Χωρίς εισφορά τα δάνεια σε κατοίκους μικρών νησιών
Απαλλάσσονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οι κοινοπραξίες και οι κοινωνίες αστικού δικαίου
Ησυνάπτουν απαλλαγή των δανείων που
τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οι κοινοπραξίες και οι κοινωνίες του αστικού δικαίου, που κατοικούν μόνιμα ή δραστηριοποιούνται σε νησιά με πληθυσμό κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό κατοίκους, από την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975, εξακολούθησε και εξακολουθεί αδιαλείπτως να ισχύει, δυνάμει ειδικών νομοθετικών προβλέψεων που διατηρούν την ισχύ τους.
Επισημαίνεται ότι η εν λόγω εισφορά που επιβάλλεται από το 1976 βαρύνει τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, και ανέρχεται σε ποσοστό ένα επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετήσιου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζες, ως και προς το Δημόσιο, πλην των εντόκων γραμματίων.
Αυτά επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, στην υπ’ αριθμ. 64/2018 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το σκεπτικό της οποίας έχει ως εξής:
Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, η οποία απαρτίστηκε από τον πρόεδρο του Τμήματος και τους νομικούς συμβούλους Στυλιανή Χαριτάκη, Κωνσταντίνο Κηπουρό, Αγγελική Καστανά και Ευσταθία Τσαούση, (ψήφοι πέντε, 5), όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 118 παρ. 3 και 4 του ν. 2238/1994, σε συνδυασμό μεταξύ τους και κατά την αληθή έννοιά τους, θεσπίστηκε κατάργηση ή απαλλαγή υπέρ προσώπων ορισμένων κατηγοριών μεταξύ άλλων από τη διαλαμβανόμενη στην παρ. 3 εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975, για μία δεκαετία από τη δημοσίευση, στις 16-9-1994, του ν. 2238/1994. Πριν εκπνεύσει η ως άνω δεκαετία ισχύος της απαλλαγής, τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2515/1997, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 του οποίου αφενός διατηρήθηκαν σε ισχύ οι διατάξεις για την κατάργηση της εισφοράς του άρθρου 1 του ν. 128/1975, δηλ. του άρθρου 118 παρ. 3 του ν. 2238/1994, όπως τούτο είχε προστεθεί με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997, αφετέρου δε εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 59/1997 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Με την Πράξη αυτή εγκρίθηκε η υπ’ αριθ. 27550/Β.1135/1997 ΚΥΑ, από τις κανονιστικού περιεχομένου διατάξεις της οποίας σαφώς προκύπτει ότι η παρασχεθείσα ως άνω απαλλαγή από την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975, όπως είχε προσδιοριστεί ειδικότερα στο άρθρο 118 του ν. 2238/1994, ισχύει πλέον άνευ χρονικού περιορισμού. Εν συνεχεία, και ενόσω ακόμη διαρκούσε η δεκαετία, υπό τον περιορισμό της οποίας είχε αρχικά παρασχεθεί η απαλλαγή απ’ αυτήν την εισφορά, εκδόθηκε ο ν. 3152/2003, με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 4 περίπτ. γ’ του οποίου επιβεβαιώθηκε ή και κυρώθηκε η άνευ χρονικού περιορισμού απαλλαγή από την εισφορά του ν. 128/1975, η οποία (απαλλαγή) προηγουμένως είχε παρασχεθεί τόσο κανονιστικώς (με την προαναφερόμενη πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και την εγκριθείσα δι’ αυτής ΚΥΑ) όσο και νομοθετικώς (ιδίως με το άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 2515/1997). Κατά συνέπεια, και μετά τη λήξη της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 118 παρ. 5 του ν. 2238/1994 εξακολούθησε να ισχύει η απαλλαγή από την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975, αλλά χωρίς χρονικό περιορισμό, εντός των ορίων που προσδιορίζονται κατά περιεχόμενο από τις μεταγενέστερες του άρθρου 8 του ν. 2459/1997 νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, η ισχύς αυτών των διατάξεων οπωσδήποτε δεν εθίγη καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τη ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 3427/2005. Και τούτο, διότι, ως εκ του γράμματος της («Η ισχύς των διατάξεων... παρατείνεται...»), αφορά η παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 3427/2005 μόνο σε ορισμένου χρόνου ισχύ διατάξεων, που να υπόκεινται σε παράταση, ενώ η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 118 παρ. 3 του ν. 2238/94 απαλλαγή είχε ήδη τύχει αυτοτελούς, και εν μέρει (ως προς τον χρόνο ισχύος) διαφορετικής, νομοθετικής ρύθμισης, με συνέπεια να μην καταλείπεται εφεξής, ιδίως μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 19 του ν. 3152/2003, πεδίο εφαρμογής του άρθρου 118 του ν. 2238/1994, ως προς το θέμα της απαλλαγής από την εισφορά του ν. 128/1975. Περαιτέρω, η ισχύς των αυτών ως άνω διατάξεων δεν εθίγη ούτε από τον ν. 4172/2013 και ειδικότερα από το άρθρο του 72 παρ. 22, καθόσον, ναι μεν καταργήθηκαν με τη διάταξη συλλήβδην οι διατάξεις του ν. 2238/1994, όμως η απαλλαγή από την εν λόγω εισφορά, που εξάλλου δεν έχει χαρακτήρα φόρου εισοδήματος εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 4172/2013, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου ήδη ρυθμιζόταν όχι στο άρθρο 118 του ν. 2238/1994 αλλά στις προρρηθείσες ειδικές διατάξεις, που δεν καταργήθηκαν ρητώς ούτε από τον ν. 4172/2013, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975, που θεσπίστηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997, εξακολούθησε και εξακολουθεί αδιαλείπτως να ισχύει, δυνάμει ειδικών νομοθετικών προβλέψεων που διατήρησαν την ισχύ τους και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013.
Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, επί του τεθέντος ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α’ Τμήμα) γνωμοδοτεί, κατά πλειοψηφία, ότι η απαλλαγή από την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 που θεσπίστηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997 εξακολούθησε και εξακολουθεί αδιαλείπτως να ισχύει, δυνάμει ειδικών νομοθετικών προβλέψεων που διατήρησαν την ισχύ τους και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013.