«Καμπανάκι» του ΣΕΒ για επενδύσεις και παραγωγικότητα
Στο 50% η υστέρηση από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ - Σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την Τουρκία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ
ΤΤουρκία ο ενδεχόμενο να ξεπεράσει η
την Ελλάδα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ προβάλλουν, σκωπτικά, οι αναλυτές του ΣΕΒ, για να υπογραμμίσουν την ανάγκη αύξησης των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, ώστε να κλείσει το χάσμα ευημερίας με τις ανεπτυγμένες χώρες, όπως λένε χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, κάνοντας μια αναδρομή στις εισοδηματικές ανισότητες στα χρόνια της προσαρμογής, σε σχέση και με την πορεία του ΑΕΠ, ο ΣΕΒ σημειώνει στο εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο του πως η Ελλάδα υστερεί στην παραγωγικότητα κατά σχεδόν 50% από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ. Αυτό είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης των επενδύσεων στην περίοδο μετά το 2007, με την υπερφορολόγηση να μην επιτρέπει την ανάκαμψή τους. Συνολικά έχει καταγραφεί μια αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, που συνδέεται αναμφίβολα με το μέγεθος της παραοικονομίας και την περαιτέρω τροφοδότησή της από ακραίους και μη ανταποδοτικούς φορολογικούς συντελεστές.
Ειδικότερα, οι αναλυτές θυμίζουν ότι το 2017 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας διαμορφώθηκε σε 24.189 δολάρια, ή στο 51% του σταθμικού μέσου όρου των μισών χωρών του ΟΟΣΑ με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από 60% το 2000 και 70% το 2007, σε σταθερές τιμές 2010 και με προσαρμογή για τη διαφορά αγοραστικής δύναμης. Δηλαδή, ενώ η ψαλίδα στο επίπεδο ευημερίας έκλεινε την εποχή των παχιών αγελάδων (με δανεικά), άρχισε και πάλι να διευρύνεται, όπως ήταν αναμενόμενο, την περίοδο της προσαρμογής. Με εξαίρεση το 2014 και το 2017, καθ’ όλη την περίοδο της προσαρμογής η παραγωγικότητα στην Ελλάδα (ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας) μειωνόταν (από 35,4 δολ. το 2007 σε 31 δολ. το 2017), με την παραγωγικότητα στις εισοδηματικά ισχυρότερες χώρες του ΟΟΣΑ να αυξάνει από 54,8 δολ. το 2007 σε 59,2 δολ. το 2016.
Εξηγούν, ταυτόχρονα, ότι η εισοδηματική ανισότητα αύξανε και στη χώρα μας και στις ισχυρότερες εισοδηματικά χώρες του ΟΟΣΑ, «αν και διαχρονικά λόγω της εκτεταμένης παραοικονομίας, η εξαγωγή βάσιμων συμπερασμάτων για τις ανισότητες στην Ελλάδα είναι μια δύσκολη άσκηση». Σε μεγάλο βαθμό, προσθέτουν, οι εξελίξεις αυτές, ίσως, αποτυπώνουν και το μίγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε στα χρόνια των Μνημονίων, ιδίως της υπερφορολόγησης, που έπληξε κυρίως τον ιδιωτικό τομέα και μάλιστα τη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, ενώ οδήγησε και σε έξοδο κεφαλαίων από τη χώρα, όπως θα πιστοποιούσαν τυχόν στοιχεία της ΑΑΔΕ όσον αφορά σε περιπτώσεις αλλαγής φορολογικής κατοικίας.
Αντιδιαστέλοντας τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα με όσα συνέβησαν στην εξ Ανατολών γείτονα, στον ΣΕΒ τονίζουν πως με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες που τη χαρακτηρίζουν, η Τουρκία έχει διπλασιάσει το κατά κεφαλήν εισόδημα από το 2000 και μετά. Παραδέχονται, βεβαίως, πως αυτό συμβαίνει μέσα σε ένα περιβάλλον με σοβαρές -κατά καιρούςοικονομικές και άλλες αναταράξεις και με μια υπερθέρμανση της οικονομίας μέσω παροχής γενναιόδωρων αναπτυξιακών κινήτρων που ενδεχομένως οδηγήσει σε εκτροχιασμό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα στοιχεία δείχνουν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Τουρκίας, ενώ το 2000 ήταν το μισό, σήμερα βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με εκείνο της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός της Τουρκίας έχει αυξηθεί την ίδια περίοδο κατά 13 εκατ. κατοίκους, περίπου σε 80 εκατ., όταν ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει παραμείνει στάσιμος περίπου στα 10 εκατ.
Γενικότερα, ο ΣΕΒ διαπιστώνει ότι:
Ακόμη και σήμερα, ο κάθε απασχολούμενος στην Ελλάδα εργάζεται 2.018 ώρες το χρόνο (39 ώρες την εβδομάδα), όταν στις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ ο κάθε απασχολούμενος δουλεύει 1.763 ώρες τον χρόνο (34 ώρες την εβδομάδα). Οι διαφορές αυτές αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό την αναπτυξιακή υστέρηση της Ελλάδας, καθώς το πρότυπο ανάπτυξης είναι περισσότερο εστιασμένο σε κλάδους έντασης εργασίας απ’ ό,τι στις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ.
Η ανεργία, η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της αύξησης της φορολογίας και των περικοπών των συντάξεων, αλλά και η συνειδητοποίηση ότι η ύφεση δεν έχει προσωρινό αλλά μονιμότερο χαρακτήρα, αναγκάζουν στρώματα του πληθυσμού να μετακινηθούν στο εργατικό δυναμικό, μια και το οικογενειακό εισόδημα αρχίζει να μειώνεται.
Υπάρχει ένα επίπεδο φορολογίας πέραν του οποίου ο φορολογούμενος αρχίζει να φοροδιαφεύγει και να μεταφέρει την οικονομική του δραστηριότητα στην παρανομία ή στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε φτάσει σε οριακά επίπεδα, καθώς η χώρα έχει το υψηλότερο επίπεδο φοροδιαφυγής έναντι όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.