Άνοδος χωρίς αμφισβητήσεις
III Χθες, τελευταία μέρα του Οκτωβρίου, αρκετοί εγχώριοι παράγοντες περίμεναν άνοδο και την είδαν να αποτυπώνεται στην εξέλιξη των συναλλαγών, με τρόπο που συνήθως σημαίνει: άνοδος χωρίς ενδιάμεσες αμφισβητήσεις. Για παράδειγμα, ο τραπεζικός δείκτης, που είναι το «κλειδί» για τη βραχυπρόθεσμη τάση της αγοράς, στην πρώτη ώρα κατοχύρωσε την κίνηση πάγια πάνω από τις 746 μονάδες και κατέληξε σε διαπραγμάτευση πάνω από τις 751 μονάδες τη δεύτερη ώρα. Ενώ στην τρίτη ώρα ξεπέρασε τις 758 μονάδες, που είχε «χτυπήσει» ήδη από τις 11:30 χωρίς να διατηρηθεί εκεί τότε. Το γιατί μια τέτοια εξέλιξη ενίσχυσε την πιθανότητα ανόδου ως το πέρας των συναλλαγών γίνεται εύκολα αντιληπτό. Η κλιμακούμενη άνοδος προσφέρει την ευκαιρία - πρόκληση στους στοιχηματίζοντες short να εκδηλωθούν και χθες στο πρώτο μέρος φάνηκε ότι δεν είχαν διάθεση για «επιθέσεις».
Για αυτό
III μάλλον και επειδή χθες ήταν το τέλος του μήνα, μετά τις 14:00, με τζίρο ελαφρώς ανώτερο της Δευτέρας, οι βασικοί δείκτες ήταν με κέρδη της τάξης του 1%, με τον Γ.Δ. πάνω από τις 747 και κοντά στις 752 μονάδες, ήτοι στο μέγιστο για το πρώτο μέρος. Δηλαδή είχε ξεπεράσει την τιμή των ΚΜΟ200 (απλού και εκθετικού) που ήταν «Όταν χάνουν οι πολίτες το δικαίωμα στη δουλειά, τότε φουντώνει η ανομία». «Να κοιτάξει η κυβέρνηση πώς θα λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης ανθρώπων που κλέβουν για ένα καρβέλι ψωμί, αντί να σκέφτεται πώς θα επιβάλει την τάξη και τον νόμο με τη βία». Είναι επιχειρήματα όσων υπερασπίζονται το δικαίωμα των φτωχών… στην παρανομία, τα οποία φθάνουν και στις οθόνες των τηλεοράσεων. Οι πολίτες βρίσκονται σε κατάσταση πανικού, αν κάποιος γύρω τους πέσει θύμα ληστείας, μετά όμως το ξεχνούν και συνεχίζουν να ζουν με τον φόβο. Η κατάσταση προσφέρει μερικές ποσοστιαίες μονάδες στο κόμμα της αντιπολίτευσης. Αλλά το πρόβλημα δεν θα λυθεί αν δεν υπάρξει μια συναίνεση σχετικά με τα αίτια και την αντιμετώπιση της κρίσης. Ποιος είναι ο εχθρός τελικά; Το κεφάλαιο και ο καπιταλισμός ή το κράτος που δεν γεννά θέσεις εργασίας αφειδώς; Το παράλογο κυριαρχεί και στις προσπάθειες για δημόσιο διάλογο ουσίας, η μπάλα χάνεται στις εξέδρες των «πεινασμένων θεατών».
I