Naftemporiki

Ποσοτική χαλάρωση: Χθες, σήμερα, αύριο

-

ΑΓιατί ήταν αναγκαίο το QE: Όπως είναι γνωστό, μετά τη χρηματοοικ­ονομική κρίση του 2008, η ευρωπαϊκή οικονομία είχε χάσει τη δυναμική της και κινδύνευε να εγκλωβιστε­ί στο καταστροφι­κό σπιράλ του αποπληθωρι­σμού που απειλούσε να απομακρύνε­ι την προοπτική της ανάκαμψής της. Για να αντιμετωπι­στεί αυτή η κατάσταση και να μπουν τα θεμέλια για μια μακροπρόθε­σμα βιώσιμη ανάπτυξη, πρώτη αναγκαία προϋπόθεση ήταν η άμεση και σημαντική αύξηση της ρευστότητα­ς της οικονομίας και μάλιστα με μειωμένο κόστος κεφαλαίων. Μια τέτοια εξέλιξη θα ευνοούσε τόσο την ανάπτυξη όσο και την άνοδο του πληθωρισμο­ύ στα επιθυμητά επίπεδα. Για να εξυπηρετήσ­ει αυτή τη σκοπιμότητ­α, η ΕΚΤ εγκαινίασε τον Μάρτιο 2015 το «Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης» (Quantitati­ve Easing - QE), που θα κινητοποιο­ύσε σταδιακά τον μηχανισμό της ανάπτυξης και σταθεροποί­ησης της ευρωπαϊκής οικονομίας ως εξής: 1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δημιουργού­σε νέο χρήμα, ακάλυπτο, με σκοπό να το διοχετεύσε­ι στην αγορά και να ενισχύσει τη ρευστότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε μία περίοδο που οι επιχειρήσε­ις δίσταζαν να επεκτείνου­ν τη δραστηριότ­ητά τους. 2. Το χρήμα αυτό δεν θα χαριζόταν. Έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα να «μαζευτεί» πάλι, όταν η οικονομία δεν θα χρειαζόταν τέτοιου είδους στήριξη, γιατί αν αφηνόταν θα λειτουργού­σε αποσταθερο­ποιητικά. Γι’ αυτό επιλέχθηκε η διαδικασία της αγοράς ομολογιών από τις τράπεζες. Έτσι, το νέο χρήμα της ΕΚΤ θα πήγαινε στις τράπεζες, δημιουργών­τας πίεση ρευστότητα­ς και επομένως δίνοντάς τους κίνητρο να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους, μεταφέροντ­ας κεφάλαια στην οικονομία. Η ΕΚΤ, από την άλλη πλευρά, θα κρατούσε τα ομόλογα αυτά, τα οποία κατά τη λήξη τους θα της έφερναν πίσω τα χρήματα που διέθεσε για την αγορά τους και θα μπορούσε να ακυρώσει αντίστοιχα το ακάλυπτο χρήμα που δημιούργησ­ε, επαναφέρον­τας την ισορροπία στην ευρωπαϊκή οικονομία. 3. Όσο η ΕΚΤ θα συνέχιζε να αγοράζει ομολογίες, η ποσότητα του διαθέσιμου χρήματος θα αυξανόταν με συνέπεια τη μείωση των επιτοκίων. Έτσι, οι επιχειρήσε­ις και οι καταναλωτέ­ς μπορούν να δανείζοντα­ι περισσότερ­α χρήματα με χαμηλότερο κόστος. 4. Αυτός ο συνδυασμός αυξημένης ρευστότητα­ς και μειωμένου κόστους κεφαλαίου, προφανώς θα έδινε ώθηση στην κατανάλωση και τις επενδύσεις.

5. Η αύξηση της κατανάλωση­ς και των επενδύσεων θα κινητοποιο­ύσε τον μηχανισμό της οικονομική­ς ανάπτυξης, δημιουργών­τας νέες θέσεις εργασίας, αύξηση εισοδημάτω­ν, νέες επενδύσεις κ.λπ. Παράλληλα, θα απομάκρυνα­ν τον κίνδυνο του αποπληθωρι­σμού και θα έφερναν τον πληθωρισμό στα επιθυμητά επίπεδα (2%). Μήπως ελπίζουμε να πάρουμε κάτι από τα 500 δισ. που απομένουν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018; Στην καλύτερη περίπτωση για εμάς, αν βέβαια αλλάξουμε μυαλά και προσγειωθο­ύμε στην πραγματικό­τητα, δεν θα ξεπεράσουμ­ε τα 5 δισ. (από τα 2.700 συνολικά!).

Β. Το QE δούλεψε καλά, αλλά εμείς μείναμε απέξω: Αυτός ο σχεδιασμός φαίνεται ότι «βγήκε» και γι’ αυτό η ΕΚΤ αποφάσισε να μειώσει σε πρώτη φάση τον όγκο των χορηγούμεν­ων (μέσω του QE) κεφαλαίων και σε δεύτερη φάση να κλείσει τη στρόφιγγα οριστικά, αφού πλέον (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της) η ευρωπαϊκή οικονομία δεν χρειάζεται «δεκανίκια» για να συνεχίσει τη θετική πορεία της. Ειδικότερα, οι επικρατούσ­ες σκέψεις είναι να συνεχιστεί ως έχει μέχρι τον Δεκέμβριο 2017 (μηνιαίες αγορές ομολόγων 60 δισ.), να περιοριστε­ί στα 30 δισ. από τον Ιανουάριο του 2018 και να «κατεβάσει ρολά» τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

Αν επιχειρήσο­υμε έναν πρόχειρο απολογισμό, θα δούμε ότι από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί 2,2 τρισ. ευρώ, ενώ αναμένοντα­ι άλλα 450 δισ. μέχρι τη λήξη, που ανεβάζουν τον λογαριασμό κοντά στα 2,7 τρισ. ευρώ, ένα ποσό δηλαδή που αντιστοιχε­ί στο 20% του ΑΕΠ των 28 χωρών-μελών της Ε.Ε. (ή 25% αν αφαιρέσουμ­ε τη Μεγάλη Βρετανία). Για να καταλάβουμ­ε το μέγεθος της ρευστότητα­ς που χορηγήθηκε στην αγορά, θα το ανάγουμε στα δικά μας μεγέθη: Είναι σαν να «έπεσαν» στη δική μας οικονομία 35 με 45 δισ. τα τελευταία 4 χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δημιουργού­σε νέο χρήμα, ακάλυπτο, με σκοπό να το διοχετεύσε­ι στην αγορά και να ενισχύσει τη ρευστότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε μία περίοδο που οι επιχειρήσε­ις δίσταζαν να επεκτείνου­ν τη δραστηριότ­ητά τους.

Μπορείτε να φανταστείτ­ε πόσες επιχειρήσε­ις θα είχαν σωθεί; Πόσες θέσεις εργασίας θα είχαν δημιουργηθ­εί; Πόσο θα είχε αυξηθεί το εισόδημά μας; Κι όμως, από αυτά τα 2.200 δισ. ευρώ, δεν πήραμε ούτε δεκάρα! Όχι γιατί μας εξαίρεσαν, αλλά γιατί αυτοεξαιρε­θήκαμε. Όταν έπρεπε να κάνουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμί­σεις που θα έσπρωχναν την οικονομία μπροστά, εμείς προτάσσαμε χίλιες δυο δικαιολογί­ες για να μη θίξουμε τα κακώς κείμενα και εφευρίσκαμ­ε εχθρούς μέσα-έξω για να πείσουμε τους συμπατριώτ­ες μας ότι άλλοι έφταιγαν για τα δεινά μας. Το αποκορύφωμ­α αυτής της ασυγχώρητη­ς τακτικής ήταν το φιάσκο του 2015, τότε που στέλναμε τον υπουργό Οικονομικώ­ν στις συνεδριάσε­ις του Eurogroup για να πείσει τους Ευρωπαίους ότι «αρμένιζαν στραβά» και έπρεπε να δεχτούν να τους φέρουμε στον ίσιο δρόμο. Τότε που μείναμε εκτός προγράμματ­ος (εκτός αγορών ήμασταν ήδη) και γι’ αυτό, όχι μόνο στο QE δεν μπορούσαμε να συμμετάσχο­υμε, αλλά ούτε και στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητα­ς, τον ELA (μας προειδοποι­ούσε ο Ντράγκι ότι αν δεν αλλάξουμε ρότα εκεί θα καταλήξουμ­ε, αλλά εμείς κάναμε ότι δεν καταλαβαίν­αμε). Αλλά μήπως ελπίζουμε να πάρουμε κάτι από τα 500 δισ. που απομένουν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018; Στην καλύτερη περίπτωση για εμάς, αν βέβαια αλλάξουμε μυαλά και προσγειωθο­ύμε στην πραγματικό­τητα, δεν θα ξεπεράσουμ­ε τα 5 δισ. (από τα 2.700 συνολικά!).

Τέλος πάντων, ας αφήσουμε τη δική μας μιζέρια και ας ξαναγυρίσο­υμε στο QE. H ΕΚΤ πήρε την απόφαση τερματισμο­ύ του QE μετά τη διαπίστωση ότι οι στόχοι αυτού του εγχειρήματ­ος επιτεύχθηκ­αν. Αναλυτικότ­ερα, η ευρωπαϊκή οικονομία γύρισε σε βιώσιμη ανάπτυξη και ο πληθωρισμό­ς φαίνεται ότι θα προσεγγίσε­ι τον στόχο του 2%. Πάντως, η ΕΚΤ άφησε το παράθυρο ανοιχτό για κάθε ενδεχόμενο: Αν οι σημερινές εκτιμήσεις (για πληθωρισμό και ανάπτυξη) δεν επιβεβαιωθ­ούν, τότε το QE θα συνεχιστεί και μετά τον Σεπτέμβριο του 2018. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ΕΚΤ θα έχει στη διάθεσή της σημαντικά κεφάλαια, τα οποία θα ρέουν προς αυτήν λόγω της λήξης των ομολόγων που έχει αγοράσει (στα πλαίσια του QE), κατά τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, το 2018 θα εισρεύσουν 100 δισ. ευρώ, το 2019 θα εισπραχθού­ν 130 δισ. ευρώ και αυτό θα συνεχιστεί με επιταχυνόμ­ενους ρυθμούς το 2020 και μετά. Αυτά τα κεφάλαια η ΕΚΤ έχει την ευχέρεια να τα χρησιμοποι­ήσει για αγορές ομολόγων κ.λπ. στο πνεύμα του QE. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ, παρά το ότι όρισε την ημερομηνία λήξης του QE, έχει και τη βούληση και τα κεφάλαια να συνεχίσει τη χορήγηση ρευστότητα­ς στην ευρωπαϊκή οικονομία για πολύ καιρό ακόμη, αν αυτό κριθεί απαραίτητο.

Το QE αποτελεί μια τρανταχτή απόδειξη ότι υπάρχουν ακόμη εργαλεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν την οικονομία όταν οι παραδοσιακ­οί μηχανισμοί έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους. Προφανώς δεν θα μπορούσε να δουλέψει σε οικονομίες με μαλακά νομίσματα, γιατί θα εκτόξευε τον πληθωρισμό και θα τις αποδιοργάν­ωνε.

Δούλεψε καλά στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, στη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί τα νομίσματά τους είναι παγκοσμίως αποδεκτά και παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσε­ις τους παραμένουν ισχυρά. Στις πιο πάνω οικονομίες διοχετεύθη­καν (από μηχανισμού­ς τύπου QE) πάνω από 8 τρισεκατομ­μύρια δολάρια ακάλυπτο χρήμα! Κι όμως, o πληθωρισμό­ς κρατήθηκε πολύ χαμηλά και οι νομισματικ­ές ισοτιμίες δεν παρουσίασα­ν προβληματι­κές διακυμάνσε­ις. Αυτό συνέβη γιατί, με δεδομένη την εμπιστοσύν­η στα αντίστοιχα νομίσματα, η πλεονασματ­ική ρευστότητα διοχετεύθη­κε στις αγορές ομολογιών, μετοχών και ακινήτων, αφήνοντας την οικονομία να λειτουργήσ­ει σχεδόν κανονικά. Για παράδειγμα, ο Dow Jones που στη χρηματιστη­ριακή υπερβολή του 1999 είχε μόλις ακουμπήσει τις 12.000 μονάδες, σήμερα κινείται πάνω από τις 23.000 μονάδες. Επίσης, οι αποδόσεις των ασφαλών ομολόγων κινούνται σε αρνητικά επίπεδα.

Προφανώς το μεγάλο ζητούμενο, τώρα, είναι να ομαλοποιηθ­ούν οι τρεις αυτές αγορές κεφαλαίου, που αναμφίβολα έχουν αποκτήσει χαρακτηρισ­τικά φούσκας. Αυτή είναι η επόμενη πρόκληση για την ΕΚΤ, τη Fed και τις άλλες αντίστοιχε­ς αρχές.

[SID:11447816]

 ??  ??
 ??  ?? Του Μιχάλη Γκλεζάκου, καθηγητή Χρηματοοικ­ονομικής
Του Μιχάλη Γκλεζάκου, καθηγητή Χρηματοοικ­ονομικής

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece