Συστάσεις για ολοκλήρωση των αλλαγών στις συντάξεις
«Καμπανάκι» για ανεργία, εισφοροδιαφυγή, άτυπη και αδήλωτη εργασία
Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, παροχή κινήτρων για την παράταση του εργασιακού βίου και δυνατότητα να συνδυάζεται η σύνταξη με εισόδημα από εργασία συνιστά μεταξύ άλλων η Κομισιόν, στην ετήσια έκθεση για την επάρκεια των συντάξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αναφορικά με την Ελλάδα η έκθεση της Κομισιόν χαρακτηρίζει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού το 2016 ως την πιο κρίσιμη από καταβολής του συστήματος, ζητάει την πλήρη υλοποίησή της με ταυτόχρονη αντιμετώπιση προκλήσεων, όπως η υψηλή ανεργία, η αδήλωτη εργασία και η εισφοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα κράτη-μέλη αποδίδουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή σε βιώσιμες, επαρκείς συντάξεις στις μεταρρυθμίσεις τους, αλλά θα χρειαστεί να λάβουν περαιτέρω μέτρα στο μέλλον.
Φτώχεια και αποκλεισμός
Σήμερα υπάρχουν 1,9 εκατ. λιγότεροι ηλικιωμένοι Ευρωπαίοι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με πριν από μία δεκαετία, ωστόσο, παρά τη βελτίωση της κατάστασης, δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό, τονίζει η Κομισιόν.
Σύμφωνα με την έκθεση, σήμερα περίπου 17,3 εκατ. ή το 18,2% των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας (ηλικίας 65 ετών και άνω) στην Ε.Ε. εξακολουθεί να διατρέχει τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των φύλων και τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ των κρατώνμελών.
Για παράδειγμα, οι συντάξεις των γυναικών είναι κατά 37% χαμηλότερες απ’ ό,τι των ανδρών, λόγω των χαμηλότερων μισθών και του μικρότερου εργασιακού βίου που συνδέεται με ευθύνες φροντίδας. Ομοίως, τα άτομα με άτυπη απασχόληση ή αυτοαπασχόληση συχνά αντιμετωπίζουν λιγότερο ευνοϊκούς όρους για την πρόσβαση και τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε σχέση με τα άτομα με κανονική απασχόληση. Ο κίνδυνος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην τρίτη ηλικία αυξάνεται, επίσης, με την ηλικία.
Πάνω από τα μισά άτομα που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ε.Ε. είναι ηλικίας 75 ετών και άνω. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρόλο που οι ανάγκες αυξάνονται με την ηλικία, το ύψος των συντάξεων μειώνεται κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης.
Όπως τονίζει η Επιτροπή, τα κράτη-μέλη θέσπισαν μέτρα για τη διασφάλιση της επάρκειας των συντάξεων, επικεντρώνοντας καλύτερα τις πολιτικές τους προσπάθειες στο ζήτημα αυτό, ιδίως για τις συντάξεις χαμηλού εισοδήματος, αλλά θα πρέπει να καταβληθούν ακόμη περισσότερες
προσπάθειες.
Για να διασφαλιστεί η επάρκεια και η βιωσιμότητα των τρεχουσών και των μελλοντικών συντάξεων, τα συνταξιοδοτικά συστήματα θα πρέπει να προωθήσουν την παράταση του εργασιακού βίου, σύμφωνα με τη συνεχή αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενθάρρυνσης της διά βίου μάθησης, με την παροχή ασφαλούς και υγιούς περιβάλλοντος εργασίας, την αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την επιβράβευση της συνταξιοδότησης σε μεγαλύτερη ηλικία και την αποθάρρυνση της πρόωρης εξόδου.
Οι ευέλικτες εργασιακές επιλογές, όπως η δυνατότητα να συνδυάζεται η σύνταξη με εισόδημα από εργασία, και τα φορολογικά κίνητρα για την προώθηση της συνταξιοδότησης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαπλώνονται όλο και περισσότερο και θα εξακολουθήσουν να είναι σημαντικά.
Σύμφωνα με την επίτροπο Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων Μαριάν Τίσεν οι επαρκείς συντάξεις είναι αναγκαίες για την πρόληψη της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού των ηλικιωμένων στην Ευρώπη, ειδικά των γυναικών, ενώ θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν παραλείπονται τα άτομα με άτυπη απασχόληση ή αυτοαπασχόληση.
Στο κεφάλαιο της έκθεσης που αναφέρεται στην Ελλάδα, υπογραμμίζεται ότι οι συντάξεις στη χώρα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης στους συνταξιούχους, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους δείκτες επάρκειας βελτιώθηκαν κατά την περίοδο 2008-2016.
Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση
του 2016 ως την πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος από την ίδρυσή του.
Σύμφωνα με την έκθεση, βασική προτεραιότητα είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητάς του, δεδομένου ότι η χώρα παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γηράσκοντος πληθυσμού στην Ε.Ε. και πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Υπό αυτήν την έννοια χαρακτηρίζει επιτακτική ανάγκη την πλήρη υλοποίηση των αποφάσεων του 2016, ώστε να διασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο παροχών.
Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προκλήσεων που συνδέονται με τη συνταξιοδότηση, δηλαδή η υψηλή ανεργία, οι άτυπες μορφές απασχόλησης, η αδήλωτη εργασία και η εισφοροδιαφυγή.
Ωστόσο, δεδομένου ότι οι περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων σε πληρωμές αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή στο εγγύς μέλλον, η μελλοντική επάρκεια των συντάξεων βραχυπρόθεσμα είναι πιθανόν να επηρεαστεί αρνητικά, αναφέρει η Επιτροπή.
Σχετικά με τους επιμέρους δείκτες, το 2016 το 22% των συνταξιούχων στην Ελλάδα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο φτώχειας και σοβαρών στερήσεων.
Οι συνταξιοδοτούμενες γυναίκες είναι πιο εκτεθειμένες φτάνοντας στο 24,4%, ενώ οι άνδρες στο 19%. Στην Ευρωζώνη το ποσοστό των συνταξιούχων που αντιμετώπιζε ανάλογο κίνδυνο ήταν 17,3% και στο σύνολο της Ε.Ε. 18,2%. Οι χώρες με το μικρότερο κίνδυνο φτώχειας για τους συνταξιούχους ήταν η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ισπανία, ενώ αντίθετα πιο προβληματική ήταν η κατάσταση στις τρεις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία), με τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας να κινούνται μεταξύ 37,4% και 43,1% των συνταξιούχων.
Η διαφορά στις συντάξεις μεταξύ ανδρών και γυναικών στις ηλικίες 65-79 ετών το 2016 ήταν στην Ελλάδα 28,4% υπέρ των πρώτων, ωστόσο σε σχέση με το 2009 η διαφορά περιορίστηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με σχετικά μικρή απόκλιση, σε σχέση με την Κύπρο όπου οι άνδρες λαμβάνουν 48,7% μεγαλύτερη σύνταξη από τις γυναίκες, στην Ολλανδία 45,4% και στο Λουξεμβούργο 43,1%.
Το μέσο ποσοστό απασχόλησης στις ηλικίες 55-64 ετών κυμάνθηκε το 2016 στην Ελλάδα μόλις στο 36,3% (46,2% στους άνδρες και 27,2% στις γυναίκες), που ήταν η χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος για την Ε.Ε. ήταν 55,3%, με την καλύτερη επίδοση στη Γερμανία με 68,6%.
Τέλος, ο μέσος επαγγελματικός βίος των Ελλήνων το 2016 ήταν 32,5 έτη (35,7 στους άνδρες και 29,1 στις γυναίκες). Οι Έλληνες έχουν μετά τους Ιταλούς τον μικρότερο επαγγελματικό βίο στην Ευρωζώνη, όπου ο μέσος όρος ήταν τα 35,4 έτη, ενώ στην Ε.Ε. 35,6. Το μακρύτερο επαγγελματικό βίο στην Ευρωζώνη έχουν οι Ολλανδοί (40 έτη) και ακολουθούν οι Γερμανοί (38,1) και οι Εσθονοί (37,8).