Κέρδη και ζημιές από τη Βασιλεία IV
Τι προβλέπει η τροποποίηση των κανόνων για τον κλάδο
Οπρόσφατος συμβιβασμός, στον οποίο κατέληξαν οι ρυθμιστικές αρχές του πλανήτη για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου της Βασιλείας, έγινε δεκτός όχι μεν με ενθουσιασμό, αλλά μάλλον με ανακούφιση από τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο. Το νέο πλαίσιο, που αποτελεί μία πιο αυστηρή εκδοχή της Βασιλείας ΙΙΙ, δεν είναι τόσο σκληρό όσο ορισμένοι φοβούνταν. Οι αλλαγές μεταφράζονται σε κεφαλαιακό κενό διαχειρίσιμο και αισθητά μικρότερο από τα αστρονομικά ποσά που ακούγονταν την άνοιξη. Έρχονται, όμως, να προστεθούν σε άλλες προκλήσεις, όπως τα κόκκινα δάνεια και τα μηδενικά επιτόκια, τα οποία φέρνουν τα πιστωτικά ιδρύματα της ηπείρου σε μειονεκτική θέση έναντι των αμερικανικών ανταγωνιστών.
Ο υπολογισμός του ρίσκου
το παγκόσμιο σύστημα (G-Sills), η αύξηση θα είναι 15,2%, για τις υπόλοιπες μεγάλες 14,1%, ενώ για τις μικρές μόλις 3,9%. Οι αλλαγές μεταφράζονται επίσης σε μείωση του δείκτη κύριων ιδίων κεφαλαίων CET 1 κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες θα κληθούν να καλύψουν κεφαλαιακή «τρύπα» 36,7 δισ. ευρώ. Συνολικά για τις τράπεζες ανά τον πλανήτη, που υπάγονται στους κανόνες της Βασιλείας, οι κεφαλαιακές ανάγκες ανέρχονται στα 90,7 δισ. ευρώ, με τα 85,7 δισ. ευρώ εξ αυτών να αφορούν συστημικούς οργανισμούς.
Τα ποσά αντιστοιχούν μόλις στο 14% των τραπεζικών κερδών το δεύτερο εξάμηνο του 2015, ενώ προκύπτουν με βάση την εικόνα των ισολογισμών στα τέλη εκείνου του έτους. Τόσο η Eπιτροπή της Βασιλείας όσο και η EBA ξεκαθάρισαν πως δεν έχουν υπολογίσει τα κεφάλαια που αντλήθηκαν την τελευταία διετία. Στην Ευρώπη έχουν γίνει σημαντικές κινήσεις. Ενδεικτικά να θυμίσουμε ότι η Deutsche Bank προέβη μέσα στο 2017 σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 8 δισ. ευρώ. Μάλιστα η κορυφαία γερμανική τράπεζα έσπευσε να επισημάνει μετά τη συμφωνία της Βασιλείας ότι διαθέτει ισχυρή κεφαλαιακή βάση και οι νέοι κανόνες δεν της προκαλούν ανησυχία.
Η ισπανική Santander άντλησε τον περασμένο χρόνο νέα κεφάλαια 7 δισ. ευρώ για να καλύψει την εξαγορά της Banco Popular, η ελβετική Credit Suisse 4,1 δισ. φράγκα και η ολλανδική Rabobank 1 δισ. ευρώ.
Όσο για την Unicredit, άντλησε 13 δισ. ευρώ στη μεγαλύτερη αύξηση κεφαλαίου όλων των εποχών στην Ιταλία. Στην τρίτη ισχυρότερη οικονομία του ευρώ έχουμε και την περίπτωση της Intesa Sanpaolo, η οποία δέχθηκε κεφαλαιακή ένεση σχεδόν 5 δισ. ευρώ από το ιταλικό Δημόσιο, για τη συμμετοχή της στη διάσωση δύο μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η κεφαλαιακή τρύπα είναι επομένως στην πραγματικότητα πολύ μικρότερη των 36 δισ. ευρώ και σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώνει τα άκρως δυσμενή σενάρια που είχαν έρθει στο φως πριν από τον συμβιβασμό.
H McKinsey υπολόγιζε τον Απρίλιο ότι εάν υιοθετηθεί η αρχική πρόταση για τους νέους κανόνες, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα κληθούν να καλύψουν κεφαλαιακό κενό έως και 120 δισ. ευρώ. Η Citigroup Global Markets από την πλευρά της στις αρχές Δεκεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από τη συμφωνία, προέβλεπε μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET 1 έως και δυόμισι μονάδων, στο 11% από 13,5% (βάσει στοιχείων του 2015). [SID:11549177]