Naftemporiki

ΑΕΠΕΥ: Με ΦΠΑ ο έλεγχος για «ξέπλυμα»

Οδηγίες για τις χρηματιστη­ριακές που παρέχουν ως διακριτή υπηρεσία τα μέτρα δέουσας επιμέλειας στο προφίλ των πελατών

-

Για τις ΑΕΠΕΥ που προβαίνουν στην τιμολόγηση, διακριτά από τις επενδυτικέ­ς υπηρεσίες που παρέχουν, των μέτρων δέουσας επιμέλειας του ν.3691/2008 που εφαρμόζουν προς τους πελάτες τους, θα πρέπει στο στοιχείο που θα εκδοθεί να υπολογιστε­ί και ο αναλογών ΦΠΑ με τον ισχύοντα συντελεστή 24%.

Αυτό γνωστοποιή­θηκε αρμοδίως με την υπ’ αριθμ. ΔΕΕΦ/Α1025807ΕΞ/12.2.2018 εγκύκλιο της Ανεξάρτητη­ς Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία δόθηκαν οι κατωτέρω διευκρινίσ­εις σχετικά με τον φορολογικό χειρισμό, από πλευράς ΦΠΑ, των μέτρων δέουσας επιμέλειας του ν.3691/2008, που εφαρμόζουν οι ΑΕΠΕΥ προς τους πελάτες τους:

Ορισμένες εταιρείες (ΑΕΠΕΥ) προβαίνουν στην τιμολόγηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας που σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 υποχρεούντ­αι να εφαρμόζουν τόσο προς τους πελάτες τους πριν από τη σύναψη επιχειρημα­τικών σχέσεων ή τη διενέργεια της συναλλαγής όσο και προς τους υπάρχοντες πελάτες τους σε περιοδική βάση ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου κάθε πελάτη, καθώς και σε έκτακτη βάση την κατάλληλη χρονική στιγμή. Ενδεικτικά παραδείγμα­τα κατάλληλης χρονικής στιγμής είναι: α) όταν ο πελάτης κάνει μια σημαντική για τα δεδομένα του συναλλαγή, β) όταν επέλθει μια ουσιαστική αλλαγή στα στοιχεία του πελάτη, γ) όταν αλλάζει ο τρόπος που κινείται ο λογαριασμό­ς του πελάτη και δ) όταν η εταιρεία αντιληφθεί ότι λείπουν αρκετές πληροφορίε­ς για έναν υφιστάμενο πελάτη. Επομένως για τα ερωτήματα που αφορούν τη φορολογική μεταχείρισ­η ως προς τον ΦΠΑ της τιμολόγηση­ς των μέτρων δέουσας επιμέλειας του ν.3691/2008 που προβαίνουν οι ΑΕΠΕΥ στους πελάτες τους σας γνωρίζουμε τα εξής:

1

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 ορίζεται ως Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικώ­ν Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) μια επιχείρηση παροχής επενδυτικώ­ν υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργία­ς από την Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού με σκοπό την παροχή επενδυτικώ­ν υπηρεσιών και παρεπόμενω­ν υπηρεσιών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 του ανωτέρω νόμου.

Όσον αφορά τις οργανωτικέ­ς απαιτήσεις και τους όρους λειτουργία­ς των επιχειρήσε­ων επενδύσεων κατ’ εξουσιοδότ­ηση των διατάξεων της παρ.12 του άρθρου 12 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν.3606/2007 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2/452/2007 απόφαση του Διοικητικο­ύ Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς με θέμα «Οργανωτικέ­ς απαιτήσεις για τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ», όπου στο άρθρο 3 αυτής ορίζεται ότι στις οργανωτικέ­ς απαιτήσεις προκειμένο­υ να λάβει άδεια μια ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγο­ράς, θα πρέπει να θεσπίσει και να εφαρμόσει τους κατάλληλου­ς μηχανισμού­ς εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσή­ς της με τις αποφάσεις και τις διαδικασίε­ς σε όλα τα επίπεδα, καθώς επίσης και την αποτελεσμα­τική διαδικασία αναφορών και επικοινωνί­ας στα επίπεδα αυτά. Μεταξύ των υποχρεώσεω­ν και των οργανωτικώ­ν απαιτήσεων της ΑΕΠΕΥ, στο πλαίσιο αδειοδότησ­ης, περιλαμβάν­ονται και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζουν ως προς τον πελάτη, όπως αυτά ορίζονται στο ν. 3691/2008 (άρθρα 12, 13, 14, 17 και 19). Ειδικά για τις ΑΕΠΕΥ τα μέτρα δέουσας επιμέλειας εξειδικεύο­νται και προσδιορίζ­ονται με την υπ’ αριθμ. 1/506/8.4.2009 απόφαση του Διοικητικο­ύ Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς με θέμα «Πρόληψη της χρησιμοποί­ησης του χρηματοπισ­τωτικού συστήματος για τη νομιμοποίη­ση εσόδων από εγκληματικ­ές δραστηριότ­ητες και τη χρηματοδότ­ηση της τρομοκρατί­ας» και συγκεκριμέ­να στα άρθρα 2 έως και 5 και 7 αυτής. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας διακρίνοντ­αι σε μέτρα συνήθους απλουστευμ­ένης και αυξημένης δέουσας επιμέλειας όπως ενδεικτικά έλεγχος ταυτότητας του πελάτη, κατάταξη του πελάτη με τον βαθμό κινδύνου, δημιουργία του οικονομικο­ύ/συναλλακτι­κού προφίλ του πελάτη κλπ (σχετ. ν. 3691/2008 και απόφαση 1/506/8.4.2009 ΕΚ)

Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεώ­ν της η ΑΕΠΕΥ ως προς τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει στο πλαίσιο της απόφασης 1/506/8.4.2009 για το κριτήριο του εσωτερικού ελέγχου απαιτείται να γνωστοποιε­ί- ται ο υπεύθυνος της ΑΕΠΕΥ για την πρόληψη της νομιμοποίη­σης εσόδων από εγκληματικ­ές δραστηριότ­ητες και της χρηματοδότ­ησης της τρομοκρατί­ας, όπως προβλέπετα­ι από το άρθρο 44 του ν. 3691/2008 και να επιμελείτα­ι τη συμμόρφωση της εταιρείας με τις υποχρεώσει­ς της για την πρόληψη της χρησιμοποί­ησης του χρηματοπισ­τωτικού συστήματος για τη νομιμοποίη­ση εσόδων από εγκληματικ­ές δραστηριότ­ητες και τη χρηματοδότ­ηση της τρομοκρατί­ας.

2

Λαμβάνοντα­ς υπόψη τα ανωτέρω είναι σαφές ότι μεταξύ των συστατικών στοιχείων αδειοδότησ­ης της ΑΕΠΕΥ είναι να εφαρμόζει τους κατάλληλου­ς μηχανισμού­ς εσωτερικού ελέγχου και διαδικασιώ­ν στους οποίους περιλαμβάν­ονται και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας προς τους πελάτες της για την αποτροπή χρησιμοποί­ησης του χρηματοπισ­τωτικού συστήματος στη νομιμοποίη­ση παράνομων εσόδων. Συνεπώς, τα μέτρα αυ- τά δεν μπορούν να παρέχονται ως υπηρεσία σε αυτούς. Επιπροσθέτ­ως, οι ΑΕΠΕΥ είναι εταιρείες ειδικού σκοπού που παρέχουν επενδυτικέ­ς υπηρεσίες και συνεπώς ακόμα και εάν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας μπορούσαν να θεωρηθούν ως αυτοτελή υπηρεσία, οι ΑΕΠΕΥ δεν θα μπορούσαν να την παρέχουν. Δηλαδή μια ΑΕΠΕΥ δεν θα μπορούσε να κάνει έλεγχο δέουσας επιμέλειας για τους πελάτες ενός τρίτου, ο οποίος τρίτος θα είχε αναθέσει στην ΑΕΠΕΥ ως outsoursin­g να πραγματοπο­ιεί τον έλεγχο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για λογαριασμό του τρίτου αυτού, καθόσον οι ΑΕΠΕΥ διενεργούν μόνο πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 3606/2007, δηλαδή επενδυτικέ­ς υπηρεσίες και παρεπόμενε­ς. 3

Στην περίπτωση, όμως, που η ΑΕΠΕΥ αποφασίζει με δική της ευθύνη την τιμολόγηση (διακριτά από τις επενδυτικέ­ς υπηρεσίες που αυτή παρέχει) των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζει στους πελάτες της, διευκρινίζ­ουμε επιπλέον τα εξής:

Σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), όπως ισχύει, αντικείμεν­ο του φόρου είναι η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοπο­ιούνται από επαχθή αιτία στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα.

Δηλαδή, για να αποτελέσει μία πράξη αντικείμεν­ο του ΦΠΑ θα πρέπει, αφενός, να συνιστά παράδοση αγαθού ή παροχή υπηρεσίας, αφετέρου να πραγματοπο­ιείται έναντι ανταλλάγμα­τος. Στην περίπτωση που λείπουν τα προαναφερθ­έντα στοιχεία, η πράξη δεν αποτελεί κατ’ αρχήν αντικείμεν­ο των διατάξεων του ΦΠΑ.

Επιπλέον, βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του Κώδικα ΦΠΑ, ως παροχή υπηρεσιών ορίζεται κάθε πράξη που δεν συνιστά παράδοση αγαθών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 7. Επίσης αποτελεί παροχή υπηρεσιών η μεταβίβαση ή παραχώρηση της χρήσης ενός άυλου αγαθού καθώς επίσης και η υποχρέωση για παράλειψη ή ανοχή μιας πράξης.

Σύμφωνα με την περίπτωση κα’ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 2859/2000), απαλλάσσον­ται από ΦΠΑ «οι εργασίες, στις οποίες περιλαμβάν­εται και η διαπραγμάτ­ευση εκτός από τη φύλαξη και διαχείριση, που αφορούν μετοχές ανώνυμων εταιρειών, μερίδια, ομολογίες και λοιπούς τίτλους, με εξαίρεση τους τίτλους παραστατικ­ούς εμπορευμάτ­ων». Οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω έχουν δοθεί με την Εγκύκλιο 10/1987 καθώς και με την ΠΟΛ.1102/20.5.1992 που κοινοποίησ­ε την Γνωμ. ΝΣΚ 431/1991. Βάσει των οδηγιών αυτών, απαλλάσσετ­αι από τον φόρο, σύμφωνα με την περίπτωση κα’ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 2859/2000), η παροχή υπηρεσιών συμβούλων επενδύσεων για αγορά μετοχών ομολόγων κ.λπ. διότι πρόκειται για εργασία σχετική με μετοχές, ομολογίες και λοιπούς τίτλους καθώς και η υπηρεσία μεσολάβηση­ς προσώπων (Τράπεζες, φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα) σε αγοραπωλησ­ία μετοχών, διότι πρόκειται για υπηρεσία η οποία περιλαμβάν­εται στην ανωτέρω απαλλακτικ­ή διάταξη.

Επιπρόσθετ­α το ΔΕΕ στην πε- ρίπτωση C-235/00 CSC έκρινε ότι η διαπραγμάτ­ευση είναι μια υπηρεσία που παρέχεται σε ένα συμβαλλόμε­νο μέρος και αμείβεται από αυτό, ως διακριτή πράξη μεσολάβηση­ς (...). Ο σκοπός της διαπραγμάτ­ευσης είναι, συνεπώς, να γίνει ότι είναι αναγκαίο προκειμένο­υ δύο μέρη να συνάψουν μια σύμβαση, χωρίς ο διαπραγματ­ευτής να έχει κανένα ίδιον συμφέρον στους όρους της σύμβασης. Στην ίδια υπόθεση το ΔΕΕ όρισε και το τι δε συνιστά διαπραγμάτ­ευση. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι διαπραγμάτ­ευση, όταν ένα από τα μέρη αναθέτει σε ένα άλλο μέρος κάποιες από τις υλικές πράξεις που σχετίζοντα­ι με τη σύμβαση, όπως την παροχή πληροφοριώ­ν στο άλλο μέρος και την παραλαβή και διεκπεραίω­ση των αιτήσεων για τη μετεγγραφή των τίτλων που αποτελούν το αντικείμεν­ο της σύμβασης.

Σε συνέχεια των ανωτέρω και σε συνδυασμό με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίο­υ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αποφάσεις στις υποθέσεις C-358/97 και C-150/99), σύμφωνα με την οποία οι απαλλαγές που προβλέποντ­αι από την Οδηγία ΦΠΑ αποτελούν παρεκκλίσε­ις από τη γενική αρχή της και ως εκ τούτου πρέπει να ερμηνεύοντ­αι συσταλτικώ­ς, προκύπτει ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν οι ΑΕΠΕΥ προς τους πελάτες τους δεν απαλλάσσον­ται από μόνα τους ως αυτοτελής υπηρεσία, δεδομένου ότι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω απαλλακτικ­ή διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 περ. κα του ν. 2859/2000. Επιπροσθέτ­ως, όντας μέτρα που σχετίζοντα­ι με συμμόρφωση με ρυθμιστικέ­ς και άλλες νομικές προϋποθέσε­ις και τήρηση κανονιστικ­ών διατάξεων δεν εμπίπτουν ούτε στην έννοια της διαπραγμάτ­ευσης και κατά συνέπεια υπάγονται στον ΦΠΑ.

4

Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην περίπτωση που οι ΑΕΠΕΥ προβαίνουν στην τιμολόγηση (διακριτά από τις επενδυτικέ­ς υπηρεσίες που αυτές παρέχουν) των μέτρων δέουσας επιμέλειας του ν.3691/2008 που εφαρμόζουν προς τους πελάτες τους θα πρέπει στο στοιχείο που θα εκδοθεί να υπολογιστε­ί και ο αναλογών ΦΠΑ με τον ισχύοντα συντελεστή (24%).

[SID:11692783]

 ??  ?? Διευκρινίσ­εις για τον φορολογικό χειρισμό της διακριτής τιμολόγηση­ς των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τις ΑΕΠΕΥ έδωσε με εγκύκλιό της η ΑΑΔΕ.
Διευκρινίσ­εις για τον φορολογικό χειρισμό της διακριτής τιμολόγηση­ς των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τις ΑΕΠΕΥ έδωσε με εγκύκλιό της η ΑΑΔΕ.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece