Κορυφαία εξαγωγός σιταριού η Ρωσία μετά τη σοδειά-ρεκόρ
Υψηλά μερίδια των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ στις παγκόσμιες συναλλαγές
Ησοδειά-ρεκόρ της Ρωσίας στα υψηλότερα επίπεδα από την εποχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης- ανέδειξε τη χώρα στην κορυφή μεταξύ των μεγαλύτερων παραγωγών σιταριού παγκοσμίως, καταφέρνοντας να εκθρονίσει τις ΗΠΑ. Χάρη στην αύξηση της ρωσικής παραγωγής το παγκόσμιο εμπόριο σιτηρών ανακατευθύνεται και πάλι στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Η συνολική σοδειά των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης συν της Ρωσίας αντιπροσωπεύει το 18% της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού το 2017, το υψηλότερο ποσοστό από το 1980, σύμφωνα με το Bloomberg, που επικαλείται στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας. Η Ρωσία αναμένεται να αποτελέσει τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σιταριού φέτος, υποσκελίζοντας τις ΗΠΑ, όπως εκτιμά το αμερικανικό υπουργείο. Το ποσοστό της Αμερικής στο σύνολο της παγκόσμιας σοδειάς σιταριού μειώθηκε στο 6% το 2017, στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, ενδεχομένως από το 1960, τότε που άρχισε η επίσημη καταγραφή στοιχείων.
Το ευνοϊκό έδαφος και κλίμα των χωρών της Μαύρης Θάλασσας προσέφερε ανέκαθεν τη δυνατότητα για πολύ πλούσιες σοδειές, παρατηρεί ο κ. Τζον Σνίτκερ, ο οποίος είχε διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγος και υφυπουργός του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ επί προεδρίας Λίντον Τζόνσον. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές διαφορές στις συνθήκες που επικρατούν τώρα και σε αυτές επί εποχής Ψυχρού Πολέμου: η βελτιωμένη ποιότητα των σιτηρών και η χρήση τους. Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό παραγωγής της πρώην ΕΣΣΔ στην παγκόσμια σοδειά κορυφώθηκε το 1966, φθάνοντας έως και το 31%, παρ’ όλα αυτά η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να εισαγάγει σιτηρά. Αυτό συνέβαινε εν μέρει διότι το περισσότερο από το σιτάρι της προοριζόταν για ζωοτροφές -σχεδόν τα τρία πέμπτα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80- και οι Σοβιετικοί πολίτες ακολουθούσαν δίαιτα που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα σιτηρά.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας ήταν η «φτωχή» ποιότητα στο μεγαλύτερο μέρος του σοβιετικού σιταριού, ένα πρόβλημα που επιδεινώθηκε από τις κακές συνθήκες αποθήκευσης και μεταφορών. Στη διάρκεια επίσκεψής του στα αγροκτήματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης το 1972, ο κ. Σνίτκερ αντίκρισε «τεράστιες ποσότητες σιταριού εκτεθειμένες, οι οποίες είχαν μαζευτεί σε συνθήκες υψηλής υγρασίας και στεγνωθεί από γυναίκες που φτυάριζαν το σιτάρι στον αέρα, από τον έναν σωρό στον άλλον».
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση εισήγαγε από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, ώστε να μπορεί να προμηθεύσει ψωμί στον λαό και παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ καλλιεργούσε περισσότερο σιτάρι από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Λιγότερο από το 25% της σοδειάς των πρώην σοβιετικών χωρών χρησιμοποιείται για ζωοτροφή, γεγονός που σε συνδυασμό με τις καλύτερες υποδομές αποθήκευσης και μεταφοράς δημιουργεί μια πολύ πιο εξαγωγικού προσανατολισμού αγορά, υπογραμμίζει ο Νταν Μόργκαν, συγγραφέας του βιβλίου «Merchants of Grain: The Power and Profits of the Five Giant Companies at the Center of the World’s Food Supply». Και γι’ αυτό τον λόγο η παραγωγή των χωρών της Μαύρης Θάλασσας έχει πλέον πιο ισχυρό αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές σιτηρών, παρότι ως ποσοστό επί της παγκόσμιας σοδειάς μόλις που αρχίζει να ανακτά το μεγαλείο της σοβιετικής εποχής. Με βάση την πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας, η παγκόσμια παραγωγή σιταριού θα ανέλθει σε επίπεδα-ρεκόρ 757 εκατ. τόνων την περίοδο 2017-2018, κυρίως χάρη στη σοδειά-ρεκόρ της Ρωσίας. Η ρωσική παραγωγή σιταριού εκτιμάται στους 85 εκατ. τόνους, υπερβαίνοντας το ρεκόρ της προηγούμενης χρονιάς (12,5 εκατ. τόνοι). Οι ρωσικές εξαγωγές προβλέπεται να ανέλθουν στους 35 εκατ. τόνους. [SID:11624404]