Μια επέτειος αφορμή συνειδητοποίησης σημαντικών αλλαγών
Μετριοπαθείς ανησυχίες για εκτροχιασμό της παγκόσμιας ανάπτυξης
Την εβδομάδα που πέρασε, οι επενδυτές αποτύπωσαν μετριοπαθώς την ανησυχία τους για έναν πιθανό εκτροχιασμό της παγκόσμιας ανάπτυξης. Προκλήθηκαν από τη νομοθετική δράση της διακυβέρνησης Τραμπ, αλλά και από τον θόρυβο που συνεχίζει να παράγει η πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ. Οι δασμοί στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου συνέχισαν να προκαλούν επιφυλάξεις, ενώ την άποψη πως στο παγκόσμιο στερέωμα γιγαντώνεται ο προστατευτισμός ενίσχυσε η απαγόρευση στην ολοκλήρωση του deal της εξαγοράς της Qualcomm από την Broadcom. Στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς τοποθετήθηκαν οι ανακοινώσεις εταιρικών αποτελεσμάτων που έδειξαν ευρωστία των επιχειρήσεων στην Ευρώπη και δεδομένα που οδηγούν μεγάλες επενδυτικές τράπεζες σε εκτιμήσεις πως η ανάπτυξη στην Κίνα (6,7%) θα ξεπεράσει τις «επίσημες» προσδοκίες (6,5%) για μεταβολή του ΑΕΠ φέτος.
Πριν από δέκα χρόνια
Στις 14 Μαρτίου του 2008 ανακοινώθηκε ότι διασώθηκε ένα από τα δυνατά ονόματα της Wall Street. Η Bear Stearns, εταιρεία με μακρά και σεβαστή ιστορία, γονάτισε κάτω από το βάρος των τελευταίων επιλογών της. Η JP Morgan θα αναλάμβανε την άμεση χρηματοδότηση, αλλά δανείζεται από ειδικό μηχανισμό για λογαριασμό της Bear.
Η επιχείρηση δεν θα ξανανοίξει ποτέ ως ανεξάρτητο όνομα. Τη Δευτέρα 17 Μαρτίου αναφέρθηκε ότι η JP Morgan, απλά, θα αγοράσει την εταιρεία, για 2 δολάρια ανά μετοχή. Στις 12 Ιανουαρίου του 2007, πριν έναν χρόνο και κάτι, η τιμή των μετοχών της Bear Stearns ήταν σε επίπεδα ρεκόρ στα 171,51 δολάρια!
Στα δέκα χρόνια από τότε, πολλοί του στρατοπέδου των «αρκούδων» αναζήτησαν την επόμενη Bear Stearns. Ποτέ δεν θα υπάρξει άλλη. Αρκετοί μάλιστα τονίζουν ότι η διάσωσή της αποδείχθηκε προσωρινό μόνο μέτρο που δεν εμπόδισε την οικονομική κρίση έξι μήνες αργότερα. Για αυτούς, η διάσωση ήταν στην πραγματικότητα κύρια αιτία του καταστροφικού πανικού που έπληξε τις αγορές το φθινόπωρο του 2008. Για πολλούς στη Wall Street και αλλού το 2008, η διάσωση της Bear γέννησε μια αντίληψη πως η κυβέρνηση θα αναλάμβανε να σώσει όλα τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Διαφορετικά, η διάσωση της Bear δεν είχε λογικό νόημα.
Ήταν η μικρότερη από τις πέντε μεγάλες επενδυτικές τράπεζες της Wall Street, μια ομάδα που περιλάμβανε επίσης τις Goldman Sachs, Morgan Stanley, Merrill Lynch και Lehman Brothers. Η Lehman, η επόμενη «μικρή», ήταν 50% μεγαλύτερη από την Bear. Το άμεσο αποτέλεσμα της διάσωσης, ήταν ο ηθικός κίνδυνος -moral hazard- μια αλλαγή στην ψυχολογία και τις ενέργειες των διαχειριστών στην αγορά, με βάση μια υπόθεση για τις κυβερνητικές πολιτικές. Αυτό είχε διάφορα αποτελέσματα που τελικά οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση.
Απαισιόδοξοι vs αισιόδοξων
Η αντίδραση των Κεντρικών Τραπεζών, μετά την άρνηση της διάσωσης των υπολοίπων τραπεζών που επλήγησαν από το sub prime market, είναι γνωστή ως πολιτικές «νομισματικής χαλάρωσης». Υπάρχουν οικονομολόγοι που θεωρούν τα QE ως αιτία που έδωσε πόντους στην άποψη ότι η ευημερία της Αμερικής είναι χτισμένη σε ασταθή θεμέλια. Οι αισιόδοξοι τη βλέπουν χτισμένη πάνω σε σταθερά θεμέλια με ρεκόρ υψηλού πραγματικού ΑΕΠ, πραγματικών εισοδημάτων και εταιρικών κερδών.
Οι Αμερικανοί καταναλωτές δεν ήταν ποτέ πλουσιότεροι από ό,τι σήμερα, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Ωστόσο, σχεδόν όλοι με μακροχρόνιο πρόγραμμα συνταξιοδότησης έχουν εντυπωσιακά κεφαλαιακά κέρδη στο χαρτοφυλάκιο μετοχών τους. Αυτό δείχνει η πραγματική μέτρηση των επιδόσεων όχι μόνο από την
Στις 14 Μαρτίου αρχή της τρέχουσας αγοράς με κυριαρχία των «ταύρων», αλλά και από την κορυφή του προηγούμενου bull market. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Αυτά δικαιολογούν τη μικτή εικόνα στην παγκόσμια κεφαλαιαγορά.
No deal διά προεδρικής εντολής
Η Broadcom και η Qualcomm είναι σημαντικοί παίκτες στον χώρο της mobile technology, της τεχνολογίας για συσκευές κινητής τηλεφωνίας. Οι δύο εταιρείες παράγουν μεγάλο μέρος των τσιπ πυριτίου που κυριαρχούν στους φορητούς υπολογιστές, τα τηλέφωνα και τα tablets. Παρά την έδρα της Broadcom στη Σιγκαπούρη, είναι σε μεγάλο βαθμό μια αμερικανική εταιρεία και ξεκίνησε ως τμήμα της Hewlett-Packard στη δεκαετία του 1960. Η εταιρεία σχεδιάζει να μεταφέρει την έδρα της στις ΗΠΑ τον επόμενο μήνα, πιθανότατα αυτό είναι αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης των εταιρικών φόρων. Στην πραγματικότητα, ο διευθύνων σύμβουλος της Broadcom ανακοίνωσε τη μετακίνηση ευρισκόμενος στον Λευκό Οίκο το φθινόπωρο, δίπλα στον πρόεδρο Τραμπ, και το έπραξε.
Το γεγονός είναι το τελευταίο σε μια μακρά σειρά εμπορικών περιορισμών που έχουν ληφθεί στο όνομα της εθνικής ασφάλειας. Η κυβέρνηση Τραμπ μπήκε αθόρυβα στις διεθνείς επιχειρηματικές συμφωνίες μέσω μιας επιτροπής του υπουργείου Οικονομικών, της Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες (CFIUS), υπό την προεδρία του Steven Mnuchin. Στην περίπτωση της Broadcom, ο πρόεδρος επέλεξε τη διαδρομή με τα περισσότερα φώτα της δημοσιότητας μέσω μιας εκτελεστικής εντολής. Ίσως γιατί θα είναι στο Σαν Ντιέγκο αυτή την εβδομάδα και επέλεξε αυτή την οδό γιατί επιθυμεί να δηλώσει μια ακόμα «νίκη» του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» στα γραφεία της Qualcomm.
Πάντως, ακόμη και η Wall Street Journal επικροτεί την εκτελεστική εντολή του Τραμπ για τους λόγους αυτούς, παρά τη στάση της έναντι των δασμών χάλυβα και αλουμινίου.
Μπορεί πολλοί να διαφωνούν με την πολιτική των δασμών, αλλά αξίζει αναγνώρισης πως οι πολιτικές από τον πρόεδρο Τραμπ για την αντιμετώπιση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ ήταν κατά τον Dr Yardeni ο ελέφαντας που αγνοούσαν επιδεικτικά οι περισσότεροι πολιτικοί. Με το σχέδιό του να χτυπήσει δασμούς 25% στα τιμολόγια για τον εισαγόμενο χάλυβα και 10% για τις εισαγωγές αλουμινίου έφερε το ζήτημα του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ μπροστά και στο κέντρο. Ωστόσο, οι δασμοί είναι ένα αμβλύ όργανο για την επίλυση εμπορικών ανισορροπιών. Ως τροφή για σκέψεις θα άξιζε να εξεταστεί η χρήση τεχνολογίας των blockchain αντί των δασμών, όπως την προτείνει ο Dr Yardeni, ένα γνωστό πρόσωπο της Wall Street επί πολλές δεκαετίες. [SID:11777104]