Στο τραπέζι η επόμενη μέρα της Ελλάδας
Τι συζήτησε ο πρωθυπουργός στο Νταβός με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και τον επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί
Το πλαίσιο υπό το οποίο θα πραγματοποιηθούν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς μετά την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης είχε την ευκαιρία να συζητήσει στο Νταβός ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον Ευρωπαίο επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί αλλά και την επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ. Στο προσκήνιο κυριάρχησαν οι δηλώσεις ικανοποίησης για τη γρήγορη ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης, η οποία μάλιστα θα οδηγήσει με τη σειρά της και στην έξοδο της Ελλάδας στην αγορά ομολόγων πιθανότατα μέσα στην επόμενη εβδομάδα. Στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις όμως τέθηκαν επί τάπητος όλα τα κρίσιμα θέματα που μένουν προς επίλυση μέχρι το τέλος Ιουνίου, οπότε και θα πρέπει να έχουν ληφθεί οι αποφάσεις που συνδέονται με την «επόμενη ημέρα» της ελληνικής οικονομίας.
Και οι δύο χθεσινοί συνομιλητές του Έλληνα πρωθυπουργού φέρονται να συμφώνησαν στο ότι πρέπει να διατηρηθεί ο ταχύς ρυθμός στις συζητήσεις προκειμένου να προχωρήσουν τα ανοικτά θέματα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο κ. Τσίπρας φέρεται να μετέφερε και πάλι το πάγιο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για «ξεκαθάρισμα προθέσεων». Η θέση της Ελλάδας απέναντι στο ΔΝΤ έχει γίνει γνωστή εδώ και αρκετό καιρό, αλλά χρειάζεται πλέον να διατυπωθεί εκ νέου, καθώς η σχέση του Ταμείου με την Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι σε κομβικό σημείο μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ταχθεί -δημοσίως τουλάχιστον- ούτε υπέρ ούτε κατά της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Έχει ταχθεί όμως υπέρ του να ληφθεί μια απόφαση άμεσα, προκειμένου να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Το ΔΝΤ επιμένει στη θέση ότι πρέπει να διασφαλιστεί και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων και η διευθέτηση του ελληνικού χρέους, προκειμένου να υπάρξει συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτή τη στιγμή το ΔΝΤ φέρεται να είναι ικανοποιημένο από την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, δεν θεωρεί όμως ότι έχει επαρκείς δεσμεύσεις ειδικά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο θέμα του χρέους.
Φαίνεται ότι ο Φεβρουάριος θα είναι καθοριστικός μήνας. Βάσει του προγράμματος που έχει εγκρίνει το ΔΝΤ για την Ελλάδα κατ’ αρχήν (σ.σ. προβλέπει την εκταμίευση 1,6 δισ. ευρώ μόνο αν υπάρξουν επαρκείς δεσμεύσεις για το χρέος) μέσα στον Φεβρουάριο θα πρέπει να γίνει η πρώτη αξιολόγηση. Το θέμα της εκταμίευσης έχει περάσει βέβαια σε δεύτερη μοίρα, καθώς τα χρήματα του ΔΝΤ ούτε αναγκαία είναι σε αυτή τη φάση για την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας ούτε το κόστος τους είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Με την αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί πλέον με χαμηλότερο κόστος απευθείας από τις αγορές. Αυτό αναμένεται να φανεί και την επόμενη εβδομάδα, οπότε θα πραγματοποιηθεί η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές για την άντληση περί των τριών δισ. ευρώ με ομόλογο επταετούς διάρκειας.
Αυτό που έχει σημασία όσον αφορά τις σχέσεις με το ΔΝΤ, είναι να αποφασιστεί ότι θα συνεχιστεί η παρουσία του στο ελληνικό πρόγραμμα, γεγονός που κρύβει ένα θετικό και ένα αρνητικό για την ελληνική κυβέρνηση. Το θετικό στοιχείο αφορά προφανώς το ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει ένας ακόμη ισχυρός παίκτης ο οποίος θα πιέζει στην κατεύθυνση της ρύθμισης του ελληνικού χρέους.
Από την άλλη, το αρνητικό είναι ότι το ΔΝΤ είναι πολύ πιθανό να επιμείνει στη θέση του για μείωση του αφορολογήτου από την 1/1/2019 και όχι από την 1/1/2020.
Ο ρόλος των ευρωπαϊκών θεσμών σε αυτή τη φάση θα είναι καθοριστικός. Μέσα στα επόμενα 24ωρα αναμένεται να υπάρχουν εξελίξεις στο θέμα της συγκρότησης ομάδας εργασίας που θα αναλάβει να μελετήσει το θέμα της «ρήτρας ανάπτυξης» για τη διευθέτηση του χρέους. Είναι πολύ πιθανό, η περίφημη «γαλλική πρόταση» να εμφανιστεί από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών ως η «διαβεβαίωση» που παρέχεται προς το ΔΝΤ για το ότι θα ληφθεί κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε το ελληνικό χρέος να παραμείνει βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση.
Από τις μέχρι τώρα δηλώσεις που έχουν γίνει από το ΔΝΤ προκύπτει πάντως η πρόθεση το Ταμείο να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, κάτι που σε αυτή τη φάση αποτελεί επιθυμία και αρκετών χωρών-μελών της Ευρωζώνης, οι οποίες θεωρούν ότι η παρουσία του και στην «επόμενη μέρα» της Ελλάδας θα προσδώσει μεγαλύτερη αξιοπιστία στην προσπάθεια για επάνοδο της χώρας στις αγορές.
[SID:11637690]