Παραγραφή χρήσεων σε περίπτωση φοροδιαφυγής
Με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1738/2017 κρίθηκε, το ζήτημα της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να καταλογίσει φόρο εισοδήματος. Κατόπιν τούτου, το πλαίσιο των προθεσμιών παραγραφής διαμορφώθηκε ως εξής:
Η βασική προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιήσει οριστική πράξη προσδιορισμού φόρου δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της πενταετίας από το τέλος του έτους, μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την υποβολή της φορολογικής δήλωσης. Συνεπώς, σήμερα, οι φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου μέχρι και τη χρήση 2010 έχουν παραγραφεί.
Περαιτέρω και εφόσον περιέλθουν στη φορολογική αρχή (νέα) συμπληρωματικά στοιχεία μετά τη βασική προθεσμία παραγραφής (πενταετία), το δικαίωμα του Δημοσίου για την ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής φορολογικής εγγραφής για την επιβολή φόρου, παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαετίας και, ως εκ τούτου, οι φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου μέχρι και τη χρήση 2005, λογίζονται ως παραγεγραμμένες. Σημειώνεται δε ότι αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η έκδοση απόφασης από το ΣτΕ σχετικά με το τι συνιστά «νέο συμπληρωματικό στοιχείο».
Στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί δήλωση φόρου εισοδήματος ή έχει υποβληθεί εκπρόθεσμη δήλωση, Ενώ με τη δημοσίευση της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, χαρτογραφήθηκε το τοπίο του βασικού κανόνα της πενταετούς παραγραφής, η εφαρμογή, ωστόσο, της εικοσαετούς παραγραφής σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής κατέστη άκρως προβληματική. η παραγραφή είναι δεκαπενταετής για τις χρήσεις έως το 2013.
Και ενώ με τη δημοσίευση της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, χαρτογραφήθηκε το τοπίο του βασικού κανόνα της πενταετούς παραγραφής, η εφαρμογή, ωστόσο, της εικοσαετούς παραγραφής σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής κατέστη άκρως προβληματική.
Ειδικότερα, με το άρθρο 36§3 του ΚΦΔ, οι πράξεις προσδιορισμού φόρου σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής μπορούν να εκδοθούν εντός είκοσι ετών από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης. Με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72§11 του ΚΦΔ ορίζεται ότι οι διατάξεις για την εικοσαετή παραγραφή σε περίπτωση φοροδιαφυγής τυγχάνουν εφαρμογής «και για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, η οποία διαπράχθηκε πριν την εφαρμογή του ΚΦΔ, εάν, κατά τη θέση αυτού σε ισχύ, το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί». Δηλαδή, οι διατάξεις για την εικοσαετή παραγραφή σε περίπτωση φοροδιαφυγής αποκτούν αναδρομική ισχύ και εφαρμόζονται και για τις χρήσεις 2008 και εφεξής.
Σύμφωνα με το άρθρο 66 του ΚΦΔ, το αδίκημα της φοροδιαφυγής συνίσταται στην από πρόθεση αποφυγή πληρωμής φόρου που υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος και ανά είδος φόρου τις 100.000 ευρώ για τη φορολογία εισοδήματος και τις 50.000 ευρώ για το ΦΠΑ. Υπό το πρίσμα της απόφασης του ΣτΕ, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 36§3 του ΚΦΔ, ελέγχεται, αφενός, ως προς το βαθμό που η εικοσαετής παραγραφή συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με το ύψος του φόρου που δεν αποδόθηκε και, αφετέρου, ως προς το ότι τροποποίησε αναδρομικά σε βάρος των φορολογουμένων το νομικό καθεστώς που ίσχυε, καταλαμβάνοντας χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου έτους της δημοσίευσης του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ).
Σημειώνεται, επίσης, ότι κατά το προϊσχύον καθεστώς του «Φορολογικού Ποινολογίου» (ν. 2523/1997), προβλεπόταν ότι φοροδιαφυγή στο εισόδημα συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα απόκρυψη καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων και όχι απλή συνδρομή λογιστικών διαφορών, ασύνδετη με τέτοια απόκρυψη.
Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω, η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να παράσχει διευκρινίσεις και οδηγίες προς τον ελεγκτικό της μηχανισμό, στη βάση του ότι η τέλεση παραβάσεων λογιστικών διαφορών δε δύναται να οδηγεί στην πλήρωση του αδικήματος της φοροδιαφυγής από «πρόθεση».
[SID:11480350]