Ταχύτερη η μείωση των «κόκκινων» δανείων
Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιορίστηκαν κατά 10% στα 95,7 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2016
Ενώ η δεξαμενή των «κόκκινων» δανείων αναμένεται να τροφοδοτηθεί με νέες υποχρεώσεις σε καθυστέρηση συνολικού ύψους 20,1 δισ. ευρώ στην περίοδο μέχρι και το τέλος του 2019, οι τράπεζες επιταχύνουν τις διαδικασίες μείωσης των «κόκκινων» δανείων. Τα χρονικά περιθώρια που έχουν στη διάθεσή τους για να περιορίσουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους στα 64,6 δισ. ευρώ -ή κατά τουλάχιστον 31 δισ. ευρώ σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα σχηματιστούν- στενεύουν μήνα με τον μήνα.
Όπως προκύπτει από την έκθεση προόδου που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, οι ρυθμίσεις στις οποίες καταφεύγουν μαζικά πλέον οι τράπεζες -ενσωματώνοντας σε αυτές ακόμη και τη λύση του «κουρέματος» ειδικά στα καταναλωτικάθα πρέπει να περιορίσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 21,1 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019. Επιπλέον 11,6 δισ. ευρώ θα πρέπει να είναι η μείωση από τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων στα funds, ενώ 10,6 δισ. ευρώ θα πρέπει να εξοικονομηθούν και από τις ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών (κυρίως στεγαστικά και επιχειρηματικά) κυρίως μέσα από τη διαδικασία των πλειστηριασμών. Οι διαγραφές, γνωστές και ως «κούρεμα», θα πρέπει να μειώσουν τη δεξαμενή των «κόκκινων» δανείων κατά 10,6 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019.
Ειδικότερα, μειωμένα κατά 10% συγκριτικά με το τέλος του 2016 και κατά 4,8% συγκριτικά με το τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) των τραπεζών στο τέλος του 2017. Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων περιορίστηκε στο 43,1%, με το ποσό να περιορίζεται στα 95,7 δισ. ευρώ. Στο τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο της περσινής χρονιάς η ΤτΕ εντόπισε τη μεγαλύτερη μείωση που έχει καταγραφεί από τις αρχές της κρίσης, ενώ συγκριτικά με τον Μάρτιο του 2016 -μήνα κατά τον οποίο καταγράφηκε το υψηλότερο επίπεδο «κόκκινων» δανείωνη μείωση φτάνει στα 13 δισ. ευρώ ή στο 12%.
Στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε διαγραφές οφειλών συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ, αλλά και πωλήσεις «κόκκινων» δανείων ύψους 1,8 δισ. ευρώ. Σε ετήσια βάση -δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017- οι συνολικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων έφτασαν στα 6,5 δισ. ευρώ, ενώ οι πωλήσεις στα 3,6 δισ. ευρώ.
Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο καταναλωτικό και επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, όπου η τριμηνιαία μείωση άγγιξε το 14,8% και 4,4% αντίστοιχα. Οι επιδόσεις στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο εμφανίζονται χαμηλές, καθώς σημειώθηκε τριμηνιαία μείωση μόλις 0,6%. Σε ετήσια βάση, η μείωση στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο άγγιξε το 12,3%, στο καταναλωτικό το 19,7%, ενώ στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο σημειώθηκε αύξηση των ΜΕΑ κατά 0,4%.
Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων, το 13,9% των μη εξυπηρετούμενων δανείων τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, ενώ αν απομονωθούν τα στεγαστικά δάνεια το ποσοστό ανεβαίνει στο 30%.
Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια:
Στο τέλος Δεκεμβρίου 2017, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων άγγιζε το 43,4% για το χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών δανείων, το 49,3% για το αντίστοιχο των καταναλωτικών και το 41,8% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στο τελευταίο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 65,4%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ - δείκτης ΜΕΑ: 57,0%). Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 22,9%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 47,4% τον Δεκέμβριο του 2017, από 48,0% τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, κυρίως λόγω των εκτεταμένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων, τα οποία στην πλειονότητά τους ήταν σχεδόν πλήρως καλυμμένα από προβλέψεις. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
Μετά τις μεταβολές που καταγράφηκαν στο 4ο τρίμηνο του 2017, το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στα 95,9 δισ. ευρώ, από 99,9 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017 και 106,9 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016. Αντίστοιχα, ο συντελεστής έχει πέσει στο 48,5%, από 49,9% τον Σεπτέμβριο και 50,5% τον Ιούνιο του 2016. Μέχρι το τέλος του χρόνου το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων πρέπει να έχει μειωθεί στα 81,5 δισ. ευρώ, ενώ ο τελικός στόχος για το 2019 προβλέπει περαιτέρω μείωση στα 64,6 δισ. ευρώ. Για να καταγραφούν αυτά τα νούμερα, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα πρέπει να περιοριστεί από το 48,5% τον Δεκέμβριο σταδιακά στο 48,1% τον Μάρτιο, στο 46,9% τον Ιούνιο του 2018, στο 45,9% τον Σεπτέμβριο του 2018 και τελικώς στο 43,1% τον Δεκέμβριο του 2018. Για το 2019 ο δείκτης πρέπει να πέσει στο 35,2%.
Αν επικεντρωθούμε στα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (ΜΕΔ), το υπόλοιπο διαμορφώθηκε στα 65,9 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2017, έναντι 70,2 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017 και 78,3 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016. Το ποσό πρέπει να μειωθεί στα 63,9 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2018, στα 60,6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2018, στα 58 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2018 και στα 52 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2018. Για το 2019 οι τράπεζες πρέπει να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους, καθώς το υπόλοιπο πρέπει να μειωθεί στα 38,6 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο δείκτη, το ποσοστό είναι 33,3% με βάση τα στοιχεία Δεκεμβρίου 2017 (από 37% τον Ιούνιο του 2016). Σταδιακά ο δείκτης πρέπει να μειωθεί στο 32,8% τον Μάρτιο του 2018, στο 31,5% τον Ιούνιο του 2018, στο 30,4% τον Σεπτέμβριο του 2018 και στο 27,5% τον Δεκέμβριο του 2018. Για το 2019 ο δείκτης πρέπει να πέσει στο 21,1%.
Οι βασικοί επιχειρησιακοί στόχοι (τόσο σε επίπεδο απόλυτων αριθμών όσο και σε επίπεδο δεικτών απόδοσης στα τρία επιμέρους χαρτοφυλάκια) διαμορφώνονται ως εξής:
1. Στεγαστικά: Το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τον Δεκέμβριο του 2017 διαμορφώθηκε στα 27,7 δισ. ευρώ, με τη μείωση να είναι πολύ μικρή (μόλις 0,1 δισ. ευρώ) σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2017, αλλά και τον Ιούνιο του 2016 (σ.σ.: τότε τα αντίστοιχα νούμερα ήταν στα 28,1 δισ. ευρώ). Ο πολύ αργός ρυθμός μείωσης προβλέπεται να συνεχιστεί και για όλο το 2018, καθώς ο στόχος είναι να μειωθεί το υπόλοιπο στα 27,5 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, να μειωθεί περαιτέρω στα 27,1 δισ. ευρώ τον Ιούνιο και στα 25,3 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2018. Η μεγάλη πίεση στα στεγαστικά δάνεια θα ασκηθεί το 2019, καθώς μέσα σε μια χρονιά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα πρέπει να μειωθούν από τα 25,3 δισ. ευρώ στα 20,6 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, ο δείκτης απόδοσης που ήταν στο 43,3% τον Δεκέμβριο του 2017, θα πρέπει να μειωθεί στο 41% τον Δεκέμβριο του 2018 και στο 34,9% τον Δεκέμβριο του 2019. 2. Καταναλωτικά: Το υπόλοιπο διαμορφώθηκε στα 11,7 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο, από 13,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017 και 15,2 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016. Μέχρι τον Δεκέμβριο το υπόλοιπο θα πρέπει να μειωθεί στα 8,7 δισ. ευρώ και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 θα πρέπει να υποχωρήσει στα μόλις 6,6 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, ο δείκτης από το 57,8% τον Δεκέμβριο του 2017 θα πρέπει να μειωθεί στο 49,1% τον Δεκέμβριο του 2018 και στο 39,7% τον Δεκέμβριο του 2019. 3. Επιχειρηματικά: Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ήταν 56,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2017, από 60,1 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2017 και 63,6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016. Το ποσό θα πρέπει να μειωθεί στα 55,8 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2018, στα 52,9 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2018 και στα 47,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2018, για να πέσει στα 37,4 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019.