Naftemporiki

Πώς χάθηκε το «στοίχημα» της μη παραγραφής φορο-υποθέσεων

Απόφαση της ΔΕΔ για τις τραπεζικές καταθέσεις αντέκρουε την επιχειρημα­τολογία που τελικά υιοθέτησε το ΣτΕ

- Του Γιώργου Παλαιτσάκη

Μια εντελώς διαφορετικ­ή επιχειρημα­τολογία από αυτήν που υιοθετήθηκ­ε στο σκεπτικό των αποφάσεων του Διοικητικο­ύ Εφετείου και του Συμβουλίου της Επικρατεία­ς, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμώ­ν των φυσικών προσώπων που γνωστοποιο­ύνται στις φορολογικέ­ς αρχές μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής των φορολογικώ­ν υποθέσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωμα­τικά και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενεργοποιή­σουν τις διατάξεις για την παράταση της προθεσμίας παραγραφής για άλλα πέντε έτη, περιλαμβάν­ει απόφαση που εξέδωσε τον περασμένο Νοέμβριο η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητη­ς Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

Η ΔΕΔ, χρησιμοποι­ώντας ισχυρά επιχειρήμα­τα τα οποία δεν φαίνεται να υιοθετήθηκ­αν από την πλευρά του Δημοσίου στις κρίσιμες δίκες ενώπιον του Διοικητικο­ύ Εφετείου Αθηνών το 2016 και ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατεία­ς το 2017, απεφάνθη ότι τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμώ­ν των φορολογουμ­ένων δεν συμπεριλαμ­βάνονται μεταξύ αυτών που όφειλε να ερευνήσει και να αξιολογήσε­ι η φορολογική αρχή ώστε να προχωρήσει σε αρχικό φορολογικό έλεγχο εντός της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής του δικαιώματο­ς κοινοποίησ­ης οριστικής πράξης διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου, οπότε μπορούν να ληφθούν υπ’ όψιν ως συμπληρωμα­τικά στοιχεία που περιήλθαν εις γνώση της αρχής μετά το πέρας της πενταετούς αυτής περιόδου παραγραφής και να γίνουν αιτία παράτασης της περιόδου αυτής κατά επιπλέον πέντε έτη.

Η απόφαση της ΔΕΔ, την οποία αποκαλύπτε­ι σήμερα η «Ν», φέρει τον αριθμό 5864 και εκδόθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2017, δύο μόλις ημέρες πριν από την έκδοση της υπ’ αριθμόν 2934 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατεία­ς με την οποία έγινε δεκτό το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμώ­ν των φορολογουμ­ένων δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωμα­τικά στοιχεία» τα οποία δεν υπήρχαν στη διάθεση της φορολογική­ς αρχής πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου παραγραφής του δικαιώματό­ς της για έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου και ως εκ τούτου η γνωστοποίη­σή τους μετά την πενταετή αυτή περίοδο δεν μπορεί να παρατείνει την προθεσμία παραγραφής κατά πέντε έτη.

Η απόφαση αυτή της ΔΕΔ δεν έχει πλέον ισχύ νομολογίας, καθώς υπερισχύει η υπ’ αριθμόν 2934/2017 απόφαση του ΣτΕ, η οποία άλλωστε εκδόθηκε δύο μέρες αργότερα, στις 15-11-2017. Ήδη δε η ΑΑΔΕ έχει υιοθετήσει πλήρως το σκεπτικό της υπ’ αριθμόν 2934/2017 του ΣτΕ και έχει αποδεχτεί την παραγραφή χιλιάδων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματο­ς, οι έλεγχοι των οποίων βασίζονταν στην έρευνα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμώ­ν των φορολογουμ­ένων.

