχουν απονεμηθεί.
Αλλά πολλοί στην οικονομία και χρηματοοικονομική πιστεύουν ακόμη ότι ο καλύτερος τρόπος για να περιγράψει κανείς την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι να αποφύγει την ψυχολογία και αντ’ αυτού να δημιουργήσει μοντέλο της ανθρώπινης συμπεριφοράς ως μαθηματική βελτιστοποίηση ξεχωριστών και ανελέητα εγωιστικών ατόμων, που υπόκεινται σε δημοσιονομικούς περιορισμούς. Φυσικά, όχι όλοι οι οικονομολόγοι, ούτε καν μια πλειοψηφία, ενστερνίζονται αυτή την άποψη, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τόσο ο Τhaler όσο κι εγώ έχουμε εκλεγεί στη θέση του προέδρου, επί διαδοχικές χρονιές, της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης, του κύριου επαγγελματικού οργανισμού για τους οικονομολόγους στις ΗΠΑ. Αλλά πολλοί από τους συναδέλφους μας δίχως αμφιβολία την ενστερνίζονται.
Συνάντησα τον Thaler πρώτη φορά το 1982, όταν ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Cornell. Επισκεπτόμουν το Cornell και εγώ κι εκείνος πήγαμε μαζί έναν περίπατο στον χώρο του πανεπιστημίου, ανακαλύπτοντας στην πορεία ότι είχαμε παρόμοιες ιδέες και ερευνητικούς στόχους. Επί 25 χρόνια, αρχίζοντας από το 1991, εκείνος κι εγώ συνδιοργανώσαμε μια σειρά ακαδημαϊκών συνεδρίων για τα συμπεριφορικά οικονομικά, υπό την αιγίδα του Εθνικού Γραφείου Οικονομικής Έρευνας των ΗΠΑ.
Παρ’ όλα αυτά, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε ανταγωνισμός -ακόμη και πραγματική έχθρα- προς την ερευνητική μας ατζέντα.
Ο Thaler μου είπε κάποτε ότι ο Merton Miller, που τιμήθηκε το 1990 με το Νόμπελ Οικονομίας (απεβίωσε το 2000), απέφευγε μέχρι και τη βλεμματική επαφή όταν τον συναντούσε στον διάδρομο του Πανεπιστημίου του Σικάγο.
Ο Miller εξήγησε την αιτιολογία (εάν όχι τη συμπεριφορά του) σε ένα ευρέως αναφερθέν άρθρο με τίτλο «Συμπεριφορική Λογική στα χρηματοοικονομικά». Ο Μίλερ παραδέχθηκε ότι μερικές φορές οι άνθρωποι είναι θύματα της ψυχολογίας, επέμεινε όμως ότι οι ιστορίες για τέτοια λάθη είναι «σχεδόν πάντοτε άσχετες» με τα χρηματοοικονομικά.
Το τελικό συμπέρασμα της μελέτης του το επικαλούνται συχνά οι θαυμαστές του: «Το ότι αποκλίνουμε από όλες αυτές τις ιστορίες για τη δημιουργία των μοντέλων μας δεν είναι διότι οι ιστορίες δεν είναι ενδιαφέρουσες, αλλά διότι ίσως να είναι υπερβολικά ενδιαφέρουσες και, γι’ αυτό τον λόγο, να μας αποσπούν από τις διάχυτες δυνάμεις της αγοράς που θα πρέπει να είναι το πρωταρχικό μας μέλημα».
Ο Stephen A. Ross του MIT, ακόμη ένας θεωρητικός των χρηματοοικονομικών που ήταν πιθανός υποψήφιος για μελλοντικό βραβείο Νόμπελ, μέχρι που απεβίωσε ξαφνικά τον Μάρτιο, υποστήριζε παρόμοιες απόψεις.
Στο βιβλίο του 2005 «Neoclassical Finance» και αυτός απέφευγε την ψυχολογία, προτιμώντας να δημιουργήσει «μια μεθοδολογία χρηματοοικονομικής ως τον αντίκτυπο της απουσίας της διαιτησίας». Με άλλα λόγια, μπορούμε να μάθουμε πολλά για τη συμπεριφορά των ανθρώπων μόνο από την παρατήρηση ότι δεν υπάρχουν χαρτονομίσματα των δέκα δολαρίων πεταμένα στα δημόσια πεζοδρόμια. Όσο ψυχολογικά επηρεασμένοι κι αν είναι κάποιοι άνθρωποι, μπορεί κανείς να στοιχηματίσει ότι θα πάρουν τα χρήματα μόλις τα εντοπίσουν.
Τόσο ο Miller όσο και ο Ross έκαναν σημαντικές συνεισφορές στη χρηματοοικονομική θεωρία. Αλλά τα αποτελέσματά τους δεν είναι οι μοναδικές περιγραφές των οικονομικών και χρηματοοικονομικών δυνάμεων που θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν και ο Thaler συνέβαλε σημαντικά στο συμπεριφορικό ερευνητικό πρόγραμμα που το απέδειξε αυτό.
Για παράδειγμα, το 1981, ο Thaler και ο Hersh Shefrin του Πανεπιστημίου Σάντα Κλάρα ανέπτυξαν μια «οικονομική θεωρία αυτο-ελέγχου» πoυ περιγράφει οικονομικά φαινόμενα ως προς την αδυναμία των ανθρώπων να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους. Σίγουρα, οι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα να βρουν το κίνητρο και να σηκώσουν το χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων που μπορεί να βρουν σε ένα πεζοδρόμιο. Εκεί δεν τίθεται ζήτημα αυτοελέγχου. Αλλά θα δυσκολευτούν να αντισταθούν στην παρόρμηση να το ξοδέψουν. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι άνθρωποι αποταμιεύουν πολύ λίγα για τα χρόνια συνταξιοδότησής τους. Οι οικονομολόγοι χρειάζεται να γνωρίζουν για τέτοιου είδους λάθη που οι άνθρωποι διαπράττουν επανειλημμένως. Στη διάρκεια μιας μακράς διαδοχικής καριέρας, που αφορούσε εργασία με τον Shlomo Benartzi του UCLA και άλλων, ο Thaler έχει προτείνει μηχανισμούς που, όπως ο ίδιος και ο Cass Sunstein της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ έχουν θέσει στο βιβλίο τους «Nudge», αλλάζουν την «αρχιτεκτονική επιλογών» αυτών των αποφάσεων. Οι ίδιοι άνθρωποι, με τα ίδια προβλήματα αυτοελέγχου, θα μπορούσε να τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν καλύτερες αποφάσεις. Η βελτίωση της αποταμιευτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων δεν είναι μικρό ή ασήμαντο ζήτημα. Μέχρις ενός βαθμού πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου και, αναλυτικότερα, καθορίζει εάν επιτυγχάνουμε αισθήματα πλήρωσης και ικανοποίησης στη ζωή. Ο Thaler έδειξε στην έρευνά του πώς να εστιάζει πιο αποφασιστικά η οικονομική συστηματική έρευνα σε πραγματικά και σημαντικά προβλήματα. Το ερευνητικό του πρόγραμμα εμπεριέχει τόσο συναίσθημα όσο και επιχειρήματα και έχει καθιερώσει μια ερευνητική πορεία για τους νέους σπουδαστές και κοινωνικούς μηχανικούς, που σηματοδοτεί την απαρχή μιας πραγματικής και διαρκούς επιστημονικής επανάστασης. Δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο ικανοποιημένος γι’ αυτόν -ή για το επάγγελμα. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι άνθρωποι αποταμιεύουν πολύ λίγα για τα χρόνια συνταξιοδότησής τους. Οι οικονολόγοι χρειάζεται να γνωρίζουν για τέτοιου είδους λάθη που οι άνθρωποι διαπράττουν επανειλημμένως.