Με «ξαφνικό θάνατο» απειλείται ο λιγνίτης
Χωρίς περιβαλλοντικό όφελος η αντικατάσταση από μονάδες φυσικού αερίου, διαπιστώνει έκθεση της Compass Lexecon
Σε μία εποχή όπου προετοιμάζεται ο διαγωνισμός για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, στις Βρυξέλλες ουσιαστικά μόλις ξεκινά μία διαβούλευση, από την έκβαση της οποίας είναι πολύ πιθανό όχι μόνο να ακυρωθούν τυχόν νέες επενδύσεις (π.χ. Μελίτη II), αλλά και από το 2025 να βρεθεί υπό το φάσμα του οικονομικού «ξαφνικού θανάτου» όλη η παραγωγή ρεύματος από το «εθνικό ορυκτό καύσιμο», ανεξαρτήτως ιδιοκτήτη.
Το πρόβλημα δεν αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας, αφού «αγγίζει» όλα τα εργοστάσια άνθρακα ή λιγνίτη στη «γηραιά ήπειρο». Μάλιστα, σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας Compass Lexecon, την οποία φέρνει στη δημοσιότητα η «Ν», θα οδηγήσει πανευρωπαϊκά στην κατασκευή αρκετών νέων μονάδων φυσικού αερίου, που θα καλύψουν το κενό, αυξάνοντας το ενεργειακό κόστος χωρίς σημαντικό περιβαλλοντικό όφελος.
Αντικείμενο της διαβούλευσης είναι το πλαφόν εκπομπών CO2 που περιλαμβάνεται στο λεγόμενο «Clean Energy Package» της Ε.Ε., ή «Χειμερινό Πακέτο» όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το οποίο θα πρέπει να πληρούν τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια σε όλη την Ε.Ε., για να μπορούν να συμμετέχουν σε μηχανισμούς αποζημίωσης ισχύος. Το προτεινόμενο πλαφόν έχει ορισθεί στα 550 γραμμάρια CO2/kWh, με στόχο να εξαιρεθούν από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας από τους μηχανισμούς αποζημίωσης και τα υπάρχοντα εργοστάσια άνθρακα και λιγνίτη (καθώς έχουν μεγαλύτερες εκπομπές), ώστε να επιταχυνθεί η απόσυρσή τους.
Χαρακτηριστικά, όπως σημειώνουν αναλυτές της εγχώριας αγοράς, το παραπάνω όριο σημαίνει πως οι λιγνιτικές μονάδες στη χώρα μας θα βρεθούν άμεσα μπροστά σε «εξαιρετικά μεγάλο πρόβλημα βιωσιμότητας». Ένα πρόβλημα βιωσιμότητας που θα οδηγούσε σε σύντομη απόσυρση των μονάδων θα άλλαζε πλήρως τον «χάρτη» ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας χωρίς, όμως, όπως διαπιστώνει η έκθεση, να συμβάλει στο να γίνει πιο γρήγορα «πράσινη» η ηλεκτροπαραγωγή, είτε τοπικά είτε πανευρωπαϊκά.
Η μελέτη έγινε για λογαριασμό της Eurelectric, δηλαδή της ένωσης των βιομηχανιών του ηλεκτρικού τομέα, και διαπιστώνει πως τα μέτρα που βρίσκονται ήδη σε εφαρμογή (π.χ. τα δικαιώματα ρύπων) είναι αρκετά για να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι απανθρακοποίησης, όπως η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο 49% στην παραγωγή ηλεκτρισμού μέχρι το 2030, αλλά και η μείωση στο 4% μέχρι το 2050 του μεριδίου των θερμοηλεκτρικών εργοστασίων. Ένας σημαντικός λόγος είναι πως από το τέλος της δεκαετίας του 2030 θα γίνουν εμπορικά ανταγωνιστικές τεχνολογίες που θα κάνουν πιο «ευέλικτη» την αξιοποίηση της παραγωγής από τις ΑΠΕ (όπως οι μπαταρίες), εκτοπίζοντας σταδιακά τις μονάδες άνθρακα και λιγνίτη.
Αντίθετα, όπως αναφέρει η Compass Lexecon, η βίαιη απόσυρση των υφιστάμενων εργοστασίων, αν πάρει τελικά «πράσινο φως» το όριο των 550 γρ. CO2/kWh, θα δημιουργήσει έλλειμμα τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, το οποίο για να καλυφθεί θα χρειαστούν σημαντικές επενδύσεις σε νέες μονάδες φυσικού αερίου.
Επομένως, θα αυξηθεί το ενεργειακό κόστος και θα δεσμευθούν σημαντικά κεφάλαια γι’ αυτές τις μονάδες, στερώντας τα ποσά αυτά από την έρευνα καινοτομιών για επιτάχυνση της διείσδυσης
των ΑΠΕ. Το ορόσημο του 2025 προκύπτει από το γεγονός ότι το όριο των 550 γρ. CO2/kWh προγραμματίζεται να τεθεί σε ισχύ για τις υφιστάμενες μονάδες λιγνίτη ή άνθρακα πέντε χρόνια αργότερα από το 2020 και την έναρξη ισχύος του «Χειμερινού Πακέτου».
Τότε, θα θέσει εκτός μηχανισμών αποζημίωσης ένα σημαντικό μερίδιο από τους λεγόμενους «θερμικούς σταθμούς βάσης», που επομένως θα βρεθούν υπό την απειλή «λουκέτου». Ενδεικτικά, στη χώρα μας το ποσοστό αυτό αγγίζει το 34%, στη Γερμανία το 72%, στην Πολωνία το 91% και στην Τσεχία το 87%.
Έτσι, σύμφωνα με την Compass Lexecon, θα πρέπει ένα σημαντικό μέρος τους να αντικατασταθεί από νέες μονάδες φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου, συνολικού κόστους 16 δισ. ευρώ, όπως και νέα εργοστάσια κόστους 4,5 δισ. ευρώ, για σταθμούς αιχμής. [SID:11405670]