«Μια καλή χρήση χωρίς αστερίσκους για τις εισηγμένες»
III «Οι εισηγμένες εταιρείες είδαν επιτέλους μια καλή χρήση χωρίς αστερίσκους από υπερβολικά έκτακτα ή διακυμάνσεις που θα δημιουργούσαν λανθασμένες εντυπώσεις. Εκτός από τις ποσοτικές αναγνώσεις που διαμορφώνουν τις τρέχουσες τιμές, υπάρχουν ποιοτικές αναγνώσεις ως προς τη διατηρησιμότητα των μεγεθών. Ο βαθμός, για παράδειγμα, των επισφαλειών έχει περιοριστεί σημαντικά στις εμπορικές επιχειρήσεις, οι διοικήσεις παρουσιάζονται πιο πρόθυμες να διανείμουν μεγαλύτερο μέρος της κερδοφορίας τους στους μετόχους, το μοντέλο ανάπτυξης πολλών επιχειρήσεων έχει γίνει πιο εξωστρεφές και έχει λιγότερη εξάρτηση από εσωτερικές παραμέτρους ζήτησης» σχολιάζει ο κ. Μάνος Χατζηδάκης από την Beta ΑΧΕΠΕΥ, και συνεχίζει:
III συνδέονται και με τη διαφαινόμενη έξοδο της χώρας από τα προγράμματα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και τη μεγαλύτερη διάθεση ανάληψης
«Τα καλά νέα
επιχειρηματικού ρίσκου, καθώς η κατάσταση οδεύει προς μια ενισχυμένη “κανονικότητα” στην οικονομία. Με καθαρά κέρδη από τις εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις 2,5 δισ. ευρώ μπορεί το μέλλον να διαγράφεται θετικό ακόμα και αν τα μεγέθη του τζίρου μείνουν στάσιμα ή κινηθούν συντηρητικά. Και τούτο διότι πλέον υπάρχουν εφεδρείες κερδών τόσο από τη μείωση του χρηματοοικονομικού κόστους όσο και από τη φορολογία. Είναι εκφρασμένη από όλες σχεδόν τις πολιτικές πλευρές ότι ο φορολογικός συντελεστής των εταιρικών κερδών έχει κορυφώσει, άρα σε μια ενδεχόμενη μείωση των συντελεστών οι αποτιμήσεις θα φθηνύνουν εκ των έσω. Αυτή τη φορά, όμως, η μείωση θα αφορά το 60% των εισηγμένων επιχειρήσεων, καθώς ο αριθμός των κερδοφόρων εταιρειών αυξάνεται με αργούς, αλλά σταθερούς ρυθμούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιμέρους συνεισφορά στην αύξηση της κερδοφορίας». III Και ο κ. Χατζηδάκης καταλήγει: «Οι τράπεζες φαίνεται ότι θα περάσουν τον σκόπελο της άσκησης του τεστ αντοχής και έχοντας υιοθετήσει την επίπτωση της εφαρμογής των ΔΠΧΠ 9 είναι σε θέση να απορροφήσουν τις νέες προβλέψεις χωρίς να δημιουργηθεί κεφαλαιακό κενό. Η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να βελτιώσει τον ορίζοντα πρόβλεψης και να αντιστρέψει την έως τώρα κατάσταση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή τις αξίες των ενυπόθηκων στοιχείων που αποτελούν και την αχίλλειο πτέρνα των τραπεζών. Ζητούμενο παραμένει ο βαθμός της βελτίωσης, αλλά και το ενδιαφέρον που θα παρουσιαστεί ενδεχομένως επιταχύνοντας την υλοποίηση μείωσης των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων».