Ενδεχόμενο παρέμβασης στις συντάξεις
Εφόσον υπερβαίνουμε διαρκώς τους στόχους νομίζω ότι η κυβέρνηση έχει και το δικαίωμα να εξετάζει τις πολιτικές της εκ νέου
Ηεπαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που είναι η αρχή της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης των συμβάσεων για τον εργαζόμενο, «δεν είναι απλώς πολιτική βούληση της κυβέρνησης. Οι δύο αρχές είναι ήδη θεσμοθετημένες από τον Μάιο του 2017», σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, η οποία τόνισε ότι οι εν λόγω αρχές θα επανέλθουν σε ισχύ από τον Αύγουστο του 2018. Σε ό,τι αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, η κ. Αχτσιόγλου, κατά τη διάρκεια συνέντευξής της χθες στον ραδιοφωνικό σταθμό 24/7, τόνισε χαρακτηριστικά πως «η κυβέρνησή μας ποτέ δεν έκρυψε τη θέση ότι θα πρέπει να υπάρξει μία αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς -σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη- η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται στα συντρίμμια της εργασίας. Θα πρέπει ο πλούτος που παράγεται να διανέμεται στους εργαζόμενους και με αυτή την έννοια από τη στιγμή που η χώρα έχει επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, νομίζω ότι από τα πλέον κομβικά βήματα είναι να αρχίσεις να υλοποιείς αυτή τη θέση αρχής. Δηλαδή να διαμορφώσεις τις συνθήκες ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα στους εργαζόμενους». Όπως ανέφερε η κ. Αχτσιόγλου, αυτή την πολιτική δέσμευση σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσουμε «θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε πράξη μετά την έξοδο από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής». Η υπουργός Εργασίας επεσήμανε πως «γι’ αυτό το ζήτημα έχουμε καταστήσει ενήμερους και τους εταίρους, καθώς περιλαμβάνεται στην αναπτυξιακή στρατηγική που παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση στο Eurogroup. Είναι ένα ζήτημα που το δρομολογούμε για μετά την έξοδο από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής». Σε σχέση με την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, είπε ότι «αυτό που σχεδιάζουμε είναι μία σταδιακή αύξηση, η οποία θα μπορεί να είναι σε αρμονία με τους ρυθμούς ανάπτυξης και με τους στόχους τους δημοσιονομικούς που έχει ορίσει αυτή η κυβέρνηση». Η υπουργός Εργασίας επεσήμανε πως αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο αναλυτικά «θα συζητήσουμε μετά την έξοδο από το πρόγραμμα» και τόνισε πως «σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα γίνει, η πρόθεσή μας είναι να ακολουθήσουμε σε μεγάλο βαθμό τον νόμο ο οποίος ψηφίστηκε το 2013 και ο οποίος προβλέπει ότι θα υπάρχει μια μεγάλη διαδικασία διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους, μελέτες που θα κατατεθούν από επιστημονικά ινστιτούτα, αλλά στο τέλος θα καταλήγει σε υπουργική απόφαση».
Οι περικοπές του 2019
Σε ό,τι αφορά το ανοικτό θέμα της περικοπής των συντάξεων από τον Ιανουάριο του 2019 σε ποσοστό έως και 18%, όταν προκύπτει προσωπική διαφορά ανάμεσα στον παλαιό τρόπο του υπολογισμού τους και στον νέο τρόπο που εισήγαγε ο νόμος Κατρούγκαλου, η κ. Αχτσιόγλου άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο διορθωτικών παρεμβάσεων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε -και αυτό πια αποδεικνύεται και από το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017- ότι η χώρα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους της χωρίς να χρειάζονται μέτρα λιτότητας». Η κ. Αχτσιόγλου ανέφερε πως «αυτή η συζήτηση δεν είναι της ώρας να γίνει διότι μπροστά μας έχουμε την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης». Ωστόσο, τόνισε με έμφαση πως «σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι με τα δημοσιονομικά δεδομένα που έχουμε θα εξετάσουμε και τις ελευθερίες που αυτά θα μας αφήσουν μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Δεν θα θέσουμε υπό αμφισβήτηση τους στόχους τους οποίους έχουμε δεσμευτεί να τηρήσουμε, αλλά εφόσον ως χώρα τους υπερβαίνουμε διαρκώς, νομίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει και το δικαίωμα να εξετάζει τις πολιτικές της εκ νέου».