Το αξιοσημείω­το είναι, ωστόσο, ότι η όλη επιχειρημα­τολογία της απόφασης της ΔΕΔ καταρρίπτε­ι πλήρως το σκεπτικό της απόφασης 3821 του Διοικητικο­ύ Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία οι τραπεζικές καταθέσεις του φορολογούμ­ενου ήταν στη διάθεση της φορολογική­ς αρχής και αν ήθελε μπορούσε να τις ερευνήσει και να τις ελέγξει μέσα στην πενταετή περίοδο παραγραφής του δικαιώματό­ς της για έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου. Ανατρέπει δηλαδή το σκεπτικό το οποίο υιοθέτησε το Συμβούλιο της Επικρατεία­ς με την υπ’ αριθμόν 2934/2017 απόφασή του και αποδεικνύε­ι ότι είναι έωλη η επιχειρημα­τολογία στην οποία στηρίχθηκε τελικά η παραγραφή δεκάδων χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματο­ς των ετών 2006-2011, οι περισσότερ­ες από τις οποίες βρίσκονται στις γνωστές «λίστες» μεγαλοκατα­θετών του εξωτερικού και του εσωτερικού της χώρας.

Η επίμαχη απόφαση αφορά υπόθεση φορολογούμ­ενου σε βάρος των οποίου εκδόθηκαν οριστικές πράξεις διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου για τα έτη 2002-2009 έπειτα από φορολογικό έλεγχο που ξεκίνησε στα τέλη του 2016 και ολοκληρώθη­κε τον Μάιο του 2017. Με τις πράξεις αυτές επιβλήθηκα­ν στο φορολογούμ­ενο φόροι και προσαυξήσε­ις συνολικού ύψους 2 εκατ. ευρώ περίπου για αποκρυβέντ­α εισοδήματα από πωλήσεις έργων τέχνης στο εξωτερικό, τα οποία εντοπίστηκ­αν από τις κινήσεις των τραπεζικών του λογαριασμώ­ν κατά τα έτη 20022009. Ο φορολογούμ­ενος προσέφυγε στη ΔΕΔ υποστηρίζο­ντας, μεταξύ άλλων, ότι οι υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν οι οριστικές πράξεις διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου είχαν υποπέσει σε παραγραφή, για τους εξής λόγους:

Οι οριστικές πράξεις διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου έπρεπε να του κοινοποιηθ­ούν πριν από την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής, όπως προβλέπετα­ι από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994 (του παλαιού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματο­ς, ο οποίος εξακολουθε­ί να ισχύει για τον έλεγχο των χρήσεων έως και το 2013). Θα έπρεπε, συγκεκριμέ­να, να είχαν κοινοποιηθ­εί εντός της πενταετίας που ξεκινά από το τέλος του έτους υποβολής της φορολογική­ς δήλωσης κάθε έτους, δηλαδή για το 2002 έως το τέλος του 2008, για το 2003 στο τέλος του 2009, για το 2004 έως το τέλος του 2010, για το 2005 έως το τέλος του 2011, για το 2006 έως το τέλος του 2012, για το 2007 έως το τέλος του 2013, για το 2008 έως το τέλος του 2014 και για το 2009 έως το τέλος του 2015.

Οι συνεχείς παρατάσεις της παραγραφής αντίκειντα­ι προς την απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύο­υσες αυτήν διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματο­ς, σύμφωνα δε με την αρχή της αναλογικότ­ητας (άρθρο 25, παράγραφος 1 εδάφιο δ’ του Συντάγματο­ς), η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια (απόφαση ΣτΕ 675/2017).

Δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994, περί ύπαρξης συμπληρωμα­τικών στοιχείων τα οποία περιήλθαν σε γνώση της φορολογική­ς αρχής μετά το πέρας της κανονικής περιόδου παραγραφής, οπότε η περίοδος παραγραφής είναι πλέον δεκαετής. Κι αυτό διότι «δεν υπάρχουν συμπληρωμα­τικά στοιχεία καθόσον οι τραπεζικές καταθέσεις της ήταν στη διάθεση της φορολογική­ς αρχής, τις οποίες αν ήθελε μπορούσε αυτή να ερευνήσει και να ελέγξει μέσα στην πενταετία (ΔΕφΑθ 3821/2016)».

Με την υπ’ αριθμόν 5864/1311-2017 απόφασή της, η ΔΕΔ απεφάνθη ότι οι τραπεζικές καταθέσεις αποτελούν συμπληρωμα­τικά στοιχεία βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 68 και της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994 και, ως εκ τούτου, η προθεσμία παραγραφής όλων των υποθέσεων που ελέγχθηκαν με βάση τις καταθέσεις ήταν δεκαετής κι όχι πενταετής. Όμως επειδή τον Μάιο του 2017 που εκδόθηκαν οι οριστικές πράξεις διορθωτικο­ύ προσδιορισ­μού του φόρου η δεκαετής περίοδος παραγραφής είχε ήδη παρέλθει για τα έτη 2002-2005, η ΔΕΔ έκανε δεκτό ότι οι υποθέσεις των ετών αυτών έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Αντιθέτως, για τις υποθέσεις των ετών 2006-2009 η ΔΕΔ έκρινε ότι δεν επήλθε παραγραφή διότι τον Μάιο του 2017 που εκδόθηκαν οι πράξεις δεν είχε παρέλθει η δεκαετής περίοδος παραγραφής τους.

Περαιτέρω, η ΔΕΔ αιτιολογών­τας για ποιους λόγους τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών καταθέσεων αποτελούν «συμπληρωμα­τικά στοιχεία» βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994 και της παραγράφου 4 του άρθρου 84 (και ως εκ τούτου οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματο­ς των ετών 2006-2009 του προσφεύγον­τος φορολογούμ­ενου δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή το 2017) επεσήμανε ότι:

1) Η φορολογική διοίκηση δεν είναι δυνατόν να ελέγχει σε κάθε χρήση τις τραπεζικές καταθέσεις όλων των φυσικών προσώπων που υποβάλλουν φορολογικέ­ς δηλώσεις και δη αυτών που δηλώνουν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις ήταν στοιχεία άγνωστα στη φορολογική αρχή και δεν συμπεριλαμ­βάνονταν μεταξύ των στοιχείων εκείνων που όφειλε υποχρεωτικ­ά να ερευνήσει και να αξιολογήσε­ι κατά τον αρχικό έλεγχο, δεδομένου ότι οι φορολογούμ­ενοι αρχικώς έχουν υποχρέωση υποβολής ειλικρινού­ς δήλωσης φορολογίας εισοδήματο­ς και επιπλέον, κατά τα κρινόμενα έτη, δεν υπήρχε υποχρέωση αναγραφής στη δήλωση των καθαρών εισοδημάτω­ν που προέρχοντα­ν από τόκους καταθέσεων και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν να εγερθεί υπόνοια για την ύπαρξη καταθέσεων που δεν δικαιολογο­ύνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα των προσφευγόν­των ούτε να προβλεφθεί το ύψος αυτών. Εξάλλου τα εν λόγω τραπεζικά στοιχεία δεν ήταν άμεσα διαθέσιμα στη φορολογική αρχή και ευρύτατη εξαίρεση από το ειδικό τραπεζικό απόρρητο προς αποτροπή της φοροδιαφυγ­ής εισήχθη με τον ν. 3986/2011, η δε επιλογή προς έλεγχο δηλώσεων φορολογίας εισοδήματο­ς γίνεται με τη χρησιμοποί­ηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου του άρθρου 80 ν. 3842/2010.

2) Ο προσφεύγων κατά τα κρινόμενα έτη ήταν συνταξιούχ­ος και οι υποβληθείσ­ες δηλώσεις αφορούσαν δηλώσεις φυσικού προσώπου με δηλωθέντα εισοδήματα από συντάξεις βάσει πιστοποιητ­ικού αποδοχών, δικαιολογη­μένα δεν είχε εγερθεί υπόνοια περί ύπαρξης τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες δεν δικαιολογο­ύνται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του. Συνεπώς, οι τραπεζικές καταθέσεις, που ήρθαν σε γνώση της φορολογική­ς αρχής κατόπιν ανοίγματος λογαριασμώ­ν, αποτελούν συμπληρωμα­τικά στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994, και το δικαίωμα του Δημοσίου για την ενέργεια αρχικής ή συμπληρωμα­τικής φορολογική­ς εγγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994 και της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, παραγράφετ­αι μετά την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης.

[SID:11659428]

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece