«Καμπανάκι» για μισθούς και ανταγωνιστικότητα
Προ κρίσης επιχειρήθηκε θεσμοθέτηση αποδοχών αναπτυγμένης χώρας, χωρίς αντίστοιχο πλαίσιο λειτουργίας
Εδεν άν οι αυξήσεις των μισθών
είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν παράγοντες όπως το μη μισθολογικό κόστος, η ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, η μακροοικονομική αβεβαιότητα και η λειτουργία «του κράτους δικαίου», τότε η εσωτερική και διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτερεύει, αποθαρρύνεται η οικονομική ανάπτυξη και οδηγούμαστε σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά. Αυτό, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, κατέδειξε η κρίση με τον πλέον επώδυνο τρόπο.
Αναλύοντας, ιστορικά, σε ειδική μελέτη του το θέμα των μισθών σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, ο ΣΕΒ καταγράφει ότι υψηλότερη αύξηση των μισθών
Τα γραφεία
την περίοδο 2000-2009, έναντι αυτής του συνόλου της οικονομίας (5,7%), εμφανίζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα (7,5%), στις τέχνες και διασκέδαση (7%) καθώς και στο Δημόσιο (6,6%), ενώ στον ανταγωνιζόμενο σε διεθνές επίπεδο δευτερογενή τομέα οι μισθοί αυξήθηκαν λιγότερο (4,5%). Η αύξηση των μισθών, ωστόσο, από μόνη της δεν ήταν το πρόβλημα, κατά τους αναλυτές. Το πρόβλημα ήταν ότι η χώρα επιχείρησε να θεσμοθετήσει αποδοχές αναπτυγμένης χώρας, χωρίς όμως να προσφέρει το πλαίσιο λειτουργίας αγορών, τη θεσμική ωριμότητα και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας που προσφέρουν οι αναπτυγμένες χώρες.
Στη μελέτη τονίζεται πως η Πραγματική Σταθμισμένη Συναλλαγματική Ισοτιμία (ΠΣΣΙ) για το σύνολο της οικονομίας μέχρι το 2009 κινούμενη αυξητικά, όπως και οι μισθοί, χειροτέρευε, ενώ από τότε μέχρι το 2015 μειούμενη βελτιώνεται, για να εμφανίσει εκ νέου άνοδο το 2016. Από το 2013 η ΠΣΣΙ έχει ανακτήσει τις απώλειες που είχε από το 2003 δείχνοντας αποκατάσταση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Από εκεί και πέρα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν συνδέεται μόνο με το κόστος εργασίας, αλλά και άλλους παράγοντες, όπως το κόστος του κεφαλαίου, των ενδιάμεσων εισροών, της γραφειοκρατίας, αλλά και τις παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες βελτιώνουν με βιώσιμο τρόπο παραγωγή και παραγωγικότητα. Δηλαδή, τις εξελίξεις αυτές σε θεσμούς και οικονομία που οικοδομούν την ικανότητα πληρωμής καλύτερων αποδοχών χωρίς να υπάρχει απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Στον ΣΕΒ υπογραμμίζουν ακόμη ότι οι μεταβολές των κατώτατων μισθών και των μέσων μισθών συνδέονται αρνητικά με τη μεταβολή στην ανταγωνιστικότητα, η παραγωγικότητα της εργασίας ασκεί ισχυρή επίδραση στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της μεταποίησης, ενώ σημαντικά επιβαρυντική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης ασκούν τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων.
Αρμοδίως εκτιμάται πως μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε την επιστροφή στο παρελθόν, διατηρώντας μάλιστα τις δομικές του αδυναμίες, θα καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στη χώρα. Αντίθετα, μια προσπάθεια να διορθώσουμε τις αδυναμίες του παρελθόντος τελικά θα οδηγήσει σε μόνιμη και βιώσιμη ενίσχυση της απασχόλησης, καθώς και των αποδοχών.
Στον Σύνδεσμο ξεκαθαρίζουν ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας επιβάλλει ρυθμίσεις με διαφορετικές αυξήσεις μισθών και όχι τις ίδιες αδιακρίτως σε όλους τους κλάδους, καθώς διαφορετικές επιχειρήσεις έχουν διαφορετικές αντοχές σε αυξήσεις μισθών, αναλόγως της αύξησης της παραγωγικότητάς τους. «Σήμερα η κοινωνία και όσοι συμμετέχουν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών να αποδεχθούν ότι επιλογές που επιδεινώνουν την ποιότητα των θεσμών και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που αυξάνουν αναίτια το κόστος παραγωγής και το μη μισθολογικό κόστος, δεν μπορούν να συνεχιστούν, γιατί οι συνέπειες αυτών των αδυναμιών στο τέλος ασκούν αμείλικτες πιέσεις στο μισθολογικό κόστος, στην παραγωγική εργασία και τις παραγωγικές επιχειρήσεις», προειδοποιεί ο ΣΕΒ.
[SID:11445374]