Το σκεπτικό της απόφασης για ειδικό διαχειριστή στα ΕΝΑΕ
Η προσφορότερη λύση προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργία των ναυπηγείων μέσω πώλησης των assets
Ξεκίνησε χθες η αντίστροφη μέτρηση για τη διαμόρφωση της επόμενης μέρας στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών υπέρ της αίτησης του ελληνικού Δημοσίου για τοποθέτηση ειδικού διαχειριστή στα ΕΝΑΕ. Ο διαχειριστής έχει στη διάθεσή του έναν χρόνο για να «βγάλει» τα assets των ναυπηγείων σε πλειστηριασμό και να διατηρήσει ανοικτό το μεγαλύτερο ναυπηγείο της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην 26σέλιδη απόφαση, υπ. αριθμόν 725/2018 που έχει η «Ν» στη διάθεσή της, η έδρα δέχεται τη θέση του ελληνικού Δημοσίου, ότι δηλαδή οι σημερινοί μεγαλομέτοχοι της εταιρείας την έχουν φέρει σε τέτοια θέση που ακόμα και όταν εισπράξει από το Δημόσιο τα 200 εκατ. ευρώ που κέρδισε στη διεθνή διαιτησία δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της.
Επίσης, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, πρωταρχικός σκοπός του νόμου για την τοποθέτηση ειδικού διαχειριστή είναι η λειτουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαχείρισης, ώστε μέσω αυτής να αποφευχθεί η απαξίωση της εταιρείας και να επιτευχθεί μέσω της μεταβίβασης του ενεργητικού της η συνέχιση της λειτουργίας της.
Σημειώνεται ότι οι απαιτήσεις του ελληνικού Δημοσίου φτάνουν τα 660 εκατ. ευρώ και της δεύτερης ενάγουσας κατά των ΕΝΑΕ, της Τράπεζας Πειραιώς, τα 24 εκατ. ευρώ. Επίσης οι οφειλές προς τους εργαζόμενους ανέρχονται σε 176 εκατ. ευρώ.
Οι απαιτήσεις
Η έδρα θεωρεί ότι οι απαιτήσεις που έχουν τα ναυπηγεία, από την πλευρά τους, κατά του ελληνικού Δημοσίου, ύψους περίπου 200 εκατ. ευρώ, δεν επαρκούν για να καταστήσουν την επιχείρηση βιώσιμη, κυρίως λόγω του ύψους των χρεών που έχει η εταιρεία.
«Η χρηματική απαίτηση που διατηρεί, σύμφωνα με την απόφαση αυτή (της διαιτησίας), κατά του πρώτου αιτούντος (του ελληνικού δημοσίου) των ποσών 75,5 εκατ. ευρώ και 64,5 εκατ. ευρώ (δεδομένου ότι η απαίτηση καταβολής 15 εκατ. ευρώ τελεί υπό τον όρο παράδοσης υλικών προς το ελληνικό δημόσιο), η οποία μετά τόκων ανέρχεται σε 201 εκατ. ευρώ περίπου είναι πρόσφορη, με την είσπραξή της, να δημιουργήσει στην κυρίως παρεμβαίνουσα (ΕΝΑΕ) ρευστότητα χρήματος, πλην όμως δεν είναι επαρκής για να καλύψει, παρά μόνο ένα μέρος των υπερπολλαπλάσιων υποχρεώσεων της κυρίως παρεμβαίνουσας» σημειώνεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Η έδρα στο σκεπτικό της κάνει λόγο για ταμειακή ανεπάρκεια της εταιρείας, η οποία θα εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την είσπραξη των οφειλομένων από το ελληνικό Δημόσιο.
Επίσης αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη ενεργούς σύμβασης έργου, όπως αναγνωρίστηκε σε προγενέστερο χρόνο από τη Διεθνή Διαιτησία (πρόκειται για την κατασκευή ακόμη δύο υποβρυχίων για λογαριασμό του Πολεμικού Ναυτικού της χώρας, υπολειπόμενου κόστους περίπου 850 εκατ. ευρώ) ουδόλως μπορεί να θεμελιώσει χρηματική ρευστότητα της κυρίως παρεμβαίνουσας. Αντίθετα, επισημαίνεται στο σκεπτικό της έδρας, η εκτέλεση του αναληφθέντος έργου απαιτεί δυνατότητα χρηματοδότησης του εργολάβου (ΕΝΑΕ), που σύμφωνα με το Πρωτοδικείο και υπό της περιγραφείσες συνθήκες δεν διαθέτει.
Το δικαστήριο επισημαίνει ότι θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των ΕΝΑΕ περί μη πλήρωσης της προϋπόθεσης που απαιτείται (περί βιωσιμότητας της εταιρείας) προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση του Δημοσίου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Το ελληνικό Δημόσιο εμφανίζεται ως βασικός πιστωτής των ναυπηγείων με ένα ποσό που προσεγγίζει τα 660 εκατ. ευρώ, για ανάκτηση παράνομων επιδοτήσεων της Ελλάδας προς τα ναυπηγεία στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Η ανάκτηση αυτή δεν έγινε στην ουσία ποτέ, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητά πλέον να γίνει άμεσα και να μας απειλεί με πρόστιμο που μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 34.000 ευρώ την ημέρα.
Η έδρα χαρακτηρίζει λοιπόν αβάσιμο τον ισχυρισμό των ΕΝΑΕ, τα οποία υποστήριζαν ότι το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να προχωρήσει σε ανάκτηση μόνο από το εμπορικό κομμάτι των ναυπηγείων και όχι από το στρατιωτικό, το οποίο δεν είχε δεχθεί ενίσχυση.
Η τοποθέτηση ειδικού διαχειριστή στα ναυπηγεία, σύμφωνα με το σκεπτικό της έδρας, είναι, τέλος, η πλέον πρόσφορη και επιεικέστερη, διότι, όπως τονίζει, η επιλογή άλλου μέσου ικανοποίησης του Δημοσίου, όπως η επίσπευση ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πτώχευση της εταιρείας (λόγω και του ύψους των χρεών προς το Δημόσιο). Αλλά ακόμα και η αίτηση πτώχευσης, σημειώνει, θα είχε δυσμενέστερα αποτελέσματα, όπως ενδεικτικά η παύση λειτουργίας της εταιρείας, η απώλεια θέσεων εργασίας, ενώ σε κάθε περίπτωση θα είχε αρνητικά αποτελέσματα στη ναυπήγηση και συντήρηση των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού.
[SID:11754354]