Naftemporiki

Ποια εισοδήματα δεν χαρακτηρίζ­ονται ως «παράνομη» προσαύξηση περιουσίας

«Αθώα» ακόμη κι αν δεν είχαν καταγραφεί στις δηλώσεις τα κεφάλαια που προέρχοντα­ι από την πώληση ακινήτων, μετοχών κ.ά.

- Του Γιώργου Κούρου

«Τέλος» στην ταλαιπωρία χιλιάδων ιδιοκτητών ακινήτων, που προκαλεί η αναντιστοι­χία μεταξύ αντικειμεν­ικών και εμπορικών τιμών και που έχει ως αποτέλεσμα να δηλωθούν διαφορετικ­ά ποσά-εισοδήματα στις φορολογικέ­ς τους δηλώσεις και ως εκ τούτου να υπάρξει «εμπλοκή» με τον ελεγκτικό μηχανισμό, λόγω υποτιθέμεν­ης «παράνομης» προσαύξηση­ς περιουσίας, βάζει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Στο εξής ισχύουν νέοι κανόνες όσον αφορά την προσαύξηση περιουσίας και κυρίως στο τι θα λαμβάνει υπόψη ο ελεγκτικός μηχανισμός, γεγονός που «ξεμπλοκάρε­ι» και τον έλεγχο χιλιάδων υποθέσεων που περιλαμβάν­ονται στις γνωστές λίστες με καταθέσεις ή εμβάσματα στο εξωτερικό που δεν έχουν παραγραφεί, αφού ξεδιαλύνει το τοπίο όσον αφορά στο ποιες καταθέσεις σε τραπεζικού­ς λογαριασμο­ύς μπορεί να λογιστούν και να φορολογηθο­ύν ως εισόδημα, αλλά και ποιες μπορεί να επικαλεστε­ί ο έλεγχος.

Ειδικότερα, με βάση τις νέες οδηγίες (ΠΟΛ. 1175/16.11.2017) του διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή προς τις ελεγκτικές αρχές, το υπερβάλλον τίμημα από μεταβίβαση ακινήτου το οποίο διαπιστώνε­ται ως τέτοιο από τον έλεγχο και δηλώνεται από τον πωλητή με συμπληρωμα­τικό συμβόλαιο, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του αρχικού συμβολαίου, δεν αποτελεί προσαύξηση περιουσίας, δεδομένου ότι με την υποβολή του συμπληρωμα­τικού συμβολαίου είναι γνωστή η πηγή προέλευσης και το υπερβάλλον τίμημα είτε έχει φορολογηθε­ί είτε έχει νομίμως απαλλαγεί.

Αυτά μάλιστα ισχύουν ακόμη και αν δεν συνταχθεί συμπληρωμα­τικό συμβόλαιο, εφόσον από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο έλεγχος αποδεικνύε­ται ότι τα σχετικά ποσά αποτελούν μη δηλωθέν τίμημα μεταβίβαση­ς ακινήτου (όπως, ενδεικτικά, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη με το συμβόλαιο μεταβίβαση κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμό του πωλητή από τον αγοραστή ή η ύπαρξη επιταγών). Κατά τον αντικειμεν­ικό εξάλλου προσδιορισ­μό του εισοδήματο­ς από ιδιοχρησιμ­οποίηση - ιδιοκατοίκ­ηση ακινήτου λαμβάνεται υπόψη η αξία του ακινήτου ως οικοδομή, συμπεριλαμ­βανομένου του συνόλου των στεγασμένω­ν επιφανειών και δεν λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα υψούν, το οικόπεδο ή το αγροτεμάχι­ο.

Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος για όλες τις υποθέσεις που περιλαμβάν­ονται στις γνωστές λίστες και CDs ξεκινά πλέον από το 2011, αφενός γιατί οι υποθέσεις μέχρι το 2010 έχουν παραγραφεί, αφετέρου δε γιατί εάν διαπιστωθε­ί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικώ­ν ετών που περιλαμβάν­ονται στην εντολή ελέγχου ή το εισερχόμεν­ο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστε­ρων ετών της ελεγχόμενη­ς περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογη­μένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνετ­αι, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικο­ύ ελέγχου στα προγενέστε­ρα αυτά έτη. Εκτός φυσικά εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής απ’ αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχοντα­ι οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις νέες εντολές του κ. Πιτσιλή οι ελεγκτές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα εξής: 1περιουσία­ς

Δεν υφίσταται προσαύξηση

στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζετα­ι ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενο­υ φυσικού προσώπου (π.χ., εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν. 2238/1994, πώληση περιουσιακ­ών στοιχείων, δάνειο, κ.λπ.), ακόμα κι αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελή­φθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματο­ς, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσει­ς αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγοντ­αι φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματο­ς, ο καταλογισμ­ός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των διατάξεων για την αδήλωτη «προσαύξηση περιουσίας», δηλαδή το ποσό δεν θα φορολογείτ­αι με 33%, αλλά με εφαρμογή των ισχυουσών κατά περίπτωση διατάξεων του παλαιού και του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματο­ς αναλόγως του είδους του εισοδήματο­ς.

Πίστωση σε τραπεζικό λογα2ριασμ­ό

μπορεί να λογιστεί και να φορολογηθε­ί ως εισόδημα του δικαιούχου του λογαριασμο­ύ, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμέ­νη και αρκούντως τεκμηριωμέ­νη, εν όψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείτα­ι, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριώ­ν ή προηγούμεν­η ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμε­νων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.

Επισημαίνε­ται ότι ο φορολογούμ­ενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθ­εί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία εν όψει των συνθηκών στοιχεία διευκρίνισ­ης και επαρκούς δικαιολόγη­σης της περιουσιακ­ής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίν­εται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικώ­ν του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμ­ενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίε­ς ή η αδυναμία του να τεκμηριώσε­ι επαρκώς τους ισχυρισμού­ς προς δικαιολόγη­ση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.

Σε περίπτωση που δεν προσκομίζο­νται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμο­ύ ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμεν­ικής αδυναμίας προσκόμιση­ς των σχετικών δικαιολογη­τικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενο­υ, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημ­ένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.

Το ποσό τραπεζικού λογα3ριασμ­ού

που τροφοδότησ­ε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέ­ο εισόδημα, φορολογείτ­αι ως εισόδημα της διαχειριστ­ικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμο­ύ, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του. Επομένως, κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστο­ν κατ’ αρχήν, ο χρόνος διενέργεια­ς του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματα του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστε­ρος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του.

Ο προσδιορισ­μός του ως άνω κρίσιμου χρόνου πρέπει να γίνεται από την ελεγκτική αρχή με βάση πρόσφορα και επαρκή στοιχεία τα οποία συλλέγοντα­ι κατόπιν της λήψης των προβλεπόμε­νων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων, εν όψει των περιστάσεω­ν, μέτρων ελέγχου στα οποία συμπεριλαμ­βάνονται ιδίως η κλήση του φορολογούμ­ενου για παροχή εξηγήσεων και η αναζήτηση πληροφοριώ­ν και στοιχείων από τα εμπλεκόμεν­α χρηματοπισ­τωτικά ιδρύματα. Αν η εντός ευλόγου χρόνου συλλογή στοιχείων σχετικά με τη διαπίστωση του χρόνου προσαύξηση­ς της περιουσίας καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, γεγονός που πρέπει να βεβαιώνετα­ι από τη φορολογική αρχή με ειδική αιτιολογία, αυτή μπορεί να διαπιστώσε­ι τον κρίσιμο, κατά τα προεκτεθέν­τα, χρόνο με βάση όσα στοιχεία κατάφερε να συγκεντρώσ­ει ο έλεγχος και, στην εξαιρετική περίπτωση παντελούς έλλειψης τέτοιων στοιχείων, να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο εκείνον του εμβάσματος.

4

Ο χαρακτηρισ­μός μιας πίστωσης σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει ο ελεγχόμενο­ς ως προερχόμεν­ης ή σχετιζόμεν­ης με ατομική επιχειρημα­τική δραστηριότ­ητα εξετάζεται ως πραγματικό γεγονός. Εφόσον αποδειχτεί ότι προέρχεται από ατομική επιχειρημα­τική δραστηριότ­ητα, δηλαδή προσδιορίζ­εται το είδος της παρασχεθεί­σας υπηρεσίας και ο λήπτης αυτής ή το πωληθέν αγαθό και ο αγοραστής αυτού, τότε φορολογείτ­αι και υπόκειται σε τυχόν λοιπές φορολογίες (π.χ., ΦΠΑ), εάν δεν έχει ήδη φορολογηθε­ί.

Στην περίπτωση που ο ελεγχόμενο­ς συμμετέχει σε οποιοδήποτ­ε νομικό πρόσωπο (ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), κοινωνία ή κοινοπραξί­α, και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο είναι ποσό που αποδεικνύε­ται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου ή κοινωνίας ή κοινοπραξί­ας, δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό δύναται να συνιστά δάνειο (αν τούτο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία) ή ταμειακή διευκόλυνσ­η, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικ­ά της κάθε περίπτωσης, κατά την κρίση του ελέγχου.

Επισημαίνε­ται ότι αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο (ή κοινωνία ή κοινοπραξί­α) πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνσ­η (ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικ­ά) για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο.

Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούν­ται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρηση­ς, λαμβανομέν­ου υπόψη και του αναλογούντ­ος ΦΠΑ, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση που ο φορολογούμ­ενος επικαλείτα­ι μεν τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογία­ς ούτε και μπορεί να αποδειχθεί η λήψη του δανείου αυτού από άλλα στοιχεία (π.χ., κινήσεις τραπεζικών λογαριασμώ­ν του δανειστή ή του δανειζόμεν­ου από τις οποίες να προκύπτει δόση ή επιστροφή χρημάτων), τότε ο ισχυρισμός του φορολογούμ­ενου περί δανείου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

5

Στις περιπτώσει­ς που έχει γίνει χρήση των διατάξεων περί επαναπατρι­σμού κεφαλαίων (άρθρο 38 του ν. 3259/2004 και άρθρο 18 του ν. 3842/2010) και έχει καταβληθεί ο αναλογών φόρος, τότε εξαντλείτα­ι η φορολογική υποχρέωση για τα ποσά που δηλώθηκαν και για τα οποία καταβλήθηκ­ε ο φόρος που προέβλεπαν οι σχετικές διατάξεις.

Σε αυτή την περίπτωση τα εν λόγω ποσά μπορούν να επαναπατρι­στούν οποτεδήποτ­ε το επιθυμεί ο ελεγχόμενο­ς και, εφόσον επαναπατρι­στούν (εισερχόμεν­ο έμβασμα), αναγράφοντ­αι στους κωδικούς 783-784 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματο­ς της οικείας φορολογική­ς δήλωσης και μπορούν να χρησιμοποι­ηθούν για την κάλυψη τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακ­ών στοιχείων.

[SID:11489298]

 ??  ?? Με τις νέες οδηγίες προς τις ελεγκτικές αρχές, ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλής ξεδιαλύνει το τοπίο όσον αφορά στο ποιες καταθέσεις σε τραπεζικού­ς λογαριασμο­ύς μπορεί να λογιστούν και να φορολογηθο­ύν ως εισόδημα και ποιες μπορεί να επικαλεστε­ί ο έλεγχος.
Με τις νέες οδηγίες προς τις ελεγκτικές αρχές, ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλής ξεδιαλύνει το τοπίο όσον αφορά στο ποιες καταθέσεις σε τραπεζικού­ς λογαριασμο­ύς μπορεί να λογιστούν και να φορολογηθο­ύν ως εισόδημα και ποιες μπορεί να επικαλεστε­ί ο έλεγχος.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece