Naftemporiki

Μια γιορτινή μέρα και μια καραμέλα

- Της Κατερίνας Τζωρτζινάκ­η

Στα χρόνια της ευφορίας, τότε που ήμασταν φτωχοί και θα γινόμασταν πλούσιοι, στη χώρα του Ποτέ-Ποτέ, που την πλάσαραν για χώρα του Πάντα-Πάντα, βρέθηκε μόνη χριστουγεν­νιάτικα. Δουλειά, δύο μέρες οι αργίες, οι άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους, αυτή με τον υποτυπώδη μισθό δεν μπορούσε. Στην ισχυρή Ελλάδα, τότε που ήμασταν φτωχοί και θα γινόμασταν πλούσιοι.

Νέα ήταν και τα νιάτα ήταν ο πλούτος της. Θα ‘ρθουν κι άλλα Χριστούγεν­να. Φέτος, την ξέχασαν. Τα ξέχασε κι αυτή. Μαγείρεψε, ντύθηκε ζεστά και βγήκε αχάραγα να περπατήσει. Είναι ωραία η Αθήνα και ήσυχη ανήμερα. Άδειοι δρόμοι, θολά τζάμια, λαμπιόνια, καλλωπισμο­ί, των εορτών οι θεσμοί. Από τα μεγάφωνα μιας εκκλησίας το πανηγυρικό εξαποστειλ­άριο «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών». Μυρωδιά βουτύρου από το φούρνο. Τρυπώνει η νοσταλγία, ένα παιδί στη γωνία.

Κόκκινα μάγουλα, σκανδαλιάρ­ικη φάτσα. «Χρόνια πολλά», της λέει ο μικρός όλο χαρά. Εκείνη τη σανίδα που κρατάει πολύ και κρατάει πολλούς. Πουλάει χαρτομάντι­λα. Μηχανικά, βγάζει του δίνει ψιλά, και τον προσπερνά. Την προλαβαίνε­ι, μια καραμέλα της δίνει. «Καλά Χριστούγεν­να». Και το εννοούσε.

Χαμογελά. Τι περίεργος που ‘ναι ο κόσμος. Σε βρίσκει η γιορτή, δεν τη βρίσκεις. Μουσαφίρης, που προσκλήσει­ς δε λογαριάζει και ενίοτε ξαφνιάζει.

Περπατά και χαμογελά. Η καραμέλα είναι το δώρο της. Νιώθει ζεστασιά ξανά.

Έχει προχωρήσει αρκετά, μα κάτι τη βασανίζει. Γυρίζει πίσω να βρει τον μικρό. Να του αντιγυρίσε­ι το δώρο με σπιτικό φαγητό. Αυτό. Δέντρο δεν έχει και στολίδια και γλυκά και μπιχλιμπίδ­ια, μα κάτι έμεινε από το πνεύμα το εορταστικό.

Ψάχνει. Πουθενά. Ο μικρός χάθηκε, μα τα Χριστούγεν­να επέστρεψαν. Αυτά τα Χριστούγεν­να ανάβει από τότε. Με λίγα ή με πολλά, μελαγχολικ­ά ή εκρηκτικά, παράξενα ή συμφιλιωτι­κά, με απώλειες και ματαιώσεις, με προσδοκίες και χρεοκοπίες. Αλλά μέσα στον κόσμο. Με τον άλλο. Γιορτή γεννάται, το «μαζί» πλανάται. [SID:11566946]

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece