Φρενάρει η πτώση στην εγχώρια αγορά επίπλων οικιακής χρήσης
Κατακερματισμένος και έντονα ανταγωνιστικός ο κλάδος - Τη μερίδα του λέοντος με ποσοστό 62% κατέχουν οι εισαγωγές
Επιβραδύνεται ο ρυθμός πτώσης της εγχώριας αγοράς επίπλων οικιακής χρήσης -και της εγχώριας παραγωγής ειδικότεραμετά τη βουτιά που κατέγραψε εν μέσω κρίσης, περίοδο κατά την οποία αυξήθηκαν οι εισαγωγές, κυρίως από Κίνα και Ιταλία, που πλέον καλύπτουν τη μερίδα του λέοντος στη συνολική πίτα της αγοράς (62%). Η εγχώρια παραγωγή οικιακών επίπλων (σε αξία) παρουσιάζει συνεχή μείωση από το 2008 και μετά. Ωστόσο, ο ρυθμός μείωσης βαίνει μειούμενος τα τελευταία έτη και διαμορφώθηκε σε -4,5% την περίοδο 2016/15, -8,3% την περίοδο 2015/14 και -10,4% την περίοδο 2014/13, όπως εξηγεί η Ελένη Δεμερτζή, Senior Manager της ICAP Group και επικεφαλής της ομάδας αναλυτών που εκπόνησαν σχετική κλαδική μελέτη. Η αξία της εγχώριας αγοράς επίπλων οικιακής χρήσης (πωλήσεις παραγόμενων και εισαγόμενων προϊόντων) ακολουθεί φθίνουσα πορεία από το 2008. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε σε -12,4% την περίοδο 20082016. Επισημαίνεται ωστόσο ότι ο ετήσιος ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται τα τελευταία έτη και κινείται σε μονοψήφια ποσοστά. Ειδικότερα, το 2016 η αξία της αγοράς εκτιμάται ότι μειώθηκε με ρυθμό της τάξης του 2%-3%, έναντι του 2015. Η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει ότι η εισαγωγική διείσδυση στον κλάδο βαίνει αυξανόμενη. Μάλιστα οι πωλήσεις των εισαγομένων επίπλων οικιακής χρήσης κάλυψαν ποσοστό της τάξης του 62% επί της συνολικής αξίας της αγοράς το 2016, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση την τελευταία διετία. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγομένων επίπλων τα τελευταία έτη προέρχεται από την Ιταλία και την Κίνα, καλύπτοντας αντίστοιχα ποσοστό 28% και 25% επί της συνολικής αξίας αυτών. Οι εξαγωγές επίπλων κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, με κυριότερες χώρες προορισμού την Κύπρο και τη Βουλγαρία.
Σχετικά με τη διάρθρωση της αξίας της αγοράς ανά κατηγορία επίπλων, εκτιμάται ότι οι πωλήσεις επίπλων καθιστικού χώρου κάλυψαν το 44,2% της συνολικής αγοράς, τα έπιπλα υπνοδωματίου το 37,7% και τα έπιπλα τραπεζαρίας κάλυψαν το υπόλοιπο 18,1%, με βάση εκτιμήσεις για το 2016.
Ας σημειωθεί ότι η αγορά των επίπλων οικιακής χρήσης είναι κατακερματισμένη λόγω του μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Οι περισσότερες παραγωγικές μονάδες είναι μικρού μεγέθους και δεν έχουν αυτοματοποιημένη παραγωγή. Οι μεγαλύτερες βιομηχανίες διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό και παράγουν μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων ενώ ορισμένες εξειδικεύονται στην παραγωγή μιας κατηγορίας προϊόντων (π.χ. έπιπλα υπνοδωματίου). Στον εισαγωγικό τομέα είναι εντονότερη η παρουσία εταιρειών μεσαίου και μεγαλύτερου μεγέθους. Όσο για τη ζήτηση των επίπλων οικιακής χρήσης, αυτή επηρεάζεται από διάφορους κοινωνικούς, δημογραφικούς και οικονομικούς παράγοντες, όπως: η εξέλιξη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, ο αριθμός των νέων κατοικιών, η δημιουργία νέων νοικοκυριών, η τιμή διάθεσης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Ο ανταγωνισμός
Ιδιαίτερα έντονος είναι ο ανταγωνισμός στον κλάδο, λόγω της πληθώρας των σημείων πώλησης. Μάλιστα εντείνεται τα τελευταία έτη λόγω της μειωμένης ζήτησης από πλευράς καταναλωτών (περιορισμός εισοδήματος λόγω της οικονομικής συγκυρίας της χώρας κ.ά.) και τη στροφή τους σε οικονομικότερες λύσεις. Τα τελευταία έτη επίσης αρκετές εταιρείες περιόρισαν τις δραστηριότητές τους ενώ άλλες οδηγήθηκαν σε διακοπή εργασιών.
Αρκετές από τις εταιρείες του κλάδου ασχολούνται παράλληλα με την παραγωγή ή/και εισαγωγή πολλών ειδών επίπλων, αλλά και άλλων οικιακών ειδών, προσφέροντας στους πελάτες τους πιο ολοκληρωμένες προτάσεις για τον εξοπλισμό μιας κατοικίας.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου (παραγωγικές, εισαγωγικές), διαθέτουν συνήθως εκθεσιακούς χώρους και δίκτυο διανομής των προϊόντων τους το οποίο συχνά περιλαμβάνει εταιρικά καταστήματα αλλά και τοπικούς αντιπροσώπους.
Η στρατηγική
Με βάση τα συμπεράσματα της μελέτης ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου είναι ιδιαίτερα έντονος και οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν σημαντικά και τη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής και των όρων πωλήσεων των επιχειρήσεων (μείωση τιμών, προσφορές). Οι εταιρείες προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους στην αγορά και να ενισχύσουν τις πωλήσεις τους, επιδιώκουν περαιτέρω διεύρυνση της ποικιλίας των προϊόντων τους, επέκταση του δικτύου διανομής, αύξηση των εξαγωγών με διείσδυση σε νέες αγορές, περιορισμό των λειτουργικών δαπανών και προσαρμογή της τιμολογιακής και εμπορικής πολιτικής τους στα δεδομένα της αγοράς (μεγαλύτερα διαστήματα εκπτώσεων, προσφορές, διευκολύνσεις).
[SID:11447622]