Μαγνήτης για επενδύσεις 8 δισ. η ορθή διαχείρηση των NPLs
«Ένεση» 210 δισ. ευρώ την ερχόμενη πενταετία μπορεί να υποστηρίξει ανάπτυξη 3%-4%
Επενδυτική ένεση της τάξης των 210 δισ. ευρώ για την ερχόμενη πενταετία έχει ανάγκη η Ελλάδα προκειμένου να υποστηρίξει μια πραγματική οικονομική μεγέθυνση της τάξης του 3%-4% ετησίως.
Την εκτίμηση αυτή υποστήριξε χθες η PwC Ελλάδας, στο πλαίσιο παρουσίασης της μελέτης «Από την ύφεση στην ανάκαμψη - Πολιτικές διευκόλυνσης επενδύσεων», όπου αναφέρθηκε ότι από τα 210 δισ. ευρώ η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει κάτι λιγότερο από τα μισά. Μάλιστα είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η μελέτη αναφέρει πως από τη σωστή διαχείριση των NPLs μπορεί οι τράπεζες να υποστούν επιπτώσεις 12,6 δισ. ευρώ από διαγραφές και να «αναγκαστούν» σε αναχρηματοδοτήσεις 13,9 δισ. ευρώ, όμως αυτό θα προωθήσει επενδύσεις τρίτων της τάξης των 8 δισ. ευρώ.
Οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης για την περίοδο 20182022 περιορίζονται στα περίπου 100 δισ. ευρώ, προερχόμενες κυρίως από ξένες άμεσες επενδύσεις της τάξης των 10 δισ. ευρώ, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (31 δισ. ευρώ), Ίδια και δανειακά κεφάλαια (35 δισ. ευρώ) και ροές από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (π.χ. κονδύλια ΕΣΠΑ ύψους 21 δισ. ευρώ). Έτσι διαπιστώνεται ένα χρηματοδοτικό κενό για επενδύσεις της τάξης των 110 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την PwC, oι επενδύσεις επηρεάζουν θετικά τη μεγέθυνση της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητά της. Σύμφωνα με τη μελέτη, η ανάκαμψη της χώρας σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο επενδύσεων, οι οποίες μετά το 2009 κατέρρευσαν κατά 67% προκαλώντας τεχνολογική υστέρηση και την κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι μειωμένες εταιρικές επενδύσεις, οι δημοσιονομικές δυσκολίες οι οποίες περιόρισαν το ΠΔΕ σε συνδυασμό με την, πλέον αδύναμη, αγορά κατοικίας γεννούν ένα επενδυτικό κενό της τάξης των 10%-12% του ΑΕΠ ετησίως, και υπονομεύουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης: συστηματική αρνητική καθαρή αποταμίευση, περιορισμένη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις ελληνικές τράπεζες και διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σημειώνεται επίσης ότι η ελληνική οικονομία διαχρονικά δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό και βασίζεται κατά 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων. Οι αστοχίες των χρηματοδοτικών μηχανισμών που διαθέτει η χώρα έχουν άμεση επίπτωση στη δυνατότητα κινητοποίησης
(2000-2016) των αναγκαίων κεφαλαίων. Η αρνητική αποταμίευση δεν επιτρέπει την πιστωτική επέκταση. Οι ελληνικές εταιρείες δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε ίδια κεφάλαια, τα οποία συνήθως αποτελούν προϋπόθεση για «μαλακή» χρηματοδότηση και δανεισμό. Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Τέλος, το κεντρικό έλλειμμα εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τον εγγενή κίνδυνο της κάθε επένδυσης και το συναλλακτικό κόστος, ξεπερνά γενικά την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης μετά από φόρους και εμποδίζει την εισροή κεφαλαίων για φυσικές επενδύσεις.
Η PwC Ελλάδας προτείνει ένα πλέγμα πολιτικών που διευκολύνουν τις επενδύσεις:
Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και στους θεσμούς.
Σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος.
Χάραξη και εφαρμογή σταθερής Βιομηχανικής, Τουριστικής και Ενεργειακής Πολιτικής.
Αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος και ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Υλοποίηση επενδύσεων σε μεγάλες υποδομές με ιδιωτική χρηματοδότηση.
Αναβίωση της αγοράς κατοικίας με μείωση του αποθέματος των κατοικιών και διευκόλυνση των συναλλαγών.
Κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις μμε.
Αύξηση της αποτελεσματικότητας «μαλακής» χρηματοδότησης.
Ποιοι τομείς απαιτούν χρηματοδοτήσεις
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, οι χρηματοδοτικές απαιτήσεις της χώρας, τα επόμενα χρόνια, συγκεντρώνονται κυρίως στους παρακάτω τομείς: Επιχειρήσεις, Ξενοδοχεία, Έργα υποδομών, κατοικίες και ενεργή διαχείριση NPLs.
1. Οι ανάγκες πρόσθετης χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για την επόμενη πενταετία ανέρχονται σε 16,2 δισ. ευρώ και απαιτούν πρόσθετα ιδία κεφάλαια και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ύψους περίπου 8,4 δισ. και πρόσθετα δάνεια ύψους 7,7 δισ. ευρώ.
2. Οι ανάγκες (κατασκευή, αναβάθμιση, συντήρηση) των ξενοδοχειακών μονάδων στην Ελλάδα εκτιμώνται σε 4,8 δισ. ευρώ μέχρι και το 2022. Συγκεκριμένα ο αριθμός των επιπρόσθετων κλινών που απαιτούνται είναι περίπου 45 χιλ. και συγκεντρώνονται κυρίως στην Κρήτη (35 χιλ.), το Νότιο Αιγαίο (3 χιλ.) και τα Ιόνια Νησιά (7 χιλ.), όπου τα ποσοστά πληρότητας είναι αρκετά υψηλά στις περιόδους αιχμής. Οι ανάγκες χρηματοδότησης για την επένδυση σε νέες κλίνες υπολογίζονται σε 1,7 δισ. ευρώ, ενώ η αναβάθμιση και συντήρηση είναι απαραίτητη για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των τουριστικών καταλυμάτων. Ειδικότερα, απαιτούνται 2,3 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση των υφιστάμενων ξενοδοχείων και 800 εκατ. ευρώ για τη συντήρηση των υποδομών των ξενοδοχείων. 3. Υπάρχουν 83 προγραμματισμένα έργα υποδομών προς ολοκλήρωση έως το 2022, με υπολειπόμενο προϋπολογισμό 21,6 δισ. ευρώ - το 48% του υπολειπόμενου προϋπολογισμού αφορά έργα που έχουν ήδη ξεκινήσει.
4. Απαισιόδοξα είναι τα μηνύματα για τον κλάδο των κατοικιών. Αν η ελληνική οικονομία αναπτυχθεί σύμφωνα με ρεαλιστικές εκτιμήσεις, η αγορά κατοικιών αναμένεται να ισορροπήσει περί το 2047, με ένα μέσο επενδυτικό ρυθμό 4,5 δισ. ευρώ ετησίως.
5. Η ενεργή διαχείριση των NPLs θα οδηγήσει σε πρόσθετες επενδύσεις πιθανού ύψους 8 δισ. και σε ενίσχυση της επενδυτικής διαδικασίας μέσω της αναδιάρθρωσης δανείων εταιρειών με καλή απόδοση στο παρελθόν και με προσδοκώμενη βελτίωση προοπτικών, καθώς και μέσα από την ταχεία εκκαθάριση εταιρειών με συστηματικά αρνητικές χρηματοροές. Σύμφωνα με την PWC μπορεί η διαχείριση αυτή να έχει αρνητική επίπτωση στις τράπεζες της τάξης των 12,6 δισ. ευρώ λόγω διαγραφών, όμως την ίδια στιγμή αναμένεται η ενεργοποίηση κεφαλαίων 8 δισ. ευρώ για επενδύσεις μέσω αυξήσεων κεφαλαίων και αγοράς παγίων.