Οι ανατροπές στον ΦΠΑ που φέρνει η ευρω -πρόταση
Πώς αλλάζουν τα περιθώρια ευελιξίας στον καθορισμό των συντελεστών - Διευρύνεται η απαλλαγή για τις εξαγωγικές μμε
Μεγάλη ευελιξία στον καθορισμό των συντελεστών του ΦΠΑ που επιβάλλεται σε αγαθά και υπηρεσίες δίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα κράτη-μέλη με τη χθεσινή πρότασή της.
Παράλληλα η Κομισιόν προτείνει τη διεύρυνση της απαλλαγής από τον ΦΠΑ και για τις μικρές επιχειρήσεις που έχουν εξαγωγική δραστηριότητα στην Ε.Ε., ενώ περιορίζει τη γραφειοκρατία για όλες τις μμε.
Οι χθεσινές προτάσεις είναι και το τελικό στάδιο της αναμόρφωσης των κανόνων και της δημιουργίας ενός ενιαίου χώρου ΦΠΑ στην Ε.Ε. με στόχο τη δραστική μείωση της απάτης ύψους 50 δισ. ευρώ και την παράλληλη στήριξη των επιχειρήσεων αλλά και διασφάλιση των δημόσιων εσόδων.
Πέραν του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ που δεν θα πρέπει να είναι χαμηλότερος από 15% και παραμένει ως έχει, με βάση την πρόταση της Κομισιόν τα κράτη-μέλη θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να εφαρμόζουν:
Δύο διαφορετικούς συντελεστές μεταξύ 5% - 15%,
έναν νέο συντελεστή μεταξύ 0 και 5%,
έναν συντελεστή 0% για αγαθά που απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.
Ο υφιστάμενος σήμερα σύνθετος κατάλογος αγαθών και υπηρεσιών στα οποία μπορούν να εφαρμόζονται μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από νέο κατάλογο προϊόντων (όπως τα όπλα, τα αλκοολούχα ποτά, τα τυχερά παιχνίδια και ο καπνός) στα οποία πρέπει πάντα να εφαρμόζεται ο κανονικός συντελεστής 15% ή υψηλότερος συντελεστής.
Πάντως, προκειμένου να διασφαλίζονται τα δημόσια έσοδα, η Κομισιόν προτείνει στα κράτη-μέλη να μεριμνούν ώστε ο σταθμισμένος μέσος συντελεστής του ΦΠΑ να ανέρχεται τουλάχιστον σε 12%.
Είναι προφανές ότι η πρόταση της Κομισιόν δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να μειώσουν ή να αυξήσουν τον ΦΠΑ και κατ’ επέκταση τη λιανική τιμή βασικών προϊόντων μέσω της μετάταξής τους από τη μια κατηγορία στην άλλη. Δεν θα χρειάζονται δηλαδή το πράσινο φως της Επιτροπής και του Συμβουλίου, υπό την προϋπόθεση ότι θα διασφαλίζονται τα δημόσια έσοδα.
Λιγότερη γραφειοκρατία για τους μικρομεσαίους
Η Επιτροπή αντιμετωπίζει επίσης
σήμερα το πρόβλημα των μικρότερων επιχειρήσεων που επωμίζονται δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης με τον ΦΠΑ.
Σήμερα οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διασυνοριακές συναλλαγές επιβαρύνονται με 11% υψηλότερο κόστος συμμόρφωσης σε σύγκριση με όσες δραστηριοποιούνται μόνο σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις πλήττονται σοβαρότερα. Αυτό συνιστά πραγματικό εμπόδιο για την ανάπτυξη, δεδομένου ότι οι μικρές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 98% των επιχειρήσεων στην Ε.Ε. Κι αυτό γιατί τα κράτη-μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις πωλήσεις που πραγματοποιούν μικρές επιχειρήσεις, υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν έναν συγκεκριμένο ετήσιο κύκλο εργασιών, ο οποίος ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Ωστόσο, οι απαλλαγές αυτές προσφέρονται μόνο στις εγχώριες επιχειρήσεις και οι αναπτυσσόμενες μμε χάνουν την πρόσβασή τους στα μέτρα απλούστευσης μόλις σημειωθεί υπέρβαση του κατώτατου ορίου απαλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για τις μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε.
Πέραν των ισχυόντων κατώτατων ορίων απαλλαγής που παραμένουν σε ισχύ, οι προτεινόμενοι νέοι κανόνες θεσπίζουν:
Κατώτατο όριο εσόδων 2 εκατ. ευρώ, κάτω από το οποίο οι μικρές επιχειρήσεις θα επωφελούνται από μέτρα απλούστευσης (όπως απλουστευμένες υποχρεώσεις εγγραφής σε μητρώο ΦΠΑ, τιμολόγησης και τήρησης αρχείων), είτε απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ είτε όχι,
τη δυνατότητα για τα κράτημέλη να εξαιρούν τις απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ μικρές επιχειρήσεις από πολλές υποχρεώσεις ΦΠΑ σχετικά με την ταυτοποίηση, την τιμολόγηση, την τήρηση λογιστικής και την υποβολή δήλωσης,
όριο ετήσιου κύκλου εργασιών 100.000 ευρώ που επιτρέπει στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη-μέλη να επωφελούνται από την απαλλαγή ΦΠΑ.
Συνολικά, το κόστος συμμόρφωσης που συνδέεται με τον ΦΠΑ θα μειωθεί σε ποσοστό που θα φτάσει μέχρι και το 18% ετησίως.
Ο ΦΠΑ αποτελεί σημαντική και αυξανόμενη πηγή εσόδων στην Ε.Ε., ύψους άνω του 1 τρισ. ευρώ (στοιχεία 2015), ποσό που αντιστοιχεί στο 7% του κοινοτικού ΑΕΠ. [SID:11615066]