«Κατηγορώ» για την αποτυχία των μνημονίων
Επιρρίπτει ευθύνες στην Κομισιόν γιατί τα προγράμματα δεν συνέβαλαν όσο θα έπρεπε στην ανάπτυξη
τις αιτιάσεις του ΕΕΣ, ο αρμόΣδιος
επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, επιχειρεί να δικαιολογήσει τις όποιες αστοχίες προβάλλοντας το επιχείρημα των εξαιρετικών περιστάσεων στις οποίες βρίσκονταν η Ελλάδα την περίοδο της έγκρισης των προγραμμάτων, ενώ θεωρεί ότι πλέον η χώρα αλλάζει σελίδα και αυτό είναι το ζητούμενο.
Η έκθεση του ΕΕΣ καλύπτει την έγκριση και υλοποίηση των δύο πρώτων μνημονίων και τον σχεδιασμό του τρίτου, ενώ δεν είναι δεσμευτική για τα θεσμικά όργανα και τα κράτη-μέλη.
Ειδικότερα, οι ελεγκτές προσάπτουν στην Κομισιόν την έλλειψη εμπειρίας στη διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος, επισημαίνοντας ότι τα μνημόνια δεν είχαν ιεραρχηθεί σωστά με βάση τη σημασία τους, ούτε εντάχθηκαν σε κάποια ευρύτερη στρατηγική για τη χώρα. Επιπλέον, όπως τονίζουν, οι μακροοικονομικές παραδοχές των προγραμμάτων δεν αιτιολογούνταν καταλλήλως, ενώ η συνεργασία με τους άλλους θεσμούς ήταν μεν αποτελεσματική, αλλά άτυπη. Αναγνωρίζεται ωστόσο ότι η από μέρους της Επιτροπής παρακολούθηση της συμμόρφωσης ως προς την υλοποίηση των προγραμμάτων από την Ελλάδα ήταν ικανοποιητική.
Για να στηρίζει τις αιτιάσεις του, το Ελεγκτικό Συνέδριο προβάλλει ως επιχείρημα αδυναμίας των προγραμμάτων το γεγονός ότι δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να αποκαταστήσουν την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές, καθώς και το ότι δεν οδήγησαν μέχρι στιγμής ούτε στη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ συνέβαλαν περιορισμένα μόνο στην ανάκαμψη της χώρας.
Σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις, η εικόνα που παρουσιάζει η έκθεση σε τέσσερις τομείς, τη φορολογία, τη δημόσια διοίκηση, την αγορά εργασίας και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, είναι ανάμικτη.
Ειδικότερα, για τις μεταρρυθμίσεις της φορολογίας και της δημόσιας διοίκησης υποστηρίζει ότι έφεραν δημοσιονομική εξοικονόμηση, αλλά η εφαρμογή των δομικών στοιχείων ήταν ασθενέστερη. Για την αγορά εργασίας αναφέρει ότι έχει γίνει πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική, ενώ ακόμη στο περιθώριο του τρίτου προγράμματος συνεχίζονται περαιτέρω κανονιστικές αλλαγές.
Για τον χρηματοπιστωτικό τομέα τονίζει ότι αναδιοργανώθηκε ουσιαστικά, αλλά το κόστος αυτό ξεπέρασε τα 45 δισ. ευρώ που εισήχθησαν στο τραπεζικό σύστημα, από τα οποία μόνο ένα μικρό μέρος μπορεί να ανακτηθεί.
Σύμφωνα με την έκθεση, η εφαρμογή ορισμένων βασικών μεταρρυθμίσεων πραγματοποιήθηκε με σημαντικές καθυστερήσεις ή δεν ήταν αποτελεσματική. Συνολικά, ο σχεδιασμός των συνθηκών έκανε δυνατή την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, αλλά διαπιστώθηκαν αδυναμίες, όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ορισμένα βασικά μέτρα δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένα.
Σε σχέση με την ανάπτυξη, τονίζεται ότι το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων κατά περισσότερο από το ένα τέταρτο και η Ελλάδα δεν ανέκαμψε, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί, το 2012.
Ενδεικτικές είναι οι αποκλίσεις στο ΑΕΠ στο πρώτο πρόγραμμα διάσωσης μεταξύ του στόχου και του τελικού αποτελέσματος. Το 2010 ανήλθε σε 1,5 μονάδα, το 2011 σε 6,5 μονάδες, το 2012 σε 8,4 μονάδες, το 2013 σε 5,3 μονάδες και το 2014 σε 1,4 μονάδα.
Στον δημοσιονομικό τομέα, η έκθεση σημειώνει τη μεγάλης κλίμακας εξυγίανση όσον αφορά τις διαρθρωτικές ισορροπίες. Ωστόσο, λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών εξελίξεων και του κόστους των τόκων για το υφιστάμενο χρέος, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται.
Τέλος, τονίζεται ότι τα προγράμματα εξασφάλιζαν βραχυπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απότομη επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών, κυρίως λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, ενώ η ικανότητά τους να παρέχουν χρηματοδότηση στην πραγματική οικονομία περιορίστηκε